Ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Αντερς Φογκ Ράσμουσεν μιλάει στη «Κ» για την Ελλάδα και την ΚύπροΣυνέντευξη στον Νικο Χρυσολωρα
«Η Ευρώπη κινδυνεύει με περιθωριοποίηση στο διεθνές στερέωμα λόγω των συνεχών περικοπών στους αμυντικούς προϋπολογισμούς», λέει στην «Κ» ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Αντερς Φογκ Ράσμουσεν, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα, την Πέμπτη και την Παρασκευή, και συναντήθηκε με την ελληνική πολιτική ηγεσία. Σε ερώτηση για τις συνεχείς περικοπές στους αμυντικούς προϋπολογισμούς, λόγω της κρίσης, ο επικεφαλής της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας απαντά ότι «η μείωση των ελλειμμάτων είναι κρίσιμη παράμετρος για την εθνική άμυνα.
Οι χρεωμένες χώρες είναι πάντοτε πιο ευάλωτες και ως πολιτικός καταλαβαίνω την ανάγκη να μπει τάξη στα οικονομικά». «Από την άλλη πλευρά όμως», προσθέτει ο κ. Ράσμουσεν, «η μεγάλη μείωση των αμυντικών δαπανών, συνεπεία της κρίσης, υπονομεύει τη δυνατότητα αποτελεσματικής υπεράσπισης της ακεραιότητας των Συμμαχικών κρατών και θα οδηγήσει σε περιθωριοποίηση της Ευρώπης στην παγκόσμια σκηνή. Η Ευρώπη δεν θα μπορεί πλέον να παίζει ρόλο στη διαχείριση κρίσεων και το κενό θα καλύψουν νέες ανερχόμενες δυνάμεις. Εκεί έγκειται η ανησυχία μου».
Οι αποστολές του ΝΑΤΟ Ειδικά για την Ελλάδα, πάντως, ο κ. Ράσμουσεν δεν δείχνει καμία ενόχληση για τη μείωση της συμμετοχής της χώρας σε αποστολές του ΝΑΤΟ. «Πράγματι έχει μειωθεί η συμμετοχή της Ελλάδας στη Διεθνή Δύναμη στο Αφγανιστάν (ISAF) για οικονομικούς λόγους. Ολοι το καταλαβαίνουμε. Αλλά η Ελλάδα παραμένει μέλος της ISAF και συνδράμει σημαντικά στη νατοϊκή δύναμη του Κοσσυφοπεδίου. Παρά τις οικονομικές προκλήσεις, η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στις αποστολές του ΝΑΤΟ και είναι κάτι που εκτιμούμε». Εξάλλου, θέμα νέας νατοϊκής εμπλοκής σε σύρραξη, αυτή τη φορά στη Συρία, και κατά συνέπεια αιτήματος συνδρομής από την Ελλάδα, δεν υπάρχει. «Δεν μπορεί να υπάρξει στρατιωτική λύση στην κρίση της Συρίας. Μόνη λύση είναι η επίτευξη μιας βιώσιμης πολιτικής συμφωνίας. Γι’ αυτό και δεν βλέπω περαιτέρω εμπλοκή του ΝΑΤΟ στην περιοχή, πέραν όσων έχουμε ήδη κάνει, δηλαδή την ανάπτυξη συστοιχιών πυραύλων Patriot, για την προστασία του πληθυσμού και της εδαφικής ακεραιότητας της Τουρκίας».
Σε ό,τι αφορά, δε, την Κύπρο, ο κ. Ράσμουσεν καλωσορίζει «τις ενδείξεις που λαμβάνουμε από τον νέο πρόεδρο της Κύπρου και τους υπουργούς της κυβέρνησής του ότι ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη», δηλαδή το πρόγραμμα διμερούς αμυντικής συνεργασίας μεταξύ του ΝΑΤΟ και τρίτων χωρών, εκτός Συμμαχίας. «Πρόκειται για μία νέα γραμμή στην πολιτική ασφάλειας της Κύπρου, την οποία εκτιμώ», μας λέει. Ωστόσο, ο κ. Ράσμουσεν αναγνωρίζει ότι αγκάθι στην όλη υπόθεση αποτελεί η εκκρεμότητα του Κυπριακού, η οποία άλλωστε επηρεάζει και την αμυντική συνεργασία ΝΑΤΟ - Ευρωπαϊκής Ενωσης. «Αν βρεθεί μία μόνιμη λύση στο Κυπριακό, αυτό θα διευκόλυνε σημαντικά την αμυντική συνεργασία Ε.Ε. - ΝΑΤΟ. Καλώ λοιπόν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να κάνουν ό,τι μπορούν για να βρεθεί μία βιώσιμη λύση για την επανένωση των δύο κοινοτήτων, κάτι που θα λειτουργήσει κυρίως προς όφελος των πολιτών της Κύπρου».
Ερωτώμενος για τα αμυντικά κενά της Ευρώπης και πώς μπορούν να καλυφθούν, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, ο κ. Ράσμουσεν υπενθυμίζει τα μαθήματα που πήρε η Συμμαχία από την κρίση στη Λιβύη: «Το καλό με τη Λιβύη ήταν ότι η Ευρώπη απέδειξε, για πρώτη φορά στην ιστορία της Συμμαχίας, ότι μπορεί να έχει τον πρώτο λόγο σε μία στρατιωτική επιχείρηση, αντί για τις ΗΠΑ. Από την άλλη όμως, για πολλά πράγματα έπρεπε και πάλι να στηριχθούμε στην Αμερική. Για παράδειγμα, υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις στον τομέα της “Συλλογής Πληροφοριών, Επιτήρησης και Παρακολούθησης”. Εν ολίγοις, χρειαζόμαστε μη επανδρωμένα αεροσκάφη συλλογής πληροφοριών.
Δεύτερον, έχουμε μεγάλες ελλείψεις στον εναέριο ανεφοδιασμό. Εχουμε πολλά μαχητικά αεροσκάφη στην Ευρώπη, αλλά δεν μπορούμε να τα ανατροφοδοτήσουμε στον αέρα με καύσιμα και χρειαζόμαστε αμερικανική υποστήριξη. Και βέβαια έχουμε πρόβλημα στα μεταγωγικά μέσα. Διαθέτουμε περισσότερους στρατιώτες στην Ευρώπη απ’ ό,τι στην Αμερική, αλλά δεν μπορούμε να τους κουνήσουμε. Εξ ου και είναι απαραίτητη η ενίσχυση σε βαρέα μεταγωγικά αεροσκάφη».
Για την κάλυψη αυτών των αναγκών σε συνθήκες κρίσης, «αναπτύξαμε την πρωτοβουλία της “έξυπνης άμυνας” (smart defense) που σημαίνει κοινή απόκτηση και χρήση των απαραίτητων πόρων και εξοπλισμού, ώστε να βοηθούμε ο ένας τον άλλον. Να σας πω ένα παράδειγμα: πρόσφατα δέκα συμμαχικές χώρες και δύο ακόμη που συνεργάζονται μαζί μας αγόρασαν από κοινού τρία μεταγωγικά αεροσκάφη C17 τα οποία είναι πανάκριβα και καμία από αυτές δεν θα μπορούσε να τα αγοράσει μόνη της. Αυτό εννοούμε με τον όρο έξυπνη άμυνα. Η Ελλάδα ήδη συμμετέχει σε ορισμένα από αυτά τα προγράμματα και υποστηρίζει τη συγκεκριμένη προσέγγιση».
Οι νέες απειλές Πέραν αυτών των άμεσων αναγκών όμως, υπάρχουν και οι νέες απειλές στις οποίες, σύμφωνα πάντα με τον γ.γ. του ΝΑΤΟ, θα πρέπει να προσαρμοστούν οι αμυντικές στρατηγικές της Συμμαχίας και των μελών της: «Ο ένας τομέας είναι οι κυβερνοεπιθέσεις μέσω Διαδικτύου. Στο ΝΑΤΟ έχουμε συμπληρώσει την πρώτη φάση της προσαρμογής μας στη νέα πραγματικότητα, δηλαδή της θωράκισης των δικών μας συστημάτων. Πλέον, περνάμε στη δεύτερη φάση που είναι να σχεδιάσουμε πώς θα προστατεύσουμε τα μέλη μας σε περίπτωση που δεχθούν κυβερνοεπίθεση. Ο δεύτερος τομέας είναι η πυραυλική άμυνα. Υπάρχουν παραπάνω από 30 χώρες που είτε κατέχουν, ή θέλουν να αποκτήσουν πυραυλικά συστήματα ικανά να πλήξουν την Ευρώπη. Εξ ου και δημιουργούμε την πυραυλική ασπίδα, που θα είναι έτοιμη το 2018».
Τέλος, για το θέμα του Αφγανιστάν, ο κ. Ράσμουσεν εμφανίζεται ενοχλημένος με την κριτική του προέδρου της χώρας, Χαμίντ Καρζάι, ότι η Συμμαχία θα αποχωρήσει τον Δεκέμβριο του 2014, έχοντας αφήσει πολλά θύματα και χωρίς να έχει εμπεδωθεί κλίμα ασφάλειας: «Οι Αφγανοί πολίτες καταλαβαίνουν ότι η συμμετοχή μας ήταν καίρια για την πρόοδο που έχει σημειωθεί στο μέτωπο της ασφάλειας. Ακόμη υπάρχουν βέβαια προκλήσεις. Αλλά θυσιάσαμε πολλά, σε ανθρώπινες ζωές στρατιωτών μας και χρήματα, για να βοηθήσουμε το Αφγανιστάν, ώστε να δημιουργήσει μία πιο ισχυρή κοινωνία των πολιτών και να προστατεύσουμε την ακεραιότητά του. Επενδύσαμε σημαντικούς πόρους για να βοηθήσουμε στη δημιουργία μιας ισχυρής αφγανικής δύναμης που πλέον αποτελείται από 350.000 στρατιώτες και αστυνομικούς. Οι δυνάμεις αυτές θα μπορούν να αναλάβουν πλήρως την ευθύνη για την ασφάλεια της χώρας τους από το τέλος του 2014 που εμείς αποχωρούμε. Εξάλλου, έχουμε προσφερθεί να μείνουμε όχι με δυνάμεις κρούσης, αλλά με εκπαιδευτικές δυνάμεις στη χώρα και να συνεχίσουμε να βοηθάμε. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει η κυβέρνηση του Αφγανιστάν να μας καλέσει», καταλήγει.