14 Δεκεμβρίου 2014

Το πολιτικό κέντρο είναι βαθύτατα ιδεολογικό

Η σύντομη αυτή ανάλυση επιχειρεί να προσδιορίσει το ρόλο του πολιτικού κέντρου και του ενός ή περισσοτέρων κομμάτων που φιλοδοξούν να το εκφράσουν. Το πολιτικό κέντρο είναι βαθύτατα ιδεολογικό, είναι το ακριβώς αντίθετο του λεγόμενου ‘απολιτίκ’. ‘Απολιτίκ’ είναι ουσιαστικά ο λαϊκισμός, δηλαδή το πολιτικό ψέμα που ηχεί ευχάριστα στ’ αυτιά μας. Μέρος της ιδεολογίας του κέντρου είναι ακριβώς η εναντίωση προς το λαϊκισμό.Το κέντρο είναι καταρχάς ανεπιθύμητο από πολλούς, τη στιγμή αυτή της οξύτατης ανέχειας και δυσκολίας για τη χώρα. Ποιοι είναι αυτοί οι πολλοί;
Είναι όσοι έχουν φτάσει στα όριά τους και επιθυμούν κάτι πιο ριζοσπαστικό, κάτι πιο έντονο, επιθυμούν δηλαδή να φωνάξουν δυνατά και επιτέλους να ακουστούν. Άρα όλοι αυτοί ‘λακτίζουν το κέντρο’, ενισχυόμενοι παντοιοτρόπως από τα αντίστοιχα ‘μεγάλα’ κόμματα που πολώνουν, καθ’ έξιν, δηλαδή από παλιά, κακή συνήθεια, το πολιτικό σκηνικό. Αντίστοιχη άποψη διαχρονικά έχουν εκφράσει πολλοί, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον εξαιρετικό κατά τα άλλα Aneurin Bevan, Ουαλό ανθρακωρύχο που έφτασε να γίνει υπουργός υγείας του Attlee, δημιουργός του βρετανικού ΕΣΥ και μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Ο Bevan ήταν που είπε χαρακτηριστικά, «όλοι ξέρουμε τι παθαίνει αυτός που επιλέγει τη μέση οδό, το κέντρο του δρόμου: τον πατάει το αυτοκίνητο!»Και όμως όλοι αυτοί, και ο μείζων Bevan, έχουν άδικο να λακτίζουν το κέντρο. Το πολιτικό κέντρο μπορεί να ειδωθεί με τρεις τρόπους, οι οποίοι και το δικαιώνουν πολιτικά, ιδίως στην τωρινή, δραματική συγκυρία.

Ι. Πρώτα απ’ όλα, αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ριζοσπαστικό κέντρο, αυτό που απαιτεί η εποχή, δεν είναι πολιτικός χώρος φοβικών , δειλών, ήπιων, διστακτικών αλλαγών. Είναι χώρος που πρεσβεύει τομές, όχι απλά εμβαλώματα. Τώρα ειδικά που η κυβέρνηση εμφανίζεται να κυνηγάει Μεγαλέξανδρους, ο χώρος αυτός με παρρησία υποστηρίζει ότι ο γόρδιος δεσμός του παρόντος αλλά και ο ομφάλιος λώρος με το παρελθόν δεν λύνονται, κόβονται.Άρα, το σύγχρονο κέντρο είναι ο πολιτικός χώρος του μαξιμαλισμού, δηλαδή της επιδίωξης ακραίων, δραστικών αλλαγών, ο οποίος όμως ταυτόχρονα λέει όχι στην υπερβολή, την απλούστευση, την παραφορά, τον λαϊκισμό, δηλαδή εν τέλει λέει όχι στο ‘άσπρο-μαύρο’, όχι στην κοκορομαχία και το κράτος-λάφυρο. Στην πολιτική πρέπει, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο, να κυριαρχεί το γκρίζο – με την καλή έννοια. H πολιτική μεθοδολογική αλήθεια είναι γκρίζα, όχι άσπρη ή μαύρη. Άρα ριζοσπαστισμός στις επιδιώξεις αλλά μετριοπάθεια στον τρόπο, στον τόνο, στο ύφος του πολιτεύεσθαι. Χωρίς μετριασμό των παθών, τα παθήματα και τα ‘πάθη του έθνους’ θα συνεχιστούν.

Η νέα καθοδηγητική διάκριση, για να θυμηθούμε τον Luhmann, δεν θα είναι μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών. Η νέα διάκριση θα είναι μεταξύ φωνακλάδων και μετριοπαθών, μεταξύ κραυγαλέου λόγου και ορθού λόγου. Η μετριοπάθεια και η δικαιοσύνη αποτελούν τις δύο πτυχές του ορθού λόγου. Μόνον έτσι, με μετριοπάθεια και δικαιοσύνη, θα καταφέρουμε να ανήκουμε στην Δύση ισότιμα. Το «ανήκομεν εις την Δύσιν» εξέφρασε την υποτέλεια, το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» εξέφρασε τον (ψευδοπερήφανο) επαρχιωτισμό και την εσωστρέφεια. Είναι πια ώρα να πούμε ότι «ως Έλληνες, αλλά και ως Ευρωπαίοι, ανήκουμε ο ένας στον άλλο», άρα όχι με υποτέλεια υπό την Δύση, όχι με επαρχιωτισμό κατά της Δύσης, αλλά με βαθιά αίσθηση αλληλεγγύης εντός της Δύσης, την οποία έτσι συν-διαμορφώνουμε. Υπό αυτή την έννοια, και μόνον έτσι, θα μπορούμε να λέμε ότι «Ανήκουμε στην Δύση καθ’ ημάς, με τον δικό μας ισότιμο τρόπο, με την δική μας ετερότητα νοήματος», δηλαδή ότι «Η Ελλάδα ανήκει στην Δύση ισότιμα, άρα και κριτικά».
Ο συνδυασμός ριζοσπαστισμού και μετριοπάθειας (η οποία συχνά παρερμηνεύεται ως πολιτική δειλία) συνιστά το πολιτικό κέντρο, το οποίο αποδεικνύεται σε αυτά που προτείνει πιο ριζοσπαστικό από τους ‘επαγγελματίες ριζοσπάστες’.

ΙΙ. Κατά δεύτερον, το πολιτικό κέντρο συνδυάζει την ανάγκη για δραστική αλλαγή του δημόσιου οικοδομήματος με την προάσπιση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, δημοσιονομική προσαρμογή με ανθρωπιστική κρίση δεν γίνεται. Μεταρρύθμιση με κοινωνικά ερείπια δεν γίνεται. Ο ωφελιμισμός, δηλαδή η επιδίωξη του μεγαλύτερου δυνατού καλού (οφέλους) για το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων (όπως τον ορίζει και ο Bentham) δεν μπορεί να προχωρήσει πολιτικά αν δεν συνοδεύεται από βαθύ, βαθύτατο, και ειλικρινή ανθρωπισμό. Όπως λέει πολύ σωστά και ο Bevan, η φαινομενικά πεφωτισμένη αρχή του ωφελιμισμού δεν μπορεί να μας κάνει να αγνοούμε την προσωπική δυστυχία, τη δυσχέρεια έστω και ενός, την τραγωδία του ‘απασχολίσιμου’, ο οποίος ανήκει στη νέα κοινωνική τάξη των ‘επισφαλών’ (precariat, δηλαδή ‘επισφαλείς’, αντί για το παλαιότερο βιομηχανικό proletariat, το προλεταριάτο των εργατών). Όπου ο ωφελιμισμός επιτάσσει αξιοκρατία και αξιολόγηση, χρειάζεται ταυτόχρονα και αλληλεγγύη, η αλληλεγγύη του ανθρωπισμού. Χρειάζεται αλληλεγγύη για να μην γίνει η αξιοκρατία αριστοκρατία.

Άρα το πολιτικό κέντρο εξασφαλίζει μια νηφάλια ισορροπία μεταξύ των μετα-Κεϋνσιανών ‘οικονομικών της ζήτησης’ και των πιο φιλελεύθερων ‘οικονομικών της προσφοράς’ (supply-side economics). Δεν θέλει παντού ιδιωτικοποιήσεις, αλλά, εξ ίσου, δεν θέλει και ένα δημόσιο μονίμων, μη αξιολογούμενων υπαλλήλων. Θέλει ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ή ένα ευρωπαϊκό μέρισμα (ιδέα του Philippe van Parisj) αλλά θέλει και ένα βιώσιμο συνταξιοδοτικό με πλήρη κατάργηση των προώρων συντάξεων (εκτός αν αφορούν ελάχιστα, σαφώς ‘βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα’, π.χ. του εργάτη σε μεταλλεία αλλά όχι του νοσοκόμου) και ένα κεφαλαιοποιητικό (επικουρικό, γιατί όχι και ιδιωτικό;) σύστημα δίπλα στο απλό αναδιανεμητικό σύστημα της βασικής εθνικής σύνταξης για όλους. Θέλει ιδιωτικές, αποτελεσματικές τράπεζες, αλλά εξίσου θέλει και μία ισχυρή κρατική τράπεζα, που θα προωθεί την ανάπτυξη και όχι μόνο τα μετοχικά κέρδη. Θέλει μία εταιρία ‘περιουσίας του Δημοσίου’, ένα ‘Greek Sovereign Fund’, αντί για το σημερινό ΤΑΙΠΕΔ που πουλάει κομμάτι-κομμάτι και όσο όσο. Δηλαδή 1 εταιρία συμμετοχών, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, διαφανή, που θα διαχειρίζεται την περιουσία του Δημοσίου, τα ακίνητα, τις εναπομείνασες ΔΕΚΟ, θα συγκεντρώνει κεφάλαια, θα επενδύει και στην οποία θα μπορούν να συμμετάσχουν μετοχικά και ξένοι. Μετοχές θα μπορούν να λάβουν και οι συνταξιούχοι, π.χ., έναντι των περικοπών που υπέστησαν. Να πώς μπορεί το πολιτικό κέντρο να εκφράζει τον πολιτικό πραγματισμό, τον επαναστατικό ρεαλισμό των συγκεκριμένων λύσεων, τη στιγμή που οι αριστεροί λαϊκιστές δεν πουλούν ούτε μετοχοποιούν τίποτε, ενώ οι δεξιοί λαϊκιστές πουλούν όσο όσο λόγω της ‘κακιάς τρόικας’.

Οι μεγάλες, πραγματικές αλλαγές σε αυτόν τον τόπο προήλθαν από το πολιτικό κέντρο. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν ήταν ούτε δεξιός, ούτε αριστερός, ήταν κεντρώος – πολέμησε και τον συντηρητισμό όπως τον ενσάρκωνε η βασιλική παράταξη αλλά και τον ανερχόμενο, αυταρχικό κομμουνισμό. Ο Τρικούπης ήταν επίσης κεντρώος, αφού αντιτάχθηκε στα παλαιά κόμματα (τον παλαιοκομματισμό του Κουμουνδούρου και των υπολοίπων παλαιών αρχηγών), αλλά και στο νέο λαϊκισμό του Δηλιγιάννη, προτείνοντας νέο εκλογικό νόμο κατά της πελατοκρατίας: ο Τρικούπης αντιτάχθηκε και στον παλαιό και στον νέο παλαιοκομματισμό. Τέλος και ο Καραμανλής (ο κανονικός!) ήταν πολύ πιο κεντρώος από ό,τι νομίζουν κάποιοι, όταν πέτυχε τα μείζονα της θητείας του, μετά την Μεταπολίτευση: και την Αριστερά νομιμοποίησε και τον βασιλικό συντηρητισμό έδιωξε και έβαλε τη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κρατικοποίησε επιχειρήσεις όταν χρειάστηκε (εκεί μάλλον το παράκανε!). Όλα αυτά δεν θα τα πεις ούτε δεξιά ούτε αριστερά, σίγουρα θα τα πεις κεντρώα.

ΙΙΙ. Τρίτον, και για να έρθουμε στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, το πολιτικό κέντρο μπορεί να λειτουργήσει, και άρα να έχει ζωτικό λόγο πολιτικής ύπαρξης, ως ‘σταθεροποιητής’ κυβερνήσεων συνεργασίας. Αν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα είναι σαν δύο άλογα (πραγματικά ‘ά-λογα’ πολιτικά όντα, δηλαδή σχηματισμοί όπου πολλές φορές δεν επικρατεί η λογική), τότε το πολιτικό κέντρο, συμμετέχοντας σε κυβέρνηση συνεργασίας με το ένα ή το άλλο ‘μεγάλο’ κόμμα, θα είναι αντιστοίχως σαν την (Σωκρατική) αλογόμυγα ή σαν το χαλινάρι. Από τη μια εγγυάται ότι, σαν αλογόμυγα, θα ‘κεντρίζει’, θα τσιγκλάει τη Νέα Δημοκρατία, θα την τραβάει απ’ το μανίκι, ώστε να γίνονται πραγματικές μεταρρυθμίσεις, όχι ‘copy-paste΄ χιλιάδων προαπαιτούμενων της τρόικας χωρίς πραγματική εφαρμογή. Από την άλλη εγγυάται ότι, σαν χαλινάρι, θα μετριάζει τις ακραίες διαθέσεις μελών του Σύριζα, θα κρατάει σταθερά την Ελλάδα στον ‘κόσμο των σοβαρών κρατών’, στη χορεία των συγχρόνων ‘δυτικού τύπου’ δημοκρατιών.

Βέβαια, η ΝΔ βαρύνεται με τα λάθη της πολυετούς διακυβέρνησης. Δεν είναι ισοβαρείς οι ευθύνες της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ για την κατάσταση της χώρας. Κι αν επικαλούνται τα παλαιότερα κόμματα διακυβέρνησης τον αριστερό συνδικαλισμό ως αιτία κακών για τη χώρα, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούν ότι ο λαός εκλέγει κυβερνήσεις για να κυβερνήσουν, δεν εκλέγει συνδικαλιστές. Ο Σημίτης ό,τι πέτυχε το πέτυχε ερήμην του συνδικαλισμού ο οποίος εξ ορισμού πάντα θα διεκδικεί υπέρ των συμφερόντων των μελών του. Άρα πολύ μικρές έως ανύπαρκτες οι ευθύνες του Σύριζα για το μέχρις εδώ. Οι ευθύνες είναι πάντα, κυρίως, των εκλεγμένων κυβερνήσεων και αυτών που τις εξέλεξαν.
Για όλους τους παραπάνω λόγους το πολιτικό κέντρο διαθέτει ‘ζωτικό πολιτικό χώρο’ ύπαρξης, σε πείσμα όλων αυτών οι οποίοι εκατέρωθεν το ‘λακτίζουν’.

Αν μάλιστα εκλείψουν πολιτικά οι παλαιές ηγεσίες και ηγετικές ομάδες των προϋπαρχόντων σχηματισμών ΠΑΣΟΚ και ΔημΑρ, αν δείξουν τόλμη οι Μεταρρυθμιστές του Λυκούδη, αν ‘βγουν’ (και αφεθούν να ‘βγουν’) μπροστά αυτοί που δεν βαρύνονται με συμμετοχή ή και ανοχή στα λάθη του παρελθόντος, αν βαδίσουμε προς ένα «Epinay», ένα ιδρυτικό συνέδριο του Κέντρου εκ του μηδενός, τότε και μόνο τότε θα ανοίξει ο δρόμος για τη δημιουργία μιας μεγαλύτερης κεντρώας παράταξης, με ‘θρυαλλίδα’ των εξελίξεων και το Ποτάμι. Αυτή η συνένωση καλό θα ήταν να γίνει προ των επερχόμενων εκλογών, ειδάλλως θα την επιβάλουν οι πολιτικές εξελίξεις μετά τη (διαφαινόμενη) νίκη του Σύριζα. Δηλαδή αυτός που θα αναγκάσει το κέντρο να ενωθεί μπορεί να είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Αλλά τότε μπορεί να είναι ήδη αργά!

Τέλος, με το βλέμμα στο απώτερο μέλλον, μπορεί κανείς να φανταστεί μια συμμαχία Νέων Αριστερών και Κεντρώων Φιλελευθέρων («Lib-Lab», δηλαδή «Liberals-Labour», ονομάστηκε η επιδίωξη αυτή στην Αγγλία), η οποία θα δημιουργήσει έτσι έναν σταθερό πόλο, αντίπαλο του Συντηρητικού Κόμματος που πάντα θα υπάρχει, σε ένα μελλοντικό, σταθερότερο ‘διπολικό’ τοπίο. Μια τέτοια συμμαχία θα ένωνε έτσι τους δύο παραδοσιακούς ανά τους αιώνες αντιπάλους του Συντηρητισμού.

Πολλά τα «αν», επομένως ας μην σπεύσουμε να βαφτίσουμε την επιθυμία μας πραγματικότητα!
Αντιθέτως, ας επανέλθουμε στο κρίσιμο σήμερα. Η πολιτική βούληση δεν είναι διακόπτης ‘on-off’, ‘τον πατάς και εμφανίζεται’. Η πολιτική βούληση για τις μεγάλες αλλαγές, σφυρηλατείται, χτίζεται, πάνω στη σχέση εμπιστοσύνης του πολιτικού με τον πολίτη, του αντιπροσώπου με τον αντιπροσωπευόμενο, του εντολοδόχου με τον εντολέα. Τέτοια εμπιστοσύνη το παλιό πολιτικό προσωπικό, το προσωπικό που σήπεται, δεν μπορεί να εμπνεύσει ποτέ ξανά.

Αυτή την εμπιστοσύνη οφείλει να χτίσει τώρα, με το παράδειγμά του, κάθε νέο κόμμα. Στόχος κάθε τέτοιου κόμματος θα είναι όχι ν’ αλλάξει αλαζονικά την Ελλάδα, αλλά να πείσει, με το παράδειγμά του, την Ελλάδα ν’ αλλάξει. Τέτοιο παράδειγμα έδωσαν οι πολιτικοί που αγάπησαν τη χώρα και το λαό της αλλά ακόμα περισσότερο αγάπησαν την αλήθεια και τη δημοκρατία, ακόμα και μέσα στο ίδιο τους το κόμμα. Μόνο δια του πολιτικού παραδείγματος από τα πάνω προς τα κάτω επιτυγχάνεται συναίνεση και χτίζεται πολιτική βούληση από τα κάτω προς τα πάνω. Μόνο δια του πολιτικού παραδείγματος μπορεί να επιτευχθεί και η περίφημη «αλλαγή παραδείγματος» (ή, σωστότερα, «μεταβολή υποδείγματος»).

Ένα νέο κόμμα οφείλει να αναλύσει, να εξηγήσει, να πείσει, να ενθουσιάσει, αλλά εν τέλει οφείλει και να συγκινήσει. Αν η καρδιά δεν ακολουθήσει, πολιτική βούληση στέρεα δεν θα οικοδομηθεί.
Το μέλλον αρχίζει εδώ και για να το αρπάξουμε απ’ το λαιμό, πρέπει να παραμερίσουμε οριστικά την προηγούμενη πολιτική γενιά, να μας βοηθήσουνε με την εμπειρία τους, που τόσο σκληρά (σκληρά και για τον τόπο) την απέκτησαν, αλλά να μας αφήσουνε να κρατήσουμε εμείς το τιμόνι, εμείς η γενιά του νέου αιώνα που μάθαμε τον Αντρέα και το Μητσοτάκη και την Αυριανή από τους γονείς μας. Η γενιά μας θέλει να πει τα πράγματα με το όνομά της, άρα να μην δώσει στο αδηφάγο παρελθόν ούτε ένα εκατοστό παραπάνω από αυτό που του αναλογεί.

Φοβάται η γενιά μου, αλλά αυτό είναι το όπλο της, τώρα που πρέπει η χώρα να πολεμήσει με όλα τα όπλα που διαθέτει. Τώρα είναι αυτή στιγμή. Αυτή η στιγμή, η στιγμή της τομής, είναι τώρα. Φοβάται η γενιά μου το παρελθόν γι’ αυτό βιάζεται να πιαστεί από το μέλλον και δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Σαν να ’ναι τώρα τα βαφτίσια της νέας Ελλάδας, της καινούριας χώρας κι εμείς πρέπει, οφείλουμε, να προσέλθουμε, όχι να γυρίσουμε την πλάτη, αλλά να είμαστε εκεί σε αυτά τα βαφτίσια και να πούμε, όταν μας ρωτήσουνε, «αποτάσσομαι»: Αποτάσσομαι τον κοτζαμπασισμό των Μαυρομιχαλαίων και τον θλιβερό λαϊκισμό του Δηλιγιάννη, αποτάσσομαι τον Μελιγαλά αλλά και τον Αϊ-Στράτη, αποτάσσομαι τη Μακρόνησο αλλά και το Ζαχαριάδη. Αποτάσσομαι τον Κωνσταντίνο και τον Γούναρη του Εθνικού Διχασμού, ακόμα και το Βενιζέλο του Εθνικού Διχασμού. Αποτάσσομαι τη δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη αλλά και του Γρηγορίου Λαμπράκη. Αποτάσσομαι τα Ιουλιανά και τη σαλαμοποίηση της Ένωσης Κέντρου. Αποτάσσομαι την χρυσή οκταετία Καραμανλή γιατί η ανάπτυξη δεν σημαίνει τίποτα όταν οργιάζει το παρακράτος. Αποτάσσομαι τους Παπανδρέου, όλους, και τον Παπανδρεϊσμό τους. Αποτάσσομαι την πολιτική φεουδαρχία και την κληρονομική δημοκρατία των Μητσοτάκη. Αποτάσσομαι τον Βουλγαράκη και τον Άκη. Αποτάσσομαι τον Θοδωρή Ρουσόπουλο αλλά και τον Βαγγέλη το Γιαννόπουλο, αποτάσσομαι τον ‘ήμουνα νέος και δεν το εννοούσα’ Βορίδη όπως και τον ‘δεν το διάβασα’ Χρυσοχοΐδη, και μαζί, τους Διόσκουρους ‘Mνημονιομάχους’ και Ισαποστόλους του δόγματος «η σταθερότης είμαι εγώ» Σαμαρά και Βενιζέλο (τον Β.).

Συντάσσομαι με τον Καποδίστρια που προσπάθησε να φτιάξει κράτος ισονομίας. Συντάσσομαι με τον Τρικούπη που προσπάθησε να εκσυγχρονίσει, τότε, για πρώτη φορά τη διοίκηση (με καθιέρωση απαιτούμενων προσόντων για την πρόσληψη στο Δημόσιο) και εισήγαγε έναν καλό εκλογικό νόμο κατά του πελατειασμού. Συντάσσομαι με το Βενιζέλο που έκανε αναδασμό της γης στο Θεσσαλικό κάμπο και συνέχισε τη διοικητική μεταρρύθμιση με καθιέρωση γραπτών διαγωνισμών για πρόσληψη στο Δημόσιο. Συντάσσομαι με τον Μαρκεζίνη που έκανε μία – όχι δέκα, μία – σωστή υποτίμηση και έβαλε τις βάσεις για εικοσαετή ανάπτυξη. Συντάσσομαι με τον Αυγερινό που θεμελίωσε το ΕΣΥ, με τον Σάκη Πεπονή του ΑΣΕΠ, που πολέμησε την τυφλή και νοσηρή κομματοκρατία, με τον Σταύρο Μπένο των ΚΕΠ, με τον Αλέκο Παπαδόπουλο της νεότερης διοικητικής μεταρρύθμισης, τον Αλέκο Παπαδόπουλο που πολέμησε όσο λίγοι το λαϊκισμό. Συντάσσομαι και με το Γιάννη Ραγκούση της Διαύγειας και του opengov.

Αποτάσσομαι την πληγή της Ρωμιοσύνης που ακόμα χαίνει και το εφιαλτικό παρελθόν αυτού του μαρτυρικού τόπου. Αποτάσσομαι τα τυφλά πάθη και τις λυσσαλέες διαιρέσεις.

Συντάσσομαι με όλους όσους βρήκαν έναν κοινό δρόμο προς το μέλλον μέσα από το ζοφερό παρελθόν. Συντάσσομαι με όσους κατάφεραν να ομονοήσουν για κοινό σκοπό, θυμηθείτε τη Φιλική Εταιρεία, θυμηθείτε την ενότητα απέναντι στη χούντα. Μπορούμε να πετύχουμε αντίστοιχη ενότητα απέναντι στην τρόικα; Μπορούμε ενωμένοι να πάψουμε να μεμψιμοιρούμε και να αυτομαστιγωνόμαστε; Πολλά τα λάθη αλλά πολλά και αυτά που πετύχαμε. Και εν πάση περιπτώσει, ποιος μας κουνάει το δάχτυλο; Αυτοί που κατέστρεψαν κατά το παρελθόν την Ευρώπη, αυτοί που έπαιξαν διαφθείροντας τόσες και τόσες χώρες για να εξασφαλίσουν συμβόλαια (βλέπε Ζήμενς), αυτοί που κάνουν ειδικές συμφωνίες με πολυεθνικές για φοροαποφυγή, όπως το Λουξεμβούργο του κ. Γιουνκέρ; Αυτό το παιχνίδι πρέπει να παίξει και η Ελλάδα, ή, με αξιοπρέπεια να κοιτάξει πώς μόνη της θα γιάνει τις πληγές και θα αλλάξει τη διοίκησή της;

Ε λοιπόν, όχι άλλο χτες. Όχι άλλη υπομονή. Ας μη δώσουμε άλλο χρόνο στο χρόνο.
Με σεμνότητα πιστεύω στον καλύτερο εαυτό της πατρίδας και συντάσσομαι με όσους, λίγους δυστυχώς, πολιτικούς πολέμησαν την κομματοκρατία και δεν φοβήθηκαν ποτέ την αλήθεια, με όσους πολιτικούς αγάπησαν τη χώρα και το λαό της αλλά ακόμα περισσότερο αγάπησαν την αλήθεια, με όσους δεν φοβήθηκαν να δυσαρεστήσουν το λαό και τη χώρα αν η αλήθεια αυτό επέβαλλε.
Με σεμνότητα πιστεύω στον καλύτερο εαυτό της πατρίδας και συντάσσομαι με το αύριο.
Με σεμνότητα πιστεύω στον καλύτερο εαυτό της πατρίδας και θα κάνω ό,τι μπορώ – θα κάνουμε ό,τι μπορούμε (ελπίζω) ως νεότερη γενιά – ώστε το αύριο να χτιστεί πάνω σε αυτόν τον καλύτερο εαυτό.
*Ο Αλέξανδρος Φιλιππίδης είναι συγγραφέας-εκπαιδευτικός. Υπήρξε σύμβουλος σε θέματα δημόσιας διοίκησης στην Αγγλία. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Επιτροπής του κόμματος «Το Ποτάμι».
Γράφει: Αλέξανδρος Φιλιππίδης