Οταν επιδεινώνονταν οι
σχέσεις με τους Δυτικούς, ο Τίτο δεν δίσταζε να ενισχύει τη δυναμική
δράση του ΚΚΕ, αλλά να επανέρχεται στη συνέχεια σε συμβιβαστικές θέσεις,
όταν οι Δυτικοί του έκαναν τα χατίρια
Το πρωί της 20ής Αυγούστου 1944 οι
δυνάμεις του Γ' Ουκρανικού Μετώπου του Κόκκινου Στατού, υπό τον
στρατάρχη Τολμπούχιν, προχώρησαν με κατεύθυνση τη γραμμή Ιάσιο -
Κίσινιοφ. Οι Σοβιετικοί έφθαναν στα Βαλκάνια, στη Ρουμανία. Ο Βρετανός
πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ ανησυχούσε διπλά, τόσο για την τύχη της
Ελλάδας όσο και για της Γιουγκοσλαβίας.
Οσον αφορά την Ελλάδα, ο Τσόρτσιλ είχε ήδη αρχίσει διαβουλεύσεις με τη σοβιετική διπλωματία για τη μη προώθηση του Κόκκινου Στρατού στο ελληνικό έδαφος. Από τον Σεπτέμβριο του '44 οι Ρώσοι είχαν ενημερώσει την αγγλική πλευρά ότι δεν προετίθεντο να στείλουν στρατεύματα στην Ελλάδα.
Αλλά ο Τσόρτσιλ επιχειρούσε να πείσει και τον Τίτο στη Γιουγκοσλαβία να μην ενισχύσει το ΕΑΜ στην Ελλάδα. Οι Αγγλοι, διαρκούντος του πολέμου, από το 1943, άρχισαν ν' αποστασιοποιούνται από το φιλομοναρχικό Μιχαήλοβιτς, διότι δεν συμφωνούσαν με τη γραμμή του απέναντι στον Αξονα, και να στρέφονται προς τους παρτιζάνους του Τίτο, προσφέροντάς τους ακόμη και στρατιωτικό υλικό. Φυσικά επιζητούσαν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο κάποια ανταλλάγματα.Και ο Τίτο, όταν είχε την «καλή στάση» των Αγγλων απέναντί του, ακολουθούσε την ενδεδειγμένη συμπεριφορά. Για παράδειγμα, ενώ αντιπρόσωπος του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στάλθηκε στο αρχηγείο των παρτιζάνων του Τίτο (Αντρέας Τζήμας), κανένας Γιουγκοσλάβος μόνιμος αντιπρόσωπος δεν στάλθηκε στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Ο Τσόρτσιλ επιθυμούσε διακριτικά να ενισχύσει και τις τάσεις ανεξαρτησίας του Τίτο, τις οποίες στο βάθος διέβλεπε, ώστε να μην ταυτιστεί με τη Σοβιετική Ενωση και τον Στάλιν.
Φιλικά
Εκτός από την αλληλογραφία που άρχισε να έχει ο Τσόρτσιλ με τον Τίτο, διαρκούντος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, είχε και προσωπικές συναντήσεις μαζί του, που πραγματοποιήθηκαν στις 12 και 13 Αυγούστου στη Νάπολη της Ιταλίας. Παρ' όλο που οι δύο συνομιλητές δεν άνοιξαν όλα τους τα χαρτιά σ' αυτές τις συνομιλίες, ο τόνος τους ήταν φιλικός και φάνηκε μια προσωρινή προσέγγιση των θέσεών τους.Μερικές μέρες μετά τις συναντήσεις Τσόρτσιλ-Τίτο στη Νάπολη και την επιστροφή του Γιουγκοσλάβου ηγέτη στην πατρίδα του, ο Αντρέας Τζήμας έστειλε μήνυμα στην ηγεσία του ΚΚΕ, σύμφωνα με το οποίο ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης συμβούλευε ότι «θα ήταν χρήσιμη η συμμετοχή» του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Παπανδρέου, υπό τον όρο ότι η Αριστερά θα διατηρήσει τη στρατιωτική της δύναμη.
Το ελληνικό αντάρτικο είχε χρησιμοποιηθεί ως διπλωματικό ατού στα χέρια της σοβιετικής και της γιουγκοσλαβικής κομμουνιστικής ηγεσίας -η καθεμιά για λογαριασμό της- στις επαφές τους με τους Δυτικούς, κάτι που δεν διευκόλυνε καθόλου των αγώνα του.Και όταν επιδεινώνονταν οι σχέσεις με τους Δυτικούς, ο Τίτο δεν δίσταζε να ενισχύει τη δυναμική δράση του ΚΚΕ, αλλά να επανέρχεται στη συνέχεια σε συμβιβαστικές θέσεις, όταν οι Δυτικοί του έκαναν τα χατίρια.
Ο Αντρέας Τζήμας, αναπολώντας τις εμπειρίες του στο αρχηγείο του Τίτο, έγραψε αργότερα προς την ηγεσία του ΚΚΕ: «...Γενικά μπορώ να πω ότι όσο η συνεργασία Αγγλων και Γιουγκοσλάβων προχωρούσε ομαλά, τόσο η αναγκαιότητα σχέσεων των Γιουγκοσλάβων μαζί μας απωθούνταν σε δεύτερη μοίρα. Οταν οι σχέσεις αυτές διαταράσσονταν, τότε η αναγκαιότητα των σχέσεων και της στενής συνεργασίας πρόβαλλε πολύ επιτακτική. Και στη μία, όμως, περίπτωση και στην άλλη, εμείς μένουμε για τους Γιουγκοσλάβους το κύριο ατού που κατάλληλα χρησιμοποιώντας το επιτυγχάνουν ένα σωρό παραχωρήσεις από τους Αγγλους και την τελική τους επικράτηση. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος πως η μαζικότητα του δικού μας κινήματος, η δύναμη και η αντοχή του, η ικανότητά μας για ελιγμούς είναι εκείνη που περισσότερο από κάθε άλλο βοήθησε στην επικράτηση και στερέωση» του Τίτο «στη Γιουγκοσλαβία και αυτό για όλη την περίοδο 1943-1950».
Αλλά τον Αύγουστο του 1944 οι υπόγειες διαβουλεύσεις δεν ήταν εύκολο να γίνουν αντιληπτές από τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις, που στόχευαν στην επικράτησή τους στην Ελλάδα.Ο Γεώργιος Παπανδρέου, πρωθυπουργός της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, με την ισχυρή υποστήριξη των Αγγλων, ζητούσε από τον Τσόρτσιλ την αποστολή μιας βρετανικής στρατιωτικής δύναμης στην Ελλάδα αμέσως μετά την απελεύθερωση από τη γερμανική κατοχή.Τον Ιούλιο του '44 το Βρετανικό Γενικό Επιτελείο υπέδειξε ότι θα χρειαζόταν μια δύναμη 80.000 ανδρών για την απόβαση και επιβολή της τάξης στην Ελλάδα.Αντίθετα, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Α. Ιντεν πίστευε ότι μια δύναμη 10.000 ανδρών θα ήταν κατ' αρχάς αρκετή. Στις 6 Αυγούστου ο Τσόρτσιλ τηλεγράφησε στον αρχηγό του Βρετανικού Επιτελείου: «Είναι πιθανόν ότι εντός ενός μηνός από σήμερα, θα πρέπει να στείλουμε στην Αθήνα 10.000-12.000 άνδρες, με λίγα άρματα μάχης, πυροβόλα και θωρακισμένα οχήματα».
Το έκρυβαν
Ομως οι Αγγλοι δεν ήθελαν ν' αποκαλύψουν το σχέδιό τους στον Παπανδρέου ούτε τις συνεννοήσεις τους με τους Σοβιετικούς.Την ίδια περίοδο ο Γ. Παπανδρέου θεωρούσε ότι η έγκαιρη αποστολή βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα «δεν αποτελεί απλώς εν ζήτημα», αλλά «αποτελεί το παν».
Στις 21 Αυγούστου 1944, λίγες μέρες μετά τη συνάντησή του με τον Τίτο, ο Τσόρτσιλ συναντήθηκε στη Ρώμη με τον Γ. Παπανδρέου. Ο Ελληνας πρωθυπουργός έθεσε ως θέμα προτεραιότητας την αναγκαιότητα «ενόπλου βοηθείας των Βρετανών», γιατί το εληνικό κράτος «ήτο άοπλο» απέναντι σε μία «ένοπλη μειοψηφία».Ο Τσόρτσιλ απάντησε ότι το ζήτημα της αποστολής βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα ήταν «προς μελέτη», αλλά ότι «ουδεμία υπόσχεσις ηδύνατο να παρασχεθή ή υποχρέωσις ν' αναληφθή όσον αφορά ενδεχομένην βρετανικήν βοήθειαν».
Βέβαια αργότερα θα φανεί πολύ καθαρά το μεγάλο ενδιαφέρον του Τσόρτσιλ για την Ελλάδα που είχε εκδηλωθεί στις διακριτικές επαφές των Αγγλων με τους Σοβιετικούς και Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους και λιγότερο στις επαφές με τον Γ. Παπανδρέου.