Αν μη τι άλλο αυτό, που δεν έλειψε ποτέ από την ελληνική σκηνή
είναι οι νέες τάσεις. Η πλέον πρόσφατη τάση που υποστηρίζεται με
φανατισμό είναι μια νεο-σταχανοβίτικη λογική που προάγει το ακόλουθο
σκεπτικό: «Υπάρχει ανεργία; Να πας, κύριε, να μαζέψεις καρπούζια και
ελιές. Τι; Εχεις δύο πτυχία, ένα μεταπτυχιακό και γνωρίζεις δύο γλώσσες;
Να δουλέψεις, κύριε, τη γη και να σταματήσεις την γκρίνια. Εγώ, δηλαδή,
είμαι κορόιδο; Σπούδασα, κουράστηκα, είδα όμως τα προβλήματα στον
αναπτυξιακό μηχανισμό της χώρας και είπα να ασχοληθώ με την αγροτική
παραγωγή».Αυτό που δεν ομολογεί, βέβαια, ο «νεο-υπεράνθρωπος αγρότης» είναι ότι
έχει κληρονομήσει -ω, ναι, ποτέ μην υποτιμάτε τη δύναμη του
κληροδοτήματος στη χώρα που έχει αναγάγει τον νεποτισμό σε βαθιά
παράδοση με αποκλειστική ευθύνη του εκλογικού σώματος- τον μισό κάμπο
της Τριφυλίας με λιόδεντρα ή ολόκληρο της Ημαθίας με ροδακινιές. Το
παράδειγμα του «αγρότη που γυρίζει την πλάτη στις σπουδές του και
παράγει πρωτογενή πλούτο με τον ιδρώτα του προσώπου του» (sic)
αναδεικνύεται ως ισχυρή μόδα αλλά και κοινωνική επιταγή.
Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, και ενώ η υπόλοιπη Δύση έχει ήδη εισέλθει στην Γ’ Βιομηχανική Επανάσταση δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας, το «μέλλον» για τους νέους μας προτείνεται να είναι μια νεο-μαοϊκή κατανομή του εναπομείναντος παραγωγικού ιστού της χώρας, που δεν έχει μεταναστεύσει ή δεν προσπαθεί να μεταναστεύσει, σε εργασίες αγροτικού χαρακτήρα. Σίγουρα από κάποιο σκονισμένο ράφι της Ιστορίας ο Πολ Ποτ χαμογελά με ικανοποίηση. Το «ωραίο», μάλιστα, της υπόθεσης είναι ότι μεγάλο μέρος των διαμορφωτών της κοινής γνώμης αντί να στρέψει τις προσπάθειές της στο να καταστήσει σαφές στην ελληνική Πολιτεία, που φημίζεται διαχρονικά για τα αργά αντανακλαστικά της, ότι έχουμε πλέον εισέλθει σε μια νέα εποχή παραγωγικών αξιών, καταναλωτικών μοντέλων και κοινωνικών ωσμώσεων και ότι πρέπει να οικοδομηθούν οι τεχνολογικοί και εκπαιδευτικοί πυλώνες ανάπτυξης αυτών των νέων διεθνών τάσεων, επιχαίρει με το παράδειγμα του αγρότη-υπερανθρώπου που αποφασίζει να επιστρέψει στο χωριό και να καλλιεργήσει τη γη, δίχως βέβαια να μπει καν στον κόπο να αναφέρει ότι έχει κληρονομήσει τη γη και των 10 επόμενων χωριών...
Η σύνδεση στην εξίσωση μεταξύ αγροτικής έκτασης, όγκου παραγωγής και μηνιαίου εισοδήματος δεν απασχολεί, βλέπετε, σοβαρά τους θιασώτες των μεταφυσικών αυτών θέσεων. Αυτές είναι λεπτομέρειες εμπρός στα «νέα, μεγάλα, σταχανοβίτικα ιδανικά».Αρκετά όμως με την... πλάκα. Η Ελλάδα της επόμενης ημέρας δεν χτίζεται στα χωράφια. Δεν υποβαθμίζω τη δουλειά του γεωργού ή του κτηνοτρόφου, πόσο μάλλον όταν η πατρίδα αυτή οικοδομήθηκε πάνω στη σκληρή δουλειά και την τίμια προσπάθεια των ανθρώπων αυτών. Οι Μεσσήνιοι παππούδες και προπάπποι μου ήταν αγρότες, ζούσαν από τη γη και είμαι ιδιαιτέρως υπερήφανος γι’ αυτό.
Η Ελλάδα όμως οφείλει να εξελίσσεται, να εκσυγχρονίζεται και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί το πεπερασμένο μοντέλο ανάπτυξής των αρχών του 20ού αιώνα, αυτό του μικροκαλλιεργητή και του μικροκτηνοτρόφου να προβάλλεται ως λύση. Οι περισσότεροι νέοι μας δεν θα κληρονομήσουν την «Αρτα και τα Γιάννενα» και έτσι θα συνεχίσουν να σπουδάζουν γιατροί, μηχανικοί, μαθηματικοί, γεωπόνοι, πολιτικοί επιστήμονες και νομικοί και θα εφεύρουν, θα καινοτομούν και θα προσπαθούν σκληρά να φτιάξουν μια καλύτερη και ισχυρότερη Ελλάδα με όπλο την επιστημοσύνη τους. Και τι θα γίνει με όσους δεν σπουδάσουν;
Η Πολιτεία οφείλει να καταστήσει την ελληνική αγορά ελκυστική για ένα δυναμικό και σύγχρονο αναπτυξιακό κύμα επενδύσεων με πάταξη της γραφειοκρατίας, μείωση της φορολογίας και προσέλκυση εταιριών με δυνατότητα παραγωγής πρωτογενούς πλούτου, ώστε τα «μπλε κολάρα» της χώρας να εργαστούν και να προσφέρουν στην παραγωγική διαδικασία με όρους δημιουργικής επαγγελματικής ενασχόλησης του 21ου αιώνα και όχι με αυτούς του... αγροτικού ζητήματος των αρχών του 20ού αιώνα αντιστοίχως. Αυτή είναι η σύγχρονη μεταρρύθμιση.
Σπύρος Ν. Λίτσας
Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, και ενώ η υπόλοιπη Δύση έχει ήδη εισέλθει στην Γ’ Βιομηχανική Επανάσταση δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας, το «μέλλον» για τους νέους μας προτείνεται να είναι μια νεο-μαοϊκή κατανομή του εναπομείναντος παραγωγικού ιστού της χώρας, που δεν έχει μεταναστεύσει ή δεν προσπαθεί να μεταναστεύσει, σε εργασίες αγροτικού χαρακτήρα. Σίγουρα από κάποιο σκονισμένο ράφι της Ιστορίας ο Πολ Ποτ χαμογελά με ικανοποίηση. Το «ωραίο», μάλιστα, της υπόθεσης είναι ότι μεγάλο μέρος των διαμορφωτών της κοινής γνώμης αντί να στρέψει τις προσπάθειές της στο να καταστήσει σαφές στην ελληνική Πολιτεία, που φημίζεται διαχρονικά για τα αργά αντανακλαστικά της, ότι έχουμε πλέον εισέλθει σε μια νέα εποχή παραγωγικών αξιών, καταναλωτικών μοντέλων και κοινωνικών ωσμώσεων και ότι πρέπει να οικοδομηθούν οι τεχνολογικοί και εκπαιδευτικοί πυλώνες ανάπτυξης αυτών των νέων διεθνών τάσεων, επιχαίρει με το παράδειγμα του αγρότη-υπερανθρώπου που αποφασίζει να επιστρέψει στο χωριό και να καλλιεργήσει τη γη, δίχως βέβαια να μπει καν στον κόπο να αναφέρει ότι έχει κληρονομήσει τη γη και των 10 επόμενων χωριών...
Η σύνδεση στην εξίσωση μεταξύ αγροτικής έκτασης, όγκου παραγωγής και μηνιαίου εισοδήματος δεν απασχολεί, βλέπετε, σοβαρά τους θιασώτες των μεταφυσικών αυτών θέσεων. Αυτές είναι λεπτομέρειες εμπρός στα «νέα, μεγάλα, σταχανοβίτικα ιδανικά».Αρκετά όμως με την... πλάκα. Η Ελλάδα της επόμενης ημέρας δεν χτίζεται στα χωράφια. Δεν υποβαθμίζω τη δουλειά του γεωργού ή του κτηνοτρόφου, πόσο μάλλον όταν η πατρίδα αυτή οικοδομήθηκε πάνω στη σκληρή δουλειά και την τίμια προσπάθεια των ανθρώπων αυτών. Οι Μεσσήνιοι παππούδες και προπάπποι μου ήταν αγρότες, ζούσαν από τη γη και είμαι ιδιαιτέρως υπερήφανος γι’ αυτό.
Η Ελλάδα όμως οφείλει να εξελίσσεται, να εκσυγχρονίζεται και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί το πεπερασμένο μοντέλο ανάπτυξής των αρχών του 20ού αιώνα, αυτό του μικροκαλλιεργητή και του μικροκτηνοτρόφου να προβάλλεται ως λύση. Οι περισσότεροι νέοι μας δεν θα κληρονομήσουν την «Αρτα και τα Γιάννενα» και έτσι θα συνεχίσουν να σπουδάζουν γιατροί, μηχανικοί, μαθηματικοί, γεωπόνοι, πολιτικοί επιστήμονες και νομικοί και θα εφεύρουν, θα καινοτομούν και θα προσπαθούν σκληρά να φτιάξουν μια καλύτερη και ισχυρότερη Ελλάδα με όπλο την επιστημοσύνη τους. Και τι θα γίνει με όσους δεν σπουδάσουν;
Η Πολιτεία οφείλει να καταστήσει την ελληνική αγορά ελκυστική για ένα δυναμικό και σύγχρονο αναπτυξιακό κύμα επενδύσεων με πάταξη της γραφειοκρατίας, μείωση της φορολογίας και προσέλκυση εταιριών με δυνατότητα παραγωγής πρωτογενούς πλούτου, ώστε τα «μπλε κολάρα» της χώρας να εργαστούν και να προσφέρουν στην παραγωγική διαδικασία με όρους δημιουργικής επαγγελματικής ενασχόλησης του 21ου αιώνα και όχι με αυτούς του... αγροτικού ζητήματος των αρχών του 20ού αιώνα αντιστοίχως. Αυτή είναι η σύγχρονη μεταρρύθμιση.
Σπύρος Ν. Λίτσας