Η σφοδρή σύγκρουση του Τούρκου
πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν με τον δυτικό Τύπο απηχεί το μέγεθος του
εκνευρισμού του για την εγκατάλειψή του από τα μεγάλα διεθνή ΜΜΕ, που
κάποτε έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν μετριοπαθή ισλαμιστή πολιτικό, ικανό
να συγκεράσει το πολιτικό Ισλάμ και τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις,
αναδεικνυόμενος ταυτόχρονα σε περιφερειακό ηγέτη της περιοχής. Mαζί με
την Αίγυπτο, η Ουάσιγκτον θεωρούσε ότι η Τουρκία θα μπορούσε να
αποτελέσει δίαυλο επικοινωνίας με τον μουσουλμανικό κόσμο στη Μέση
Ανατολή. Ο ίδιος ο Ερντογάν είχε άλλωστε φροντίσει να διατηρήσει
ευαίσθητες ισορροπίες, ειδικά στις σχέσεις του με το Ισραήλ.
Ολα αυτά άλλαξαν με την επιδρομή των ισραηλινών δυνάμεων στο «Μαβί Μαρμαρά», ένα πλοίο που είχε ναυλωθεί από τουρκική ΜΚΟ, τον Μάιο του 2010. Οι εννέα Τούρκοι ακτιβιστές που σκοτώθηκαν και οι δεκάδες τραυματίες Ισραηλινοί κομάντος άφησαν μια χαίνουσα πληγή στις διμερείς σχέσεις Αγκυρας - Τελ Αβίβ. Σύμφωνα με έγκυρους αναλυτές, η κρίση αυτή ήταν που υποχρέωσε τον Φετουλάχ Γκιουλέν, τον ισλαμιστή κληρικό, να απομονώσει τον Ερντογάν, τον οποίο έως τότε υποστήριζε. Ο ίδιος ο Γκιουλέν αποδοκίμασε αμέσως την τουρκική ανθρωπιστική αποστολή, που είχε τελικό προορισμό τη Γάζα. Σύμφωνα άλλωστε με τον Αλί Μπουλάτς, συντηρητικό διανοούμενο, οι υποστηρικτές του δικτύου Χιζμέτ του Γκιουλέν «ουδέποτε ενέκριναν τον ρόλο που επιχείρησε να οικοδομήσει η τουρκική κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή ή την πολιτική του στη Συρία, που επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση».
Ο γεωπολιτικός μεγαλοϊδεατισμός του, οι υπέρμετρες φιλοδοξίες του καθώς και ο αυταρχισμός του κατά την κατάπνιξη των διαδηλώσεων στο πάρκο Γκεζί, το περασμένο καλοκαίρι, διέψευσαν και τις τελευταίες ελπίδες της Δύσης ότι ο Ερντογάν θα μπορούσε να αποτελέσει έναν αξιόπιστο, δημοκρατικό σύμμαχο στην περιοχή. Τα πρόσφατα δημοσιεύματα του αγγλόφωνου Τύπου σε όλο τον κόσμο αποκαλούν «σουλτάνο» τον πάλαι ποτέ media darling τους, φιλοξενούν συνεντεύξεις με τον Γκιουλέν (Wall Street Journal, BBC) και τον καλούν να επανεξετάσει την «εσφαλμένη στροφή του» (σύμφωνα με τους New York Times). «Ας σταματήσει τον διδακτισμό και ας ακούσει για μία φορά στη ζωή του», λέει από την πλευρά του ο βρετανικός Guardian στο κύριο άρθρο του. Δύσκολο για τον άνθρωπο που είχε πιστέψει ότι θα γινόταν βασιλιάς – έστω, πρόεδρος της Τουρκίας.
Στο στόχαστρο του Ερντογάν BBC, Wall Street Journal
«Αγαπημένα μου αδέρφια, αυτοί οι οργανισμοί ανέκαθεν έκλεβαν την εθνική μας βούληση. Οικειοποιήθηκαν τους φυσικούς πόρους και την ενέργεια σε αυτή τη χώρα. Είναι μόνο το BBC; Είναι και η Wall Street Journal. Ποιοι είναι οι ιδιοκτήτες αυτών των εφημερίδων; Σε ποιους ανήκουν;», αναρωτήθηκε σε πρόσφατη ομιλία του ο Ερντογάν, κατηγορώντας τα διεθνή ΜΜΕ και τα επιχειρηματικά λόμπι στη χώρα του ότι προκαλούν πολιτική και οικονομική αναταραχή στην Τουρκία, τη στιγμή που η κεντρική τράπεζα της χώρας προσπαθεί να θωρακίσει την τουρκική λίρα. Και τα δύο αυτά ΜΜΕ φιλοξένησαν τις τελευταίες δέκα μέρες συνεντεύξεις με τον Γκιουλέν, ο οποίος φέρεται από τον Τούρκο πρωθυπουργό να απειλεί την παντοκρατορία του μέσω του ελέγχου που ασκεί στην Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη. Πρόκειται για ένα νέο είδος οριενταλισμού των δυτικών ΜΜΕ έναντι της Τουρκίας, εκτίμησε ο Ε. Αϊντίν, σύμβουλος του Ερντογάν, με άρθρο του στο αραβικό δίκτυο Al Jazeera. «Ο Μ. Τσάμπιον του πρακτορείου Bloomberg ανακοίνωσε ότι ο Ερντογάν έχει μυστική ατζέντα να μετατρέψει τους δημοκρατικούς φιλελεύθερους νόμους σε ισλαμικούς, δικτατορικούς.
Ο Τ. Αράνγκο και ο Τσ. Γεγκινού των New York Times συμφωνούν με την ανάλυση, επισημαίνοντας με έναν πατερναλιστικό τόνο ότι χάρη στην κυβερνητική ανησυχία για την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό παραμένει σχετικά πολιτισμένη η συμπεριφορά της, αλλιώς θα προχωρούσε διωγμούς σε βάρος της αντιπολίτευσης στην κλίμακα που όλοι φοβούνται», έγραψε και συνέχισε: «Γιατί βλέπουμε την αναγέννηση του μιντιακού οριενταλισμού έναντι της τουρκικής δημοκρατίας;... Η απάντηση εντοπίζεται στην εικασία ότι οι μουσουλμάνοι ως πιστοί δεν μπορούν να συμφιλιώσουν τις αξίες τους με τις αρχές μιας φιλελεύθερης πολυκομματικής δημοκρατίας». Ο Αϊντίν ανέφερε επίσης ότι «Τούρκοι διανοούμενοι και δημοσιογράφοι από τα κόμματα της αντιπολίτευσης χειραγώγησαν τον οριενταλισμό αυτό για δικούς τους λόγους». Η γνώμη του είναι πως έπειτα από συναπτές εκλογικές ήττες των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ο μοναδικός τρόπος για να απονομιμοποιήσουν και να δαιμονοποιήσουν την τουρκική κυβέρνηση ήταν η συμμαχία με τα δυτικά ΜΜΕ. «Ενώ κανένα mainstream δυτικό ΜΜΕ δε θα επικαλείτο επιχείρημα του κινήματος του “Πάρτι τσαγιού” για την κρυφή σοσιαλιστική ατζέντα του Ομπάμα ή τον αυταρχικό ελιτισμό του, παρόμοια πολωτικά επιχειρήματα αναφέρονταν ως αναντίρρητες αλήθειες», επισήμανε.
Φθορές και στα δύο στρατόπεδα
Κατά τον Ερντογάν, ο Γκιουλέν, ο οποίος διαμένει μόνιμα στις ΗΠΑ, ευθύνεται για το «δικαστικό πραξικόπημα» όπως αποκαλεί τις εισαγγελικές έρευνες που οδήγησαν στη σύλληψη τριών γιων υπουργών για διαφθορά και τον υποχρέωσαν να προβεί σε σαρωτικό ανασχηματισμό και αποκεφαλισμούς στα στελέχη της αστυνομίας και τους δικαστές. Η αντιπαλότητα των δύο έχει προκαλέσει φθορές σε αμφότερα στρατόπεδα, όπως προκύπτει από την τελευταία δημοσκόπηση της MetroPoll. Η δημοτικότητα του Ερντογάν έχει κατρακυλήσει στο 39,4% έναντι 48,1% τον Δεκέμβριο και 59,1% πριν από ένα χρόνο. Παρ’ όλα αυτά, αν γίνονταν τώρα εκλογές, το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ θα εξασφάλιζε άνετη πλειοψηφία με 43,2%, ενώ το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Ρεπουμπλικανικό, θα κέρδιζε μόλις 28,1%.
Ολα αυτά άλλαξαν με την επιδρομή των ισραηλινών δυνάμεων στο «Μαβί Μαρμαρά», ένα πλοίο που είχε ναυλωθεί από τουρκική ΜΚΟ, τον Μάιο του 2010. Οι εννέα Τούρκοι ακτιβιστές που σκοτώθηκαν και οι δεκάδες τραυματίες Ισραηλινοί κομάντος άφησαν μια χαίνουσα πληγή στις διμερείς σχέσεις Αγκυρας - Τελ Αβίβ. Σύμφωνα με έγκυρους αναλυτές, η κρίση αυτή ήταν που υποχρέωσε τον Φετουλάχ Γκιουλέν, τον ισλαμιστή κληρικό, να απομονώσει τον Ερντογάν, τον οποίο έως τότε υποστήριζε. Ο ίδιος ο Γκιουλέν αποδοκίμασε αμέσως την τουρκική ανθρωπιστική αποστολή, που είχε τελικό προορισμό τη Γάζα. Σύμφωνα άλλωστε με τον Αλί Μπουλάτς, συντηρητικό διανοούμενο, οι υποστηρικτές του δικτύου Χιζμέτ του Γκιουλέν «ουδέποτε ενέκριναν τον ρόλο που επιχείρησε να οικοδομήσει η τουρκική κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή ή την πολιτική του στη Συρία, που επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση».
Ο γεωπολιτικός μεγαλοϊδεατισμός του, οι υπέρμετρες φιλοδοξίες του καθώς και ο αυταρχισμός του κατά την κατάπνιξη των διαδηλώσεων στο πάρκο Γκεζί, το περασμένο καλοκαίρι, διέψευσαν και τις τελευταίες ελπίδες της Δύσης ότι ο Ερντογάν θα μπορούσε να αποτελέσει έναν αξιόπιστο, δημοκρατικό σύμμαχο στην περιοχή. Τα πρόσφατα δημοσιεύματα του αγγλόφωνου Τύπου σε όλο τον κόσμο αποκαλούν «σουλτάνο» τον πάλαι ποτέ media darling τους, φιλοξενούν συνεντεύξεις με τον Γκιουλέν (Wall Street Journal, BBC) και τον καλούν να επανεξετάσει την «εσφαλμένη στροφή του» (σύμφωνα με τους New York Times). «Ας σταματήσει τον διδακτισμό και ας ακούσει για μία φορά στη ζωή του», λέει από την πλευρά του ο βρετανικός Guardian στο κύριο άρθρο του. Δύσκολο για τον άνθρωπο που είχε πιστέψει ότι θα γινόταν βασιλιάς – έστω, πρόεδρος της Τουρκίας.
Στο στόχαστρο του Ερντογάν BBC, Wall Street Journal
«Αγαπημένα μου αδέρφια, αυτοί οι οργανισμοί ανέκαθεν έκλεβαν την εθνική μας βούληση. Οικειοποιήθηκαν τους φυσικούς πόρους και την ενέργεια σε αυτή τη χώρα. Είναι μόνο το BBC; Είναι και η Wall Street Journal. Ποιοι είναι οι ιδιοκτήτες αυτών των εφημερίδων; Σε ποιους ανήκουν;», αναρωτήθηκε σε πρόσφατη ομιλία του ο Ερντογάν, κατηγορώντας τα διεθνή ΜΜΕ και τα επιχειρηματικά λόμπι στη χώρα του ότι προκαλούν πολιτική και οικονομική αναταραχή στην Τουρκία, τη στιγμή που η κεντρική τράπεζα της χώρας προσπαθεί να θωρακίσει την τουρκική λίρα. Και τα δύο αυτά ΜΜΕ φιλοξένησαν τις τελευταίες δέκα μέρες συνεντεύξεις με τον Γκιουλέν, ο οποίος φέρεται από τον Τούρκο πρωθυπουργό να απειλεί την παντοκρατορία του μέσω του ελέγχου που ασκεί στην Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη. Πρόκειται για ένα νέο είδος οριενταλισμού των δυτικών ΜΜΕ έναντι της Τουρκίας, εκτίμησε ο Ε. Αϊντίν, σύμβουλος του Ερντογάν, με άρθρο του στο αραβικό δίκτυο Al Jazeera. «Ο Μ. Τσάμπιον του πρακτορείου Bloomberg ανακοίνωσε ότι ο Ερντογάν έχει μυστική ατζέντα να μετατρέψει τους δημοκρατικούς φιλελεύθερους νόμους σε ισλαμικούς, δικτατορικούς.
Ο Τ. Αράνγκο και ο Τσ. Γεγκινού των New York Times συμφωνούν με την ανάλυση, επισημαίνοντας με έναν πατερναλιστικό τόνο ότι χάρη στην κυβερνητική ανησυχία για την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό παραμένει σχετικά πολιτισμένη η συμπεριφορά της, αλλιώς θα προχωρούσε διωγμούς σε βάρος της αντιπολίτευσης στην κλίμακα που όλοι φοβούνται», έγραψε και συνέχισε: «Γιατί βλέπουμε την αναγέννηση του μιντιακού οριενταλισμού έναντι της τουρκικής δημοκρατίας;... Η απάντηση εντοπίζεται στην εικασία ότι οι μουσουλμάνοι ως πιστοί δεν μπορούν να συμφιλιώσουν τις αξίες τους με τις αρχές μιας φιλελεύθερης πολυκομματικής δημοκρατίας». Ο Αϊντίν ανέφερε επίσης ότι «Τούρκοι διανοούμενοι και δημοσιογράφοι από τα κόμματα της αντιπολίτευσης χειραγώγησαν τον οριενταλισμό αυτό για δικούς τους λόγους». Η γνώμη του είναι πως έπειτα από συναπτές εκλογικές ήττες των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ο μοναδικός τρόπος για να απονομιμοποιήσουν και να δαιμονοποιήσουν την τουρκική κυβέρνηση ήταν η συμμαχία με τα δυτικά ΜΜΕ. «Ενώ κανένα mainstream δυτικό ΜΜΕ δε θα επικαλείτο επιχείρημα του κινήματος του “Πάρτι τσαγιού” για την κρυφή σοσιαλιστική ατζέντα του Ομπάμα ή τον αυταρχικό ελιτισμό του, παρόμοια πολωτικά επιχειρήματα αναφέρονταν ως αναντίρρητες αλήθειες», επισήμανε.
Φθορές και στα δύο στρατόπεδα
Κατά τον Ερντογάν, ο Γκιουλέν, ο οποίος διαμένει μόνιμα στις ΗΠΑ, ευθύνεται για το «δικαστικό πραξικόπημα» όπως αποκαλεί τις εισαγγελικές έρευνες που οδήγησαν στη σύλληψη τριών γιων υπουργών για διαφθορά και τον υποχρέωσαν να προβεί σε σαρωτικό ανασχηματισμό και αποκεφαλισμούς στα στελέχη της αστυνομίας και τους δικαστές. Η αντιπαλότητα των δύο έχει προκαλέσει φθορές σε αμφότερα στρατόπεδα, όπως προκύπτει από την τελευταία δημοσκόπηση της MetroPoll. Η δημοτικότητα του Ερντογάν έχει κατρακυλήσει στο 39,4% έναντι 48,1% τον Δεκέμβριο και 59,1% πριν από ένα χρόνο. Παρ’ όλα αυτά, αν γίνονταν τώρα εκλογές, το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ θα εξασφάλιζε άνετη πλειοψηφία με 43,2%, ενώ το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Ρεπουμπλικανικό, θα κέρδιζε μόλις 28,1%.