Αντί να ταξιδέψει στις Βρυξέλλες για να
εξομαλύνει τις σχέσεις με την Ε.Ε., όπως έκανε την περασμένη εβδομάδα, ο
Τούρκος πρωθυπουργός θα έπρεπε να αναζητήσει στον ίδιο του τον εαυτό
και στην ιδιόρρυθμη πολιτική του τη λύση του προβλήματος. Ο άνθρωπος,
που χαρακτηρίσθηκε κάποτε ως ο ηγέτης μιας πρότυπης μουσουλμανικής
δημοκρατίας, δημιούργησε μία πολιτική καταστροφή στη χώρα του,
μεταμορφώνοντας την Τουρκία σε αυταρχικό κράτος, απειλή για τον εαυτό
του και τους ΝΑΤΟϊκούς του συμμάχους, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ.
Η πρόσφατη αναταραχή έχει τις ρίζες της στην αντιπαράθεση μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ του Ταγίπ Ερντογάν και του ισλαμιστή κληρικού, μόνιμου κατοίκου της Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, Φετουλάχ Γκιουλέν. Η ρήξη κατέστη εμφανής τον περασμένο μήνα, χάρη στη δικαστική έρευνα για κρούσματα διαφθοράς, που οδήγησε στην παραίτηση τεσσάρων υπουργών, αγγίζοντας την ίδια την οικογένεια του Ταγίπ Ερντογάν στο πρόσωπο του επιχειρηματία υιού του, Μπιλάλ. Ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε την έρευνα «απόπειρα πραξικοπήματος», καταγγέλλοντας την ύπαρξη «μυστικής οργάνωσης» στο εσωτερικό της δικαστικής εξουσίας και της Αστυνομίας, υπό τις διαταγές του κινήματος Γκιουλέν και με αποστολή την εξυπηρέτηση συμφερόντων «ξένων δυνάμεων», όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Εκτοτε, η κυβέρνηση εκκαθάρισε εκατοντάδες στελέχη της Αστυνομίας, προσπαθώντας παράλληλα να ποδηγετήσει τη δικαστική εξουσία και να φιμώσει τον αντιπολιτευόμενο Τύπο. Την ίδια στιγμή, ο κ. Ερντογάν επιλέγει υστερικά συνωμοσιολογική ρητορική, αφήνοντας υπονοούμενα ακόμη και για αμερικανική προδοσία και ζητώντας έμμεσα την ανάκληση του Αμερικανού πρεσβευτή από το υπουργείο Εξωτερικών στην Ουάσιγκτον.
Η διατεταγμένη έρευνα και η αντίδραση του Τούρκου πρωθυπουργού έχουν πολιτικά κίνητρα, ενόψει των κρίσιμων τοπικών εκλογών του Μαρτίου. Ο κ. Ερντογάν θα έκανε, όμως, καλύτερα να ζητεί διαφάνεια και δικαιοσύνη, αντί να δημιουργεί προσκόμματα στη λειτουργία του κράτους δικαίου. Η προσπάθειά του να καταστείλει τις φωνές διαμαρτυρίας δεν είναι πρωτοφανής, όπως είχε αποδείξει και τον Ιούνιο με την πάταξη των διαδηλώσεων. Τέτοιες πράξεις αντιβαίνουν, όμως, στις απαιτήσεις της Ε.Ε. για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και στους κανόνες του ΝΑΤΟ.Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Σταϊνμάγερ είχε δίκιο συστήνοντας στις Βρυξέλλες να απαιτήσουν την επάνοδο του κράτους δικαίου στην Τουρκία. Ανάλογο μήνυμα οφείλει τώρα να στείλει και η κυβέρνηση Ομπάμα.
Κρίσιμης σημασίας παραμένει το ερώτημα εάν η Τουρκία θα πετύχει να συντηρήσει τη δημοκρατία της, την οποία με τόσο κόπο ανέκτησε και τόσο συνέβαλε στο πρόσφατο οικονομικό της θαύμα ή εάν η χώρα θα στραφεί και πάλι στον πολιτικό αυταρχισμό, απειλώντας την περιφερειακή σταθερότητα, τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ και την ευημερία των Τούρκων πολιτών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η πρόσφατη αναταραχή έχει τις ρίζες της στην αντιπαράθεση μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ του Ταγίπ Ερντογάν και του ισλαμιστή κληρικού, μόνιμου κατοίκου της Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, Φετουλάχ Γκιουλέν. Η ρήξη κατέστη εμφανής τον περασμένο μήνα, χάρη στη δικαστική έρευνα για κρούσματα διαφθοράς, που οδήγησε στην παραίτηση τεσσάρων υπουργών, αγγίζοντας την ίδια την οικογένεια του Ταγίπ Ερντογάν στο πρόσωπο του επιχειρηματία υιού του, Μπιλάλ. Ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε την έρευνα «απόπειρα πραξικοπήματος», καταγγέλλοντας την ύπαρξη «μυστικής οργάνωσης» στο εσωτερικό της δικαστικής εξουσίας και της Αστυνομίας, υπό τις διαταγές του κινήματος Γκιουλέν και με αποστολή την εξυπηρέτηση συμφερόντων «ξένων δυνάμεων», όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Εκτοτε, η κυβέρνηση εκκαθάρισε εκατοντάδες στελέχη της Αστυνομίας, προσπαθώντας παράλληλα να ποδηγετήσει τη δικαστική εξουσία και να φιμώσει τον αντιπολιτευόμενο Τύπο. Την ίδια στιγμή, ο κ. Ερντογάν επιλέγει υστερικά συνωμοσιολογική ρητορική, αφήνοντας υπονοούμενα ακόμη και για αμερικανική προδοσία και ζητώντας έμμεσα την ανάκληση του Αμερικανού πρεσβευτή από το υπουργείο Εξωτερικών στην Ουάσιγκτον.
Η διατεταγμένη έρευνα και η αντίδραση του Τούρκου πρωθυπουργού έχουν πολιτικά κίνητρα, ενόψει των κρίσιμων τοπικών εκλογών του Μαρτίου. Ο κ. Ερντογάν θα έκανε, όμως, καλύτερα να ζητεί διαφάνεια και δικαιοσύνη, αντί να δημιουργεί προσκόμματα στη λειτουργία του κράτους δικαίου. Η προσπάθειά του να καταστείλει τις φωνές διαμαρτυρίας δεν είναι πρωτοφανής, όπως είχε αποδείξει και τον Ιούνιο με την πάταξη των διαδηλώσεων. Τέτοιες πράξεις αντιβαίνουν, όμως, στις απαιτήσεις της Ε.Ε. για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και στους κανόνες του ΝΑΤΟ.Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Σταϊνμάγερ είχε δίκιο συστήνοντας στις Βρυξέλλες να απαιτήσουν την επάνοδο του κράτους δικαίου στην Τουρκία. Ανάλογο μήνυμα οφείλει τώρα να στείλει και η κυβέρνηση Ομπάμα.
Κρίσιμης σημασίας παραμένει το ερώτημα εάν η Τουρκία θα πετύχει να συντηρήσει τη δημοκρατία της, την οποία με τόσο κόπο ανέκτησε και τόσο συνέβαλε στο πρόσφατο οικονομικό της θαύμα ή εάν η χώρα θα στραφεί και πάλι στον πολιτικό αυταρχισμό, απειλώντας την περιφερειακή σταθερότητα, τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ και την ευημερία των Τούρκων πολιτών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ