15 Σεπτεμβρίου 2013

Η «ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ» ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ(*)

 
    Αναγκαία η αλλαγή πολιτικής κουλτούρας Από την αρχή της κρίσης της Ευρωζώνης, οι ευρωπαϊκές αρχές και ένα μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο τονίζουν με έμφαση ότι η Ελλάδα αποτελεί μια «ειδική περίπτωση». Πράγματι, η επιμονή της απεικόνισης της Ελλάδας ως μοναδικής περίπτωσης συνεχίστηκε ακόμα και όταν άλλες χώρες της Ευρωζώνης κατέληξαν στην «αγκαλιά» του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης και υποβλήθηκαν επίσης σε αδίστακτα μέτρα λιτότητας ως μέσο για την επίτευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής και μιας υποτιθέμενης επιστροφής στην ανάπτυξη.
    Από καθαρά οικονομική άποψη, η περιγραφή της Ελλάδας ως «ειδικής περίπτωσης» είναι αρκετά ακριβής: από όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης που συμμετέχουν σε κρατική συμφωνία διάσωσης, μόνο η Ελλάδα ήταν αντιμέτωπη με μια δημοσιονομική κρίση. Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Κύπρου η κατάρρευση του ιδιωτικού τραπεζικού τομέα ήταν αυτή που ανάγκασε τις κυβερνήσεις των εν λόγω χωρών να ζητήσουν διεθνή οικονομική βοήθεια από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Οσον αφορά την Πορτογαλία, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι περισσότεροι οικονομολόγοι και άλλοι αναλυτές ήταν ότι αποτελούσε μια ξεκάθαρη περίπτωση μετάδοσης των κρίσεων, το οποίο είναι μάλλον σωστό.
    Οντως, με εξαίρεση την Ιταλία (μια βιομηχανοποιημένη χώρα, με το μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου χρέους να διατηρείται στο εσωτερικό της Ιταλίας), μόνο η Ελλάδα εμφάνιζε πριν από την κρίση επίπεδα χρέους άνω του 100% του ΑΕΠ - το υψηλότερο ποσοστό αναλογίας χρέους προς το ΑΕΠ σε όλη την Ευρωζώνη και, κυρίως, σε ξένα χέρια. Το 2007, για παράδειγμα, ενώ το χρέος της Ελλάδας ήταν πάνω από το 105%, στην Πορτογαλία ήταν λιγότερο από το 70%. Και όταν το 2009 η αναλογία του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα προς το ΑΕΠ έφθασε κοντά στο 130%, στην Πορτογαλία παρέμενε κάτω από το 85%.
    Ωστόσο, με την περιγραφή της Ελλάδας ως «ειδικής περίπτωσης», πολλοί σχολιαστές υπονοούν ότι υπάρχει και κάτι «ξεχωριστό» σχετικά με την ελληνική πολιτική κουλτούρα, το οποίο λίγο-πολύ εξηγεί την τρέχουσα χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση του έθνους. Αυτό βασίζεται στη σιωπηρή παραδοχή ότι η Ελλάδα μπορεί να ανήκει γεωγραφικά στη Δύση, αλλά η σύγχρονη κουλτούρα της και οι συνήθειες των απλών πολιτών της ανήκουν ξεκάθαρα σε μη δυτικές παραδόσεις και κανόνες συμπεριφοράς. Εξ ου, μεταξύ άλλων εθνικοπολιτιστικών ιδιομορφιών, η διάδοση της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της ευρέως διαδεδομένης και «έντιμης» πρακτικής με το «φακελάκι», η συστηματική παραβίαση των κανόνων ευγένειας και μια κουλτούρα εφησυχασμού που διαποτίζει τη δημόσια ζωή.

    Πράγματι, για πολύ μεγάλο διάστημα στη μεταπολεμική περίοδο, η κυρίαρχη εικόνα που επικρατούσε για τους Ελληνες μεταξύ πολλών βόρειων Ευρωπαίων και Αμερικανών ήταν ένα υποανάπτυκτο έθνος τεμπέληδων, αμόρφωτων και ανεύθυνων πολιτών - άνδρες με μουστάκια που περνούσαν όλο το χρόνο τους είτε μέσα είτε έξω από τα καφενεία, συνήθως με ένα τσιγάρο στο ένα χέρι και κομπολόι στο άλλο, ενώ οι γυναίκες δούλευαν στα χωράφια. Οι συνεισφορές στον παγκόσμιο πολιτισμό λόγιων και καλλιτεχνών, όπως ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης (και οι δύο βραβευμένοι με το Νόμπελ Λογοτεχνίας), ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Γιάννης Ρίτσος (υποψήφιοι πολλάκις στον ίδιο θεσμό, αλλά αγνοήθηκαν λόγω των κομμουνιστικών πεποιθήσεών τους), ο Κ.Π. Καβάφης (παγκοσμίως αποδεκτός σήμερα ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ού αιώνα), ο Αγγελος Σικελιανός (ποιητής που ενέπνευσε τη γενιά του πολέμου στην Ελλάδα), η Μαρία Κάλλας (η μεγαλύτερη ντίβα της όπερας τον περασμένο αιώνα), ο Δημήτρης Μητρόπουλος και ο Μίκης Θεοδωράκης (ο ένας παγκόσμιας κλάσης μαέστρος και ο άλλος ανάλογου κύρους μουσικοσυνθέτης), περιορίζονταν για συνομιλίες στην ευγενική κοινωνία. 
     
    Σύμφωνα με την κυρίαρχη εντύπωση, ο μέσος Ελληνας διακρινόταν από έλλειψη πειθαρχίας και ικανότητα αυτοαντανάκλασης και προσελκυόταν ενστικτωδώς από χαρισματικούς και λαϊκιστές πολιτικούς ηγέτες που υπόσχονταν στο λαό ψωμί, βούτυρο και μέλι στην καθημερινή τους ζωή, μια θέση (όχι δουλειά!) στον δημόσιο τομέα και συνταξιοδότηση μετά από μερικές δεκαετίες εργασίας. Τον τελευταίο καιρό, αυτή η μάλλον καρτουνίστικη εικόνα του ελληνικού εθνικού χαρακτήρα έχει ύπουλα επανέλθει σε διάφορα ξένα δημοσιογραφικά έντυπα σε σχέση με το προφίλ του μέσου Ελληνα δημοσίου υπαλλήλου: υπέρβαρος, νωθρός, αξύριστος, καθισμένος πίσω από ένα γραφείο με στοίβες χαρτιά μπροστά του και με ένα τσιγάρο που κρέμεται από το στόμα του. Το πρόβλημα βέβαια με τις πολιτικές καρικατούρες γύρω από τον «άλλον» δεν είναι ότι μπορεί να είναι μερικές φορές προσβλητικές για κάποιους ανθρώπους, αλλά ότι προσφέρουν μονοδιάστατη αντίληψη μιας κουλτούρας. 
     Παρ' όλα αυτά δεν πρέπει να απορρίπτονται ολότελα, διότι δίνουν κάποια στοιχεία για μια συγκεκριμένη κατάσταση η οποία θα μπορούσε διαφορετικά να περάσει εντελώς απαρατήρητη ή να παραμείνει ανεξέταστη. Πράγμα που μας φέρνει πίσω στο θέμα της τρέχουσας κρίσης στην Ελλάδα. Είναι υπεύθυνη η πολιτική κουλτούρα του έθνους -η αστική κουλτούρα- για τα οικονομικά και κοινωνικά δεινά που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα; Πιθανώς προς έκπληξη όσων εξακολουθούν να διατηρούν στο μυαλό τους μια εικόνα καρικατούρας για τη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα, η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών δείχνει να έχει πειστεί ότι η πολιτική κουλτούρα φέρει μεγάλη ευθύνη για την καταστροφική κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα - αν και είναι αβέβαιο σε ποιο βαθμό κατανοούν όλοι ή αποδέχονται την ιδέα της πολιτικής κουλτούρας ως αντανάκλαση των ηθών και των εθίμων μιας κοινωνίας.
     Για παράδειγμα, ενώ η φοροδιαφυγή αποτελούσε παραδοσιακά εθνικό άθλημα για όλες τις κοινωνικές τάξεις στην Ελλάδα, σχεδόν όλοι αναμένουν και απαιτούν από το κράτος να παρέχει δωρεάν υπηρεσίες σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, γενναιόδωρες παροχές προς τους ανέργους και τους συνταξιούχους, επιδοτήσεις για τις μικρές επιχειρήσεις και τους αγρότες και ούτω καθεξής. Παρομοίως, ο κόσμος μπορεί να μιλάει για αξιοκρατία, αλλά ο «οικογενειακός αμοραλισμός» (χαρακτηριστικό πολλών σημερινών μεσογειακών πολιτισμών) διαπερνά κάθε πλευρά της ζωής. 
    Ως ένα ακόμη παράδειγμα στρεβλωμένων απόψεων που διαμορφώνουν την κουλτούρα ενός έθνους, οι φοιτητές (με τη συντριπτική πλειοψηφία του διδακτικού προσωπικού στο μέρος τους) θέλουν ελεύθερη πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση και δωρεάν συγγράμματα, όχι όμως όρους στην ακαδημαϊκή πρόοδο και την ολοκλήρωση των σπουδών. Ως εκ τούτου, δεν είναι υποχρεωτική η παρακολούθηση των μαθημάτων, απεριόριστος αριθμός επανεξετάσεων για κάθε μάθημα και αιώνια φοίτηση. Εν ολίγοις, πολλά δικαιώματα και καθόλου υποχρεώσεις.
    Για μια χώρα που έχει δώσει ηρωικές μάχες καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της για πολύτιμα δικαιώματα και ελευθερίες (θυμηθείτε μόνο την περίφημη φράση του Ουίνστον Τσόρτσιλ, εμπνευσμένη από την ελληνική αντίσταση στις ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου: «Του λοιπού δεν θα λέγεται ότι οι Ελληνες πολεμούν ως ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν ως Ελληνες»), η απόκτηση δικαιωμάτων και προνομίων, αλλά η απόρριψη υποχρεώσεων και κοινωνικών ευθυνών αναπτύσσεται, κατά κάποιο τρόπο, σε μια μορφή πολιτιστικού κινήματος στη σύγχρονη εποχή στην Ελλάδα. Οι ρίζες αυτής της τάσης ανιχνεύονται την περίοδο μετά την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, μετά από επτά χρόνια στυγνής δικτατορίας (1967-1973), αλλά δείχνει να διαμορφώνεται σε ένα θεσμοθετημένο σύστημα κινήτρων συμπεριφοράς με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και του ανεύθυνου λαϊκισμού του Ανδρέα Παπανδρέου.

    Ο λαϊκισμός, οι πελατειακές σχέσεις και ο νεποτισμός ήταν ανέκαθεν συστατικά της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ζωής, αλλά κάτω από τον ψευδο-σοσιαλισμό του ΠΑΣΟΚ μετατράπηκαν σε στρατηγικά ιδιοσυστατικά του κόμματος: «κλείδωμα» των ψηφοφόρων σε μακροχρόνιες σχέσεις που δεν βασίζονταν στην παροχή δημόσιων αγαθών και μιας δίκαιης κοινωνικής τάξης, αλλά και στις υποσχέσεις της στοχευμένης διανομής πόρων προς τους πιστούς του κόμματος. Τουλάχιστον δύο γενιές «αριστερών» ψηφοφόρων σχηματίστηκαν και μορφοποιήθηκαν στην παπανδρεϊκή-ΠΑΣΟΚική εποχή, συμπεριλαμβανομένου του κύριου συνδικαλιστικού κινήματος, της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ). Φυσικά, η Δεξιά στηρίχθηκε στις ίδιες αδίστακτες τακτικές (καθιστώντας έτσι πρακτικά αδύνατο να κρίνουμε ποιες από τις δύο πολιτικές πλευρές ήταν πιο ανήθικη, διεφθαρμένη και επικίνδυνη για τα συμφέροντα του έθνους), αλλά δεν είχε την ιστορία με το μέρος της κι έτσι η πανουργία του λόγου και ο προσωπικός μαγνητισμός του Παπανδρέου δεν είχαν αντίπαλο.
    Επί ΠΑΣΟΚ ο δημόσιος τομέας εξελίχθηκε όχι απλά σε «αγελάδα ρευστού» για άρμεγμα, αλλά για αφαίμαξη - μια πρακτική που ακολούθησαν με τον ίδιο ζήλο οι δεξιοί τις λίγες φορές που βρέθηκαν στην εξουσία κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών. Εξ άλλου είναι πολύ πιο δύσκολο να μεταβληθεί η κουλτούρα ενός οργανωσιακού πλαισίου από το να δημιουργήσει ένα νέο πρότυπο, ειδικά εάν τα εμπλεκόμενα μέρη είναι οι βασικοί δικαιούχοι. Ετσι, για δεκαετίες, σοσιαλιστές και συντηρητικοί εμπλέκονται σε διάφορα μεγάλης κλίμακας σκάνδαλα που επικεντρώνονται στην εκμετάλλευση των κρατικών πόρων για τη μεταβίβαση του πλούτου από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, τον προσωπικό εμπλουτισμό και την αναδιανομή του πλούτου από τη βάση προς την κορυφή. Η διαφθορά έγινε τόσο ενδημική, σε βαθμό που εθεωρείτο φυσιολογική συμπεριφορά για δημόσιους υπαλλήλους στην εφορία, στην πολεοδομία και στους δήμους να δωροδοκούνται - ακόμη και να συγχέουν κατά καιρούς τα δημόσια οικονομικά με το δικό τους πορτοφόλι. Ηταν φυσιολογική συμπεριφορά για πολλούς νοσοκομειακούς γιατρούς να γίνονται αποδέκτες δώρων σε μετρητά από τα μέλη της οικογένειας ενός ασθενούς, που φοβόντουσαν ότι το αγαπημένο τους πρόσωπο δεν θα λάμβανε την κατάλληλη ιατρική φροντίδα εάν δεν επιδείκνυαν γενναιόδωρη συμπεριφορά προς τους «πιστούς» του ιπποκράτειου όρκου. Ηταν φυσιολογικό να υπάρχουν διπλοθεσίτες και τριθεσίτες στον δημόσιο τομέα. Ηταν φυσιολογικό ενεργοί δημοσιογράφοι να προσφέρουν ταυτόχρονα υπηρεσίες σε κυβερνητικούς αξιωματούχους.

    Το τελικό αποτέλεσμα του πασοκικού συστήματος διακυβέρνησης (και της «προδοσίας» του σοσιαλισμού) ήταν η ανάδυση μιας πολιτικής κουλτούρας με επικίνδυνα επίπεδα αυτοπλουτισμού και κοινωνικής ανευθυνότητας και τελικά η δημιουργία πολιτικά αδιάφορων πολιτών.

    (*) Το κείμενο αυτό αποτελεί, με ελάχιστες τροποποιήσεις, το πρώτο μέρος άρθρου που δημοσιεύθηκε, με τον τίτλο «Το change Greece requires changing the nation's political culture - and this could be a tall order, especially for the Left», στην επιθεώρηση «Truthout» την 1η Σεπτεμβρίου.