15 Σεπτεμβρίου 2013

Οι πεινασμένοι της Ελλάδας, των ΗΠΑ, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας... και τα «παιδιά από το Σικάγο» «Λίμα μπράδερς» όλου του κόσμου ενωθείτε!

http://www.efsyn.gr/wp-content/uploads/2013/09/72.jpg
Του Γιώργου ΤσιάραΠέντε χρόνια μετά το σοκ και δέος της Lehman και της φούσκας των ακινήτων, τόνοι μελάνης -και αίματος, κυριολεκτικού και μεταφορικού- έχουν χυθεί για να φωτίσουν τους αόρατους μηχανισμούς της ανθρωποφάγου κρίσης. Ομως το μεγάλο ερώτημα –ποιος κέρδισε; ποιος έχασε;– οι περισσότεροι αναλυτές εξακολουθούν να το αποφεύγουν ή, στην καλύτερη περίπτωση, να το παρακάμπτουν με ισοπεδωτικές ευκολίες του τύπου «μαζί τα φάγαμε» ή «για όλα φταίνε οι κακοί Γερμανοί, Αμερικανοί, Κινέζοι» και πάει λέγοντας -λες και το χρήμα έχει σύνορα ή πατρίδα.



Η αλήθεια είναι φυσικά πολύ διαφορετική –ο Ελληνας πρώην νοικοκύρης και νυν άνεργος ή άστεγος δεν έχει τίποτε να χωρίσει από τον Αμερικανό αντίστοιχό του της εξαφανισμένης μεσαίας τάξης, που έχασε μέσα σε λίγα χρόνια την καλοπληρωμένη δουλειά του και το σπίτι στα προάστια και βρέθηκε να ζει στο αμάξι του ή σε ένα αντίσκηνο σε κάποιο από τα εκατοντάδες διάσπαρτα τρέιλερ-παρκ των ΗΠΑ. Και αντίστοιχα ο Γερμανός (ή Ιρλανδός, Ισπανός και πάει λέγοντας) μεγαλοτραπεζίτης που «σπρώχνει» μέσω των μίσθαρνων πολιτικών οργάνων του τα τοξικά του στοιχήματα στις πλάτες των Ευρωπαίων φορολογουμένων, είναι σίγουρα πιο συγγενής με τον κατά συρροή «διασωθέντα» Ελληνα ομόλογό του παρά με τους… «εξ αίματος» συμπατριώτες του.

Θυμάται κανείς αλήθεια τις «κορόνες» του Γκόρντον Μπράουν, της Ανγκελα Μέρκελ, του Νικολά Σαρκοζί και του Μπαράκ Οµπάμα για την ανάγκη επιβολής ενός νέου, πιο ελεγχόμενου, πιο «κεϊνσιανού» διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος, τους πρώτους μήνες της κρίσης; Μάλλον τις ξέχασαν: αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τη μετέπειτα συµπεριφορά τους, των ίδιων και των επιγόνων-αντικαταστατών τους, Κάμερον και Ολάντ, που συνίσταται στην πλήρη εξυπηρέτηση των τραπεζικών και άλλων ολιγοπωλίων σε βάρος των πολιτών τους. Πού καιρός τώρα για εποπτικά όργανα, δίκαιη φορολόγηση, αναπτυξιακά κίνητρα, φόρους Τόμπιν και άλλα τέτοια ουτοπικά…

Η «κόπρος» της Wall Street

Η περίπτωση του Ομπάμα είναι πολύ χαρακτηριστική: ενώ εξελέγη υποσχόμενος να καθαρίσει την «κόπρο του Αυγεία» στη Wall Street, γρήγορα φάνηκε ότι δούλευε πρωτίστως για λογαριασμό της – επιτρέποντας τη συνέχιση της τραγωδίας εκατομμυρίων Αμερικανών πρώην «νοικοκυραίων» που από τη µία ημέρα στην άλλη έχασαν τα σπίτια τους, αλλά και της χορήγησης των ληστρικών µπόνους στα ένοχα για την κρίση στελέχη των τραπεζών και των hedge funds. Εδώ και δεκαετίες όλοι υποπτεύονταν ότι η άνευ ορίων παγκοσμιοποίηση θα οδηγούσε στη συρρίκνωση της πολιτικής, και ιδιαίτερα της εθνικής πολιτικής, στο πλαίσιο του μοντέλου του έθνους-κράτους όπως αυτό επικράτησε από τον 19ο αιώνα ώς σήμερα.

Η κρίση όμως του 2008, και ιδίως η συντονισμένη πρεμούρα µε την οποία σύσσωμη η διεθνής πολιτική ηγεσία έσπευσε να «διασώσει» τις τράπεζες από τα τοξικά τους «βαρίδια» φορτώνοντας τη λυπητερή στους ώμους όχι µόνο των σημερινών εργαζομένων, αλλά και των παιδιών τους, κατέδειξε την οριστική επικράτηση της οικονομικής σφαίρας πάνω στην πολιτική. Ζούμε την πλήρη αντιστροφή του μοντέλου του κρατικού καπιταλισμού, στο οποίο οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις υποτάσσονταν στο εθνικό συµφέρον.

Οπου και να κοιτάξει κάποιος στον αναπτυγμένο κόσμο, από την Ευρώπη ώς τις ΗΠΑ και από την Ιαπωνία ώς τον Καναδά, ένα είναι το «µάντρα» των πολιτικών, το φάρμακο «διά πάσαν νόσον»: η αυστηρή λιτότητα, η καταπολέμηση των ελλειμμάτων και φυσικά η συγκράτηση του πληθωρισμού. Τίποτε δεν κατάλαβαν από την κρίση. Οι κυβερνήσεις πέφτουν, αλλά η λιτότητα μένει. Σαν τους κομπογιαννίτες «γιατρούς» του Μεσαίωνα, οι ηγέτες ξέρουν μόνο έναν τρόπο για να «γιατρέψουν» τους ασθενείς: τη συνεχή αφαίμαξη. Αν ο ασθενής είναι σκληροτράχηλος και επιζήσει, θριαμβολογούν για τη σοφία της συνταγής. Αν πεθάνει στο άνθος της ηλικίας του, τότε σίγουρα δεν φταίνε αυτοί, αλλά ο Θεός και η κακή του μοίρα…

Τι κι αν εκατομμύρια άνθρωποι λοιπόν βρέθηκαν εκτός αγοράς εργασίας στο πλαίσιο αυτής της σχιζοφρενικής «jobless recovery», της ανάκαμψης χωρίς δουλειές; Τι κι αν η έλλειψη οικονομικής προοπτικής «χαντακώνει» τα σχέδια ανάκαμψης της κάθε χώρας ξεχωριστά και όλων μαζί και, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, οδηγεί αναπόδραστα σε νέες κρίσεις; Οι τράπεζες να είναι καλά. Οχι όλες βέβαια, αλλά οι 20 παγκοσμιοποιημένες, υπερεθνικές μεγα-τράπεζες, ευρωπαϊκές και αμερικανικές, που αφού «ξεφόρτωσαν» πάνω μας τα τοξικά τους μετατρέποντας το φορτίο του χρέους από ιδιωτικό σε κρατικό, τώρα παρουσιάζουν υπερήφανα κέρδη άνω του 15% και (ξανα)δίνουν μπόνους στα golden boys τους.

Βέβαια τα ανά τον κόσμο «παιδιά από το Σικάγο» έχουν ένα πρόβλημα: οι ιδέες τους αρέσουν πολύ στους κρατούντες και ιδιαίτερα στους κατόχους παχυλών τραπεζικών λογαριασμών, κατά προτίμηση υπεράκτιων, αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ και πουθενά να επιβληθούν µε δημοκρατικό τρόπο. Καλώς ή κακώς οι λαοί δεν αντέχουν τη συνεχή οικονομική αφαίμαξη, τη «δομικά» υψηλή ανεργία και τη μόνιμη ανασφάλεια που προκαλεί το συστηματικό γκρέμισμα των δικτύων ασφαλείας του κράτους πρόνοιας.

Προκλητική ανισότητα

Πάνω απ’ όλα δεν αντέχουν την προκλητική ανισότητα – τις οχυρωμένες νησίδες πλούτου των ολίγων εν µέσω γενικευμένης ανέχειας και αβεβαιότητας των πολλών. Για αυτό και οι πολιτικές αυτές πάντα προωθούνται μέσα από το δόγμα των διαδοχικών σοκ: μόνο έτσι μπορεί να επιβληθεί ο καπιταλισμός-«ζόμπι», ο καπιταλισμός της καταστροφής, σε βάρος της παραγωγικής οικονομίας.

Τα διαδοχικά σοκ όμως ύφαναν την αόρατη γραμμή αγανάκτησης που συνδέει την Ταχρίρ µε το Σύνταγμα, την Πλάθα ντελ Σολ µε το Ουισκόνσιν, το Μπρίξτον µε το Μπανγκλαντές και τα banlieues του Παρισιού. ∆εν είναι ζήτημα ιδεολογίας, αλλά τσέπης, ο αργός αλλά σταθερός ξεσηκωμός των αδικημένων «νοικοκυραίων» και των παιδιών τους που χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους.

Απογοητευμένοι από την πολιτική, εκτοπισμένοι από την οικονομία, εκατομμύρια νυν ή δυνάμει νεόπτωχοι αναζητούν ενστικτωδώς μια διέξοδο έξω από την καθεστηκυία τάξη των καρτέλ: αναζητούν επιτέλους την επιστροφή στα διδάγματα της πολιτικής οικονομίας, που ξεχάστηκαν θαρρείς μέσα στον ορυμαγδό των αγορών.