15 Σεπτεμβρίου 2013

Obama’s «chicken game»

Του Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη

Αν ήταν πρόεδρος ο George Bush Jr, η πολεμική εμπλοκή των ΗΠΑ θα είχε ήδη υλοποιηθεί…
Όσο περισσότερο αυξάνει η ικανότητα συνεννόησης Ουάσιγκτον - Μόσχας, τόσο περισσότερο θα εδραιώνεται σταδιακά η παγκόσμια ειρήνη

Η ΑΠΕΙΛΗ πολέμου και σύγκρουσης οδηγεί έναν από τους δύο παίκτες, ενόψει σύγκρουσης, σε αλλαγή στάσης και σε φυγή

Οι ΗΠΑ και ειδικότερα ο Πρόεδρος, πλανητάρχης και επικεφαλής της Υπερδύναμης, εμφανίστηκαν την περασμένη Δευτέρα, 9 Σεπτεμβρίου, απρόσμενα ή και προσχεδιασμένα ή κατόπιν σοφότερης εκτίμησης, να μεταβάλλουν στάση από την αρχική της 21ης ανακοινωθείσας απόφασης περί αναγκαίου στρατιωτικού πλήγματος εναντίον του καθεστώτος της Δαμασκού και να επιλέγουν τον δρόμο της διπλωματίας, της συνεννόησης και εντέλει της ειρηνικής διευθέτησης του μείζονος διεθνούς προβλήματος.

Τι συνέβη πραγματικά, που μετέβαλε την απόφαση του Προέδρου Ομπάμα, έτσι ώστε από τη σίγουρη επικείμενη σύγκρουση και τιμωρία του αμαρτωλού και «βάρβαρου» για τον λαό του - Άσαντ, όπως τον αποκαλούν, να επιλεγεί ο δρόμος της διπλωματικής διευθέτησης διά της καταστροφής του πυρηνικού εργοστασίου της Δαμασκού.

Υπάρχει το «παίγνιο της κότας», όπως το αποκαλούμε στην επιστήμη των διεθνών σχέσεων, όπου η απειλή πολέμου και σύγκρουσης οδηγεί έναν από τους δύο παίκτες, ενόψει σύγκρουσης, σε αλλαγή στάσης και σε φυγή. Ο Πρόεδρος Ομπάμα επέλεξε τον μη πόλεμο. Υπάρχει η εκτίμηση που μας λέει πως ο Πρόεδρος αυτοπαγιδεύτηκε εξαρχής σε μια κεκτημένη από την πολιτική της υπερδύναμης υποχρέωση ενός καθήκοντος, για μια παραδειγματική πυραυλική πολεμική αστραπιαίας τιμωρίας του «αιμοσταγούς» δικτάτορα Άσαντ.

Η αυτοπαγίδευση οδήγησε στη δέσμευση της υπερδύναμης του πλανητάρχη να προχωρήσει στο προαναγγελθέν πλήγμα, πράγμα που τον εξανάγκασε πλέον, για λόγους κύρους και διεθνούς αξιοπιστίας και μόνο, να πλήξουν καθ' οιονδήποτε τρόπον και μέσο το καθεστώς της Δαμασκού. Η κατηγορία περί χρήσεως χημικών από το καθεστώς εναντίον του συριακού λαού θεωρήθηκε σχεδόν «a priori» στοχοθετημένη και σκηνοθετημένη, με απολύτως βέβαιη την ευθύνη και ενοχή του Προέδρου Άσαντ προσωπικά.

Η διακήρυξη σε όλους τους τόνους και με όλα τα μέσα, πως η ενοχή του καθεστώτος είναι αδιαμφισβήτητη αποσκοπούσε στη νομιμοποίηση της προαποφασισμένης πολεμικής επιχείρησης και δευτερευόντως θα λέγαμε -όπως συνέβη κατ’ επανάληψιν στο παρελθόν- στην αναζήτηση της αλήθειας γύρω από τα τραγικά περιστατικά της 21ης Αυγούστου.

Αυτό ήταν το σενάριο της πρώτης φάσης της διεθνούς κρίσης γύρω από τη Συρία, που αν Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο George Bush Jr, η πολεμική εμπλοκή των ΗΠΑ θα είχε ήδη υλοποιηθεί. Η Δαμασκός και το καθεστώς εν γένει θα είχε πληγεί με όλα τα σύγχρονα πυραυλικά συστήματα, χωρίς σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ίσως και χωρίς απόφαση του ΝΑΤΟ. Πιθανότατα αυτό το πλήγμα θα ακολουθούσε ένας αρμαγεδδών συγκρούσεων εναντίον όλων στη Μέση Ανατολή. Οι διεθνείς επιπτώσεις θα ήταν σε αυτήν την περίπτωση απρόβλεπτες και καταστροφικές για την ανθρωπότητα.

Ο Ομπάμα δίστασε. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η προσωπικότητα του ηγέτη είναι καθοριστικής σημασίας. Φοβήθηκε τις συνέπειες, διαπίστωσε την απουσία στρατηγικού στόχου. Οι αντικαθεστωτικοί είναι διασπασμένοι, δεν διαθέτουν μια ηγεσία που να την εμπιστευθεί ο διεθνής παράγων. Σημαντικό είναι ίσως και το γεγονός ότι στους κόλπους της βρίσκεται, πολεμώντας το καθεστώς, η Al-Nusra, παρακλάδι της Αl-Qaida! Όλα αυτά οδηγούν σε ένα αδιέξοδο, που μόνο διπλωματικά σε διεθνές επίπεδο θα μπορούσε να ξεπεραστεί. Η Ρωσία και ο Πούτιν εμφανίστηκαν ως διέξοδος από την αυτοπαγίδευση.

Η ιδέα της καταστροφής του χημικού οπλοστασίου της Δαμασκού, με αντάλλαγμα μία προσωρινή εκεχειρία μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του συριακού προβλήματος, αναδεικνύεται σε πρώτης τάξεως πολιτική προσέγγιση εκεχειρίας και διαπραγμάτευσης. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι ένα απλό στρατηγικό παίγνιο ή στρατηγικός ελιγμός.Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μία κίνηση που οδηγεί σε ένα καινούργιο μέλλον στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα, προς την κατεύθυνση της αποφυγής του πολέμου;

Τι καινούργιο έχουμε;
Α) Ανάδειξη των ΗΠΑ σε Πλανητική και Μοναδική Υπερδύναμη από το 1990 μέχρι και τη δεύτερη ατυχή εισβολή στο Ιράκ του 2003, προϊόν απάτης. Οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν πάντοτε τα διεθνή προβλήματα όχι τόσο με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά κυρίως μέσα από την προβολή των συμφερόντων τους, με την αλαζονική υπεροψία που κρίνει και αποφασίζει ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, θέτουν δικούς τους κανόνες, προσεγγίζουν τα προβλήματα μόνο με την έπαρση της δύναμης, μετατρεπόμενες από ηγέτη σε ηγεμόνα. Οι ΗΠΑ και οι κατά καιρούς σύμμαχοί τους αξιολογούνται πλέον ως αναξιόπιστοι ηγετική ομάδα στη διεθνή σκηνή.

Β) Η τωρινή διεθνής εξέλιξη εμφάνισε τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναφορικά με το συριακό πρόβλημα, σχεδόν πλήρως απομονωμένες από τους συμμάχους τους, ιδιαίτερα όσον αφορά στην απόφασή τους για πολεμική εμπλοκή και πλήγμα κατά του καθεστώτος Άσαντ. Αυτό, σε συνάρτηση με την εσωτερική απονομιμοποίηση του Ομπάμα ως προς αυτήν την απόφασή του για πόλεμο, παρουσιάζουν διεθνώς την Υπερδύναμη πολιτικά και θεσμικά απονομιμοποιημένη.

Παράλληλα, η Ρωσία του Πούτιν πραγματοποίησε και σε αυτήν την περίπτωση ευφυέστατες διπλωματικές κινήσεις και ελιγμούς, με κορύφωση την τελευταία παρέμβασή τους, όπου υπέδειξε στον Ομπάμα το «way out» από την αυτοπαγίδευσή του, δείχνοντας μια έξοδο από μία πιθανή κόλαση πολέμου στην οποία οδηγείτο, με ίσως καταστροφικές για την περιοχή και τον κόσμο συνέπειες. Επομένως, έχουμε την αποφυγή του πολέμου από τον Ομπάμα και την ανάδειξη του Πούτιν σε παράγοντα ικανό να οδηγήσει τα πράγματα σε συνθήκες συνεννόησης, διαλόγου και πολιτικής διαπραγμάτευσης.

Γ) Αυτή λοιπόν η κατάσταση που απεικονίζεται σήμερα ως ανωτέρω, αλλάζει το σκηνικό της διεθνούς πολιτικής ριζικά, θα λέγαμε καταλυτικά, σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες μίας Υπερδύναμης, όπως οι ΗΠΑ, να πραγματοποιούν μονομερώς πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον τρίτων χωρών και να παρεμβαίνουν σε κρίσεις. Έχουμε, δηλαδή, αλλαγή υποδείγματος στη διεθνή σκηνή. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν, πλέον, να αποφασίσουν μόνες τους και με την αλαζονεία της Υπερδύναμης για ειρήνη και πόλεμο στον κόσμο. Θα πρέπει να είναι υποχρεωμένες να διαβουλεύονται με τις άλλες δυνάμεις, κυρίως τη Ρωσία. Αυτό συνεπάγεται μια τεράστιας σημασίας στροφή στη διεθνή πολιτική, αφού εμπεδώνεται πλέον ένα σχήμα ισορροπίας δυνάμεων διεθνώς, το οποίο επιβάλλει διπλωματική διαβούλευση και συνεννόηση για τα μεγάλα θέματα της ανθρωπότητας.

Το πλήγμα κύρους και αξιοπιστίας που δέχθηκαν οι ΗΠΑ από αυτήν την υπόθεση αλλάζει το πλαίσιο δράσης των παραγόντων της Διεθνούς Πολιτικής. Έχουμε μια δομική αλλαγή υποδείγματος, όπου ο πόλεμος δεν είναι η πρώτη επιλογή, όπως παραδειγματικά συνέβαινε τα τελευταία είκοσι χρόνια, αλλά πλέον οι επιλογές του διεθνούς παράγοντα συνίστανται στην και κατευθύνονται από τη διπλωματία, τη συνεννόηση και άλλα μέσα πίεσης, όπου ο πόλεμος μετατρέπεται σε ύστατο μέσο και αυτό όχι μονομερώς, αλλά με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Αυτή η εξέλιξη που συνέβη με τη Συρία και τα χημικά που χρησιμοποιήθηκαν θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, την Κρίση της Κούβας του 1962 και την απειλή πυρηνικού πολέμου, εξαιτίας αυτής της κρίσης. Στην περίπτωση αυτή, εντέλει οι δύο υπερδυνάμεις, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, οδηγήθηκαν, με αφετηρία την Κρίση, στην απόφαση για συνεννόηση, προκειμένου αποφευχθεί στο μέλλον ένα ενδεχόμενο γεγονός που θα οδηγούσε σε πυρηνικό πόλεμο. Η εγκαθίδρυση, κατά την εικοσαετία που ακολούθησε, της ισορροπίας της αμοιβαίας αποτροπής, έφερε εντέλει φυσικά και την αποτροπή του πολέμου μεταξύ των υπερδυνάμεων, οδήγησε στην ύφεση της σχέσης τους και τελικά στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Σήμερα, ΗΠΑ και Ρωσία δεν βιώνουν Ψυχρό Πόλεμο. Δεν βιώνουμε πολεμική αντιπαράθεση, όμως η ανθρωπότητα έχει ανάγκη από ένα σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης στο πολιτικό και φυσικά στο οικονομικό επίπεδο. Στο πολιτικό σημαίνει την ικανότητα συνεννόησης και εκδήλωσης της βούλησης των μεγάλων δυνάμεων του κόσμου για επίλυση των διεθνών κρίσεων και διευθέτηση των συγκρούσεων, όπως είναι το Μεσανατολικό, το Κυπριακό, προβλήματα του βαλκανικού χώρου και της νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, του πυρηνικού αφοπλισμού και φυσικά για θέματα που άπτονται των σχέσεων Ισλάμ και Δύσης.

Οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου θα είναι υποχρεωμένες να διαβουλεύονται με βάση του κανόνες του διεθνούς δικαίου. Όσο περισσότερο αυξάνει η ικανότητα συνεννόησης Ουάσιγκτον - Μόσχας, τόσο περισσότερο θα εδραιώνεται σταδιακά η παγκόσμια ειρήνη, η διευθέτηση διεθνών διαφορών και θα εμπεδώνεται η αναγκαία ασφάλεια και σταθερότητα στην πορεία επιβίωσης της ανθρωπότητας, σε έναν πραγματικά ταραγμένο και φοβισμένο κόσμο.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας της Σχολής
Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Πάντειο Πανεπιστήμιο