Του ΜΑΡΙΟΥ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ
Αρχίζουν οσονούπω διαπραγματεύσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και του Ιράν αναφορικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Αντίθετα με όλα τα προηγούμενα χρόνια που διεξάγονται τέτοιες συνομιλίες, τούτη τη φορά υπάρχει μια συγκρατημένη αισιοδοξία ότι οι συνομιλίες θα καταλήξουν σε μια συμβιβαστική λύση που να επιτρέπει μεν στο Ιράν να διατηρήσει ένα πρόγραμμα που να του επιτρέπει τη χρήση πυρηνικής τεχνολογίας για ειρηνικούς σκοπούς (ιατρική έρευνα, ενέργεια κλπ) αλλά θα διασφαλίζει ότι το πρόγραμμα αυτό δεν θα μπορεί να μετεξελιχθεί σε πρόγραμμα κατασκευής πυρηνικού οπλοστασίου.
Εάν ξεπερασθεί η κατ’ εξοχήν πολιτική διάσταση του ζητήματος, διότι εκεί εντοπίζεται το πρόβλημα για τους Δυτικούς αλλά και για το Ισραήλ, τα υπόλοιπα είναι εύκολα, μέχρι ακόμα και πανεύκολα.
Όσοι παρακολουθούν το ζήτημα γνωρίζουν ότι το Ιράν, που είναι μέλος της Συνθήκης για τη Μη Διάδοση / Εξάπλωση Πυρηνικών Όπλών (1967-8, 1995) δεν πράττει τίποτα διαφορετικό από ότι χώρες όπως η Δανία, Ολλανδία, Γερμανία, Ιαπωνία κλπ, που είναι και αυτές μέλη της Συνθήκης και που έχουν παρόμοια προγράμματα. Και αυτό είναι σε αντίθεση με κράτη όπως η Ινδία, το Πακιστάν αλλά και το Ισραήλ, που δεν είναι μέλη της Συνθήκης αλλά που απέκτησαν και κατέχουν πυρηνικά όπλα κάτι που δεν φαίνεται να ενοχλεί κανέναν στη λεγόμενη Διεθνή Κοινότητα, την International Community ή αλλιώς INTCOM.
Οι άμεσες και έμμεσες επαφές που έχουν δρομολογηθεί μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, μετά τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ όπου είχαμε και το περίφημο τηλεφώνημα μεταξύ του Προέδρου Ομπάμα και του Ιρανού ομολόγου του Ρουχαμί, έχουν αλλάξει το εχθρικό για δεκαετίες κλίμα μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν, κάτι που δεν υπήρχε σε όλες τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις. Και είναι αυτό περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο παράγοντα, που προκαλεί τη συγκρατημένη αισιοδοξία που προανέφερα. Όπως προείπα, το ζήτημα είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό.
Πολιτικό είναι επίσης και για το Ισραήλ. Δεν είναι στρατιωτικό, ούτε είναι υπαρξιακό όπως προπαγανδιστικά διατυμπανίζει η Ιερουσαλήμ. Επανειλημμένα ισραηλινοί παράγοντες εν ενεργεία (Αρχηγοί Ενόπλων Δυνάμεων, Πληροφοριών, όπως η περίφημη Μοσσάντ) αλλά και πολιτικοί αναλυτές που γνωρίζουν, έχουν δηλώσει ότι ακόμα και με κατοχή πυρηνικού οπλοστασίου, το Ιράν δεν αποτελεί υπαρξιακό κίνδυνο για το Ισραήλ. Διότι κατέχοντας και το Ισραήλ πυρηνικά όπλα είναι να θέσει να αποτρέψει (deter) το Ιράν. Και όχι μόνο ολόκληρη η εμπειρία από το 1945 και μετά επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο, δηλαδή τη θεωρία της αποτροπής (deterrence theory), αλλά αυτό επιβεβαιώνεται και από την κρατική συμπεριφορά διαχρονικά.
Μπορεί άτομα να αυτοκτονούν ως άτομα για προσωπικούς λόγους ή θρησκευτικά και πολιτικά φανατισμένοι να εκτελούν επιθέσεις αυτοκτονίας. Όχι όμως κράτη και συντεταγμένες πολιτείες και κοινωνίες. Ακόμα και «παρανοϊκά» κράτη, όπως η Β. Κορέα λειτουργούν ορθολογιστικά σε υπαρξιακά ζητήματα όπως είναι η χρήση ή μη όπλων μαζικής καταστροφής.
Το πρόβλημα για το Ισραήλ είναι, λοιπόν, κατ’ εξοχήν πολιτικό. Ένα Ιράν με πυρηνικό οπλοστάσιο αλλάζει τις πολιτικές ισορροπίες και κατ’ επέκταση το διαπραγματευτικό πλαίσιο. Και όπως παραδέχθηκε ένας Ισραηλινός αναλυτής, κράτη που δεν κατέχουν πυρηνικά όπλα αποδέχοντο να λειτουργούν ως δευτεροκλασσάτακράτη στο διεθνές σύστημα. Εδώ εντοπίζεται το πραγματικό αίτιο και κίνητρο του Ισραήλ.
Έρχομαι τώρα στα δικά μας, ειδικά στην Κύπρο (αλλά και έμμεσα στην Ελλάδα). Ποια σχέση μπορεί να έχει η Κύπρος σήμερα με αυτή την υψηλή επιπέδου διαπραγμάτευση ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις και το Ιράν; Την απάντηση μας την αποκαλύπτει η ιστορία. Η Κύπρος έχει τόση σχέση με τις εξελίξεις που έχουν επίκεντρο το Ιράν, όσο είχε και με τις εξελίξεις που είχαν επίκεντρο το Ιράκ το … 1958!
Το 1958 «έκλεισε» το Κυπριακό όχι λόγω των όποιων εξελίξεων μέσα στην Κύπρο αλλά λόγο του αντιδυτικού πραξικοπήματος στο Ιράκ του ιδίου έτους. Με το πραξικόπημα αυτό κατέρρευσε όλη η στρατηγική των Αγγλο-Αμερικανών κατά του Νασερισμού (αραβικού εθνικισμού, σοσιαλισμού, μπααθισμού). Κατέρρευσε το κατ’ εξοχήν εργαλείο των Δυτικών στην περιοχή που ήταν το Σύμφωνο της Βαγδάτης (1955 – 1958, Τουρκία, Ιράν, Ιράκ, Βρετανία). Το προηγούμενο έτος, το 1957, είχε προκηρυχθεί το Δόγμα Eisenhower κατά του κομμουνισμού στη Μέση Ανατολή (συνέχεια του Δόγματος Τρούμαν δέκα χρόνια πρίν). Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε μετά το πραξικόπημα του 1958 ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Ντάλλας, «η Βαγδάτη είναι το πιο επικίνδυνο σημείο του πλανήτη». Διότι πιστεύαν οι Αμερικανοί ότι από το Ιράκ θα δρομολογείτο η κομμουνιστικοποίηση τη Μέσης Ανατολής.
Αποφάσισαν τότε, η Ουάσιγκτον δηλαδή (διότι το Λονδίνο είχε ήδη μετά το Σουέζ καταστεί σφογγοκωλάριός της), ότι για να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος έπρεπε να κλείσουν όλα τα μέτωπα, προεξάρχοντος της ενδο-νατοϊκής αντιπαράθεσης Ελλάδας – Τουρκίας στην Κύπρο. Και κυριολεκτικά πήραν απ’ το αυτί τους Υπουργούς Εξωτερικών Ελλάδας (Αβέρωφ) και Τουρκίας (Ζορλού) και τους διέταξαν να «κλείσουν» το μέτωπο. Έτσι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη Ζυρίχη. Όχι για ό,τι συνέβαινε μέσα στην Κύπρο αλλά έξω από αυτήν. Στο όχι και τόσο μακρινό Ιράκ. Και επειδή ήδη από τα μέσα του 1950 η Βρετανία έδωσε βέτο στην Τουρκία για το μέλλον της Κύπρου, το οποίο η Ουάσιγκτον διεύρυνε ως βέτο της Τουρκίας για τα ελληνο-τουρκικά και το Κυπριακό, η Τουρκία απεκόμισε τα γνωστά λεόντεια οφέλη και τις δουλείες πάνω στην Κύπρο.
Αυτό το βέτο της Τουρκίας από τους Αγγλο-αμερικανούς, στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Με τα ισχύοντα δεδομένα δεν νοείται «λύση» χωρίς να ικανοποιείται η Τουρκία. Και αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από τους κρατούντες, και από τους λογής λογής αναλυτές και ιδεοληπτικούς φαρσαδόρους της ιστορίας που πιπιλίζουν τη θεωρία των χαμένων ευκαιριών (των χαμένων θεωριών, δηλαδή).
Εάν τώρα εκτονωθούν οι σχέσεις Δύσης – Ιράν και επανέλθει το Ιράν ως ισότιμος και «νομιμοποιημένος» παίκτης στο διεθνές σύστημα, θα έχουμε, τηρουμένων των αναλογιών, μια επική ανατροπή στα δεδομένα της πολιτικής της ισχύος στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, της οποίας η Μεσόγειος και ειδικά η Ανατολική της λεκάνη αποτελούν αναπόσπαστο μέρος και ένα ενοποιημένο πολιτικό-στρατηγικό θέατρο. Και αντίθετα με το 1958 όπου όλα λειτουργούσαν εναντίον μας, τώρα μπορούν να λειτουργήσουν υπέρ μας. Το Ιράν είναι ο φυσικός εξισορροπιστής της Τουρκίας και εξ’ ορισμού σύμμαχός μας. Η Τουρκία αναβαθμίστηκε όταν υποβαθμίστηκε το Ιράν το 1979.
Υπάρχουν όμως παίκτες σε Λευκωσία και Αθήνα που να κατέχουν και να «διαβάζουν» το στρατηγικό περιβάλλον; Και αν υπάρχουν έχουν τη βούληση να λειτουργούν ως παίκτες για τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος αυτού; Ή μήπως έννοια τους είναι να συλλέγουν «εύσημα» από την Εσπέρια αυτοπαραμυθιαζόμενοι ότι οι λογής λογής καλοθελητές της Δύσης θα λειτουργήσουν «βασιλικότεροι του Βασιλέως» και θα εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα Αθηνών και Λευκωσίας;
Αρχίζουν οσονούπω διαπραγματεύσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και του Ιράν αναφορικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Αντίθετα με όλα τα προηγούμενα χρόνια που διεξάγονται τέτοιες συνομιλίες, τούτη τη φορά υπάρχει μια συγκρατημένη αισιοδοξία ότι οι συνομιλίες θα καταλήξουν σε μια συμβιβαστική λύση που να επιτρέπει μεν στο Ιράν να διατηρήσει ένα πρόγραμμα που να του επιτρέπει τη χρήση πυρηνικής τεχνολογίας για ειρηνικούς σκοπούς (ιατρική έρευνα, ενέργεια κλπ) αλλά θα διασφαλίζει ότι το πρόγραμμα αυτό δεν θα μπορεί να μετεξελιχθεί σε πρόγραμμα κατασκευής πυρηνικού οπλοστασίου.
Εάν ξεπερασθεί η κατ’ εξοχήν πολιτική διάσταση του ζητήματος, διότι εκεί εντοπίζεται το πρόβλημα για τους Δυτικούς αλλά και για το Ισραήλ, τα υπόλοιπα είναι εύκολα, μέχρι ακόμα και πανεύκολα.
Όσοι παρακολουθούν το ζήτημα γνωρίζουν ότι το Ιράν, που είναι μέλος της Συνθήκης για τη Μη Διάδοση / Εξάπλωση Πυρηνικών Όπλών (1967-8, 1995) δεν πράττει τίποτα διαφορετικό από ότι χώρες όπως η Δανία, Ολλανδία, Γερμανία, Ιαπωνία κλπ, που είναι και αυτές μέλη της Συνθήκης και που έχουν παρόμοια προγράμματα. Και αυτό είναι σε αντίθεση με κράτη όπως η Ινδία, το Πακιστάν αλλά και το Ισραήλ, που δεν είναι μέλη της Συνθήκης αλλά που απέκτησαν και κατέχουν πυρηνικά όπλα κάτι που δεν φαίνεται να ενοχλεί κανέναν στη λεγόμενη Διεθνή Κοινότητα, την International Community ή αλλιώς INTCOM.
Οι άμεσες και έμμεσες επαφές που έχουν δρομολογηθεί μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, μετά τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ όπου είχαμε και το περίφημο τηλεφώνημα μεταξύ του Προέδρου Ομπάμα και του Ιρανού ομολόγου του Ρουχαμί, έχουν αλλάξει το εχθρικό για δεκαετίες κλίμα μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν, κάτι που δεν υπήρχε σε όλες τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις. Και είναι αυτό περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο παράγοντα, που προκαλεί τη συγκρατημένη αισιοδοξία που προανέφερα. Όπως προείπα, το ζήτημα είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό.
Πολιτικό είναι επίσης και για το Ισραήλ. Δεν είναι στρατιωτικό, ούτε είναι υπαρξιακό όπως προπαγανδιστικά διατυμπανίζει η Ιερουσαλήμ. Επανειλημμένα ισραηλινοί παράγοντες εν ενεργεία (Αρχηγοί Ενόπλων Δυνάμεων, Πληροφοριών, όπως η περίφημη Μοσσάντ) αλλά και πολιτικοί αναλυτές που γνωρίζουν, έχουν δηλώσει ότι ακόμα και με κατοχή πυρηνικού οπλοστασίου, το Ιράν δεν αποτελεί υπαρξιακό κίνδυνο για το Ισραήλ. Διότι κατέχοντας και το Ισραήλ πυρηνικά όπλα είναι να θέσει να αποτρέψει (deter) το Ιράν. Και όχι μόνο ολόκληρη η εμπειρία από το 1945 και μετά επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο, δηλαδή τη θεωρία της αποτροπής (deterrence theory), αλλά αυτό επιβεβαιώνεται και από την κρατική συμπεριφορά διαχρονικά.
Μπορεί άτομα να αυτοκτονούν ως άτομα για προσωπικούς λόγους ή θρησκευτικά και πολιτικά φανατισμένοι να εκτελούν επιθέσεις αυτοκτονίας. Όχι όμως κράτη και συντεταγμένες πολιτείες και κοινωνίες. Ακόμα και «παρανοϊκά» κράτη, όπως η Β. Κορέα λειτουργούν ορθολογιστικά σε υπαρξιακά ζητήματα όπως είναι η χρήση ή μη όπλων μαζικής καταστροφής.
Το πρόβλημα για το Ισραήλ είναι, λοιπόν, κατ’ εξοχήν πολιτικό. Ένα Ιράν με πυρηνικό οπλοστάσιο αλλάζει τις πολιτικές ισορροπίες και κατ’ επέκταση το διαπραγματευτικό πλαίσιο. Και όπως παραδέχθηκε ένας Ισραηλινός αναλυτής, κράτη που δεν κατέχουν πυρηνικά όπλα αποδέχοντο να λειτουργούν ως δευτεροκλασσάτακράτη στο διεθνές σύστημα. Εδώ εντοπίζεται το πραγματικό αίτιο και κίνητρο του Ισραήλ.
Έρχομαι τώρα στα δικά μας, ειδικά στην Κύπρο (αλλά και έμμεσα στην Ελλάδα). Ποια σχέση μπορεί να έχει η Κύπρος σήμερα με αυτή την υψηλή επιπέδου διαπραγμάτευση ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις και το Ιράν; Την απάντηση μας την αποκαλύπτει η ιστορία. Η Κύπρος έχει τόση σχέση με τις εξελίξεις που έχουν επίκεντρο το Ιράν, όσο είχε και με τις εξελίξεις που είχαν επίκεντρο το Ιράκ το … 1958!
Το 1958 «έκλεισε» το Κυπριακό όχι λόγω των όποιων εξελίξεων μέσα στην Κύπρο αλλά λόγο του αντιδυτικού πραξικοπήματος στο Ιράκ του ιδίου έτους. Με το πραξικόπημα αυτό κατέρρευσε όλη η στρατηγική των Αγγλο-Αμερικανών κατά του Νασερισμού (αραβικού εθνικισμού, σοσιαλισμού, μπααθισμού). Κατέρρευσε το κατ’ εξοχήν εργαλείο των Δυτικών στην περιοχή που ήταν το Σύμφωνο της Βαγδάτης (1955 – 1958, Τουρκία, Ιράν, Ιράκ, Βρετανία). Το προηγούμενο έτος, το 1957, είχε προκηρυχθεί το Δόγμα Eisenhower κατά του κομμουνισμού στη Μέση Ανατολή (συνέχεια του Δόγματος Τρούμαν δέκα χρόνια πρίν). Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε μετά το πραξικόπημα του 1958 ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Ντάλλας, «η Βαγδάτη είναι το πιο επικίνδυνο σημείο του πλανήτη». Διότι πιστεύαν οι Αμερικανοί ότι από το Ιράκ θα δρομολογείτο η κομμουνιστικοποίηση τη Μέσης Ανατολής.
Αποφάσισαν τότε, η Ουάσιγκτον δηλαδή (διότι το Λονδίνο είχε ήδη μετά το Σουέζ καταστεί σφογγοκωλάριός της), ότι για να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος έπρεπε να κλείσουν όλα τα μέτωπα, προεξάρχοντος της ενδο-νατοϊκής αντιπαράθεσης Ελλάδας – Τουρκίας στην Κύπρο. Και κυριολεκτικά πήραν απ’ το αυτί τους Υπουργούς Εξωτερικών Ελλάδας (Αβέρωφ) και Τουρκίας (Ζορλού) και τους διέταξαν να «κλείσουν» το μέτωπο. Έτσι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη Ζυρίχη. Όχι για ό,τι συνέβαινε μέσα στην Κύπρο αλλά έξω από αυτήν. Στο όχι και τόσο μακρινό Ιράκ. Και επειδή ήδη από τα μέσα του 1950 η Βρετανία έδωσε βέτο στην Τουρκία για το μέλλον της Κύπρου, το οποίο η Ουάσιγκτον διεύρυνε ως βέτο της Τουρκίας για τα ελληνο-τουρκικά και το Κυπριακό, η Τουρκία απεκόμισε τα γνωστά λεόντεια οφέλη και τις δουλείες πάνω στην Κύπρο.
Αυτό το βέτο της Τουρκίας από τους Αγγλο-αμερικανούς, στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Με τα ισχύοντα δεδομένα δεν νοείται «λύση» χωρίς να ικανοποιείται η Τουρκία. Και αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από τους κρατούντες, και από τους λογής λογής αναλυτές και ιδεοληπτικούς φαρσαδόρους της ιστορίας που πιπιλίζουν τη θεωρία των χαμένων ευκαιριών (των χαμένων θεωριών, δηλαδή).
Εάν τώρα εκτονωθούν οι σχέσεις Δύσης – Ιράν και επανέλθει το Ιράν ως ισότιμος και «νομιμοποιημένος» παίκτης στο διεθνές σύστημα, θα έχουμε, τηρουμένων των αναλογιών, μια επική ανατροπή στα δεδομένα της πολιτικής της ισχύος στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, της οποίας η Μεσόγειος και ειδικά η Ανατολική της λεκάνη αποτελούν αναπόσπαστο μέρος και ένα ενοποιημένο πολιτικό-στρατηγικό θέατρο. Και αντίθετα με το 1958 όπου όλα λειτουργούσαν εναντίον μας, τώρα μπορούν να λειτουργήσουν υπέρ μας. Το Ιράν είναι ο φυσικός εξισορροπιστής της Τουρκίας και εξ’ ορισμού σύμμαχός μας. Η Τουρκία αναβαθμίστηκε όταν υποβαθμίστηκε το Ιράν το 1979.
Υπάρχουν όμως παίκτες σε Λευκωσία και Αθήνα που να κατέχουν και να «διαβάζουν» το στρατηγικό περιβάλλον; Και αν υπάρχουν έχουν τη βούληση να λειτουργούν ως παίκτες για τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος αυτού; Ή μήπως έννοια τους είναι να συλλέγουν «εύσημα» από την Εσπέρια αυτοπαραμυθιαζόμενοι ότι οι λογής λογής καλοθελητές της Δύσης θα λειτουργήσουν «βασιλικότεροι του Βασιλέως» και θα εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα Αθηνών και Λευκωσίας;