ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην Ανθή Παζιάνου
Ο Μπασάρ αλ Ασαντ δεν είναι Σαντάμ Χουσέιν και το καθεστώς της Δαμασκού δεν έχει τα χαρακτηριστικά του κόμματος Μπάαθ στο Ιράκ. Κοινός παρονομαστής ωστόσο των δύο χωρών της Μέσης Ανατολής είναι οι εγκλήσεις της Δύσης για το δημοκρατικό τους έλλειμμα και για την «αναγκαιότητα» εξωτερικής παρέμβασης.
Ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου, κοινωνιολόγος Στράτος Γεωργούλας, με αφορμή την εμφύλια σύρραξη της Συρίας και την επικείμενη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ, αναλύει την «καταγωγή» της εξέγερσης κατά του καθεστώτος Ασαντ, με βάση τα αποτελέσματα της επιτόπιας έρευνάς του ως επισκέπτη καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού, τον ταξικό χαρακτήρα της παρούσας σύγκρουσης και τις κοινωνικές δυναμικές που αναπτύσσονται τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στον διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό.
• Πού έλκει την «καταγωγή» της η εξέγερση στη Συρία;
Δύο σημαντικά στοιχεία που έδωσαν ώθηση στην πρόσφατη εξέγερση στη Συρία είναι οι συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που ακολουθούσε τα τελευταία χρόνια το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ και ο αυταρχικός-βιοπολιτικός χαρακτήρας της διακυβέρνησής του. Το στοιχείο όμως που πυροδότησε την αντιπολίτευση αλλά και τη σημερινή εξέγερση είναι η αντίδραση στον ιδιότυπο αραβικό εκκοσμικευμένο μπααθικό εθνικισμό που αποτέλεσε τον τρόπο συγκρότησης του συριακού κράτους μετά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Αλλωστε ένας μελετητής της ιστορίας της περιοχής μπορεί να βρει κοινά στοιχεία της σημερινής μορφής αυτής της εξέγερσης με την εξέγερση στη πόλη Χαμά το 1964 και το 1982 ως προς τα αρχικά αιτήματα των εξεγερμένων, τον κυρίαρχο ρόλο των Αδελφών Μουσουλμάνων και τον τρόπο αντίδρασης του καθεστώτος.
• Η εξέγερση δηλαδή ξεκινά από παλιά;
Η κοινωνική ιστορία μπορεί να μας φωτίσει περισσότερο. Μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το τέλος των «Γαλλικών Εντολών» στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, που κληροδότησαν οι Γάλλοι, δέσποζαν οι ισχυροί γαιοκτήμονες, που αύξησαν την επιρροή τους τα χρόνια της Εντολής, και οι έμποροι των αστικών κέντρων. Οι παραδοσιακές σουνιτικές οικογένειες μοιράζονταν την εξουσία και ο κρατικός έλεγχος επί των δραστηριοτήτων των οικονομικά ισχυρών ήταν από ισχνός ώς ανύπαρκτος. Αυτές οι συγκεκριμένες σουνιτικές οικογένειες εκμεταλλεύονταν τη βαθιά θρησκευτική πίστη μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και διαιώνιζαν τη θέση τους ως οι κυριαρχούσες κοινωνικές δυνάμεις. Οπως είναι κατανοητό, η αδιαμφισβήτητη επιρροή των οικογενειών αυτών βρισκόταν σε συνάρτηση με τον συνεχή παραγκωνισμό άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων του σιιτικού κλάδου του Ισλάμ και μη, όπως τους ισμαηλίτες, τους αλαουίτες, τους χριστιανούς κ.ά.
Με την ανάπτυξη νέων πολιτικών δυνάμεων (κυρίως του κόμματος Μπάαθ) που σταδιακά αποκτούν έρεισμα τόσο στην κοινωνία (λόγω της καπιταλιστικής ανάπτυξης) όσο και στον στρατό, οι ιδέες της εκκοσμίκευσης τυγχάνουν μεγάλης αποδοχής στις θρησκευτικές μειονότητες, που ήταν παραδοσιακά παραγκωνισμένες από το σουνιτικό κατεστημένο των μεγάλων πόλεων. Ο κοσμικός χαρακτήρας του Μπάαθ εξάλλου έδινε περισσότερη έμφαση στην ταυτότητα του Αραβα και του πολιτισμού του και λιγότερη στις επιμέρους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Επομένως οι θρησκευτικές μειονότητες επιχείρησαν να σπάσουν τους φραγμούς των σουνιτών και να διεκδικήσουν -όπως και πέτυχαν- την ισότιμη συμμετοχή τους στη διοίκηση, τον στρατό και την οικονομία.
Τα πιο συντηρητικά και θρησκευόμενα στοιχεία εξεγέρθηκαν με τη βοήθεια των Αδελφών Μουσουλμάνων στην πόλη Χάμα το 1964 και το 1982. Κληρικοί, παλιοί αστοί και μεγαλογαιοκτήμονες διαδήλωναν με θρησκευτική αφορμή («το Μπάαθ είναι προδοτικό στον θεό») και ταξική αιτία (ενάντια στην ισχυρή νέα αστική τάξη και στα μεσαία κρατικοδίαιτα στρώματα). Οι εξεγέρσεις κατεστάλησαν με πολλούς νεκρούς και συλληφθέντες, ενώ οι κινήσεις του νέου καθεστώτος κατευθύνονταν προς την πλήρη εκμηδένιση της παλιάς οικονομικής εξουσίας (κυρίως με την αναδιανομή γης του 1969) και τη δημιουργία ενός αστυνομοκρατούμενου καθεστώτος. Ταυτόχρονα προωθούνταν οι βιομηχανικές επενδύσεις και τα έργα υποδομής ισχυροποιώντας ακόμα περισσότερο τη νέα εξαρτημένη αστική τάξη των αλαουιτών, ενώ το εκπαιδευτικό σύστημα αναμορφώθηκε με την κρατικοποίηση των ιδιωτικών σχολείων (που αναπαρήγαγαν την παλιά αστική τάξη) και των ισλαμικών σπουδαστηρίων (δεξαμενή των Αδελφών Μουσουλμάνων). Σε όλα αυτά βέβαια πάντα υπήρχαν βίαιες αντιδράσεις, κυρίως του ισλαμικού κατεστημένου, και βίαιες καταστολές αυτών από το καθεστώς.
• Ποια η σύνθεση του μωσαϊκού της κοινωνίας της Συρίας;
Ο ιδιότυπος αραβικός εθνικισμός έχει μετατραπεί σε καμβά για μια πολιτική θρησκευτικών ελευθεριών που δύσκολα συναντάται σε άλλη αραβική χώρα. Σουνίτες μουσουλμάνοι (η πλειοψηφία του πληθυσμού) συνυπάρχουν με τις άλλες μουσουλμανικές σέκτες και το 11% του πληθυσμού που ακολουθεί τη χριστιανική θρησκεία. Το ενδιαφέρον είναι ότι το πολιτικό καθεστώς στην ουσία επιβάλλει αυτή την πολιτική ελευθεριών, αντιδρώντας (πολλές φορές και δυναμικά) σε προσπάθειες πολωτικής θρησκευτικής έκφρασης, τις οποίες και ποινικοποιεί, φοβούμενο το ενδεχόμενο μιας ισλαμικής μεταμόρφωσης του κράτους.
Αποτέλεσμα μιας νόθας εξαρτημένης αστικοποίησης του 20ού αιώνα, που είχε αποτέλεσμα την τεχνητή δημιουργία μιας μικρής, αδύναμης οικονομικά αλλά δυνατής πολιτικά, αστικής τάξης αλαβιτών κυρίως μουσουλμάνων, που συντηρούνται από τον δημόσιο τομέα, οι παραπάνω αξίες των οικογενειακών δικτύων φαίνεται να είναι οι κυρίαρχες και στη σύγχρονη κοινωνία, παρά τις αντίθετες προθέσεις του καθεστώτος – το οποίο συμβολοποιείται στο πρόσωπο του προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ. Ανέλαβε την εξουσία μετά τον θάνατο του πατέρα του (2000) και επανεκλέχθηκε το 2007 για μια νέα θητεία 7 ετών.
• Διεθνή ΜΜΕ κάνουν λόγο για «τρομοκρατία» και «αναγκαιότητα επέμβασης». Πώς το σχολιάζετε;
Η Συρία βρίσκεται στο επίκεντρο του παγκόσμιου γεωπολιτικού χάρτη εδώ και πολλά χρόνια, κυρίως ενοχοποιημένη ως μια χώρα με δημοκρατικό έλλειμμα που δίνει στέγη στην παγκόσμια τρομοκρατία και αποσταθεροποιεί την Μέση Ανατολή, εικόνες που παράγονται κυρίως από think tank και ΜΜΕ των ΗΠΑ. Παράλληλα είναι μια χώρα η οποία επισήμως έχει το «στίγμα» του εγκληματία. Ετήσιες εκθέσεις του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ την εντάσσουν στον κατάλογο των κρατών που υποθάλπουν την τρομοκρατία: από τις αρχές του 2000, καταδικάζεται από διεθνή φόρα και ΜΜΕ ότι έχει δολοφονήσει το 2005 τον τέως πρωθυπουργό του Λιβάνου, ενώ σύμφωνα και με ψήφισμα του Αμερικανικού Κογκρέσου το 2003 (SyrianAccountability Act) ο Αμερικανός πρόεδρος έχει την εξουσιοδότηση να διατάξει όταν το κρίνει σκόπιμο κυρώσεις κατά της Συρίας, κάτι που απείλησε ο G.W. Bush αρκετές φορές (όπως άλλωστε έκανε και ο Ομπάμα). Η διεθνής αντίδραση που παρατηρείται σήμερα δεν είναι κάτι το ιστορικά καινούργιο και προέρχεται πάντα από τα ίδια κέντρα.
• Ρωσία, Κίνα, Αμερική και Ε.Ε.: τι ζητούν από τη Συρία;
Η Συρία, μια χώρα με θετικό ενεργειακό ισοζύγιο και σημαντικό γεωπολιτικό ρόλο, είναι μια χώρα-«φιλέτο» για τον διεθνή καπιταλισμό. Μέχρι στιγμή οι εταιρείες που έχουν κερδίσει τα μέγιστα από τον οικονομικό νεοφιλευθερισμό του καθεστώτος είναι ρωσικές και κινεζικές. Οι αμερικανικές ήταν αποκλεισμένες λόγω της υποστήριξης στα ισραηλινά συμφέροντα (χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση), ενώ οι εταιρείες της Ε.Ε., ήδη από τα τέλη του 20ού αιώνα, προσπάθησαν να αντλήσουν πόρους, αλλά το κέρδος που αποκόμισαν ήταν τελικά πολύ μικρό (με χρονική σειρά, το Σύμφωνο της Ευρω-Μεσογειακής Συνεργασίας του 1995, το MEDA I για το χρονικό διάστημα 1995-1999 και το MEDA IΙ, το 2000-2004, είχαν μηδενική ώς ελάχιστη απορροφητικότητα).
• Το καθεστώς Ασαντ υποστηρίζεται από τη συριακή κοινωνία; Υπάρχει χώρος σε αυτό για στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες και ανθρώπινα δικαιώματα;
Το ερώτημα είναι σημαντικό και νομίζω ότι υπερβαίνει τα γεωγραφικά όρια της Συρίας. Μπορεί ένα καθεστώς, που λειτουργεί οικονομικά στη βάση με τον (έστω και μερικά ελεγχόμενο) νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, να έχει έναν αυταρχικό χαρακτήρα ελέγχου της ζωής των κατοίκων του, να διατηρείται και να δέχεται υψηλή κοινωνική υποστήριξη; Η απάντηση- για το καθεστώς Ασαντ- είναι ναι. Εχοντας σχεδιάσει συγκεκριμένες πολιτικές για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και με την εναλλακτική λύση να παρουσιάζεται απείρως χειρότερη από το παρόν, είναι λογική αυτή η υποστήριξη: από την εξαρτημένη αστική τάξη που αντλεί πολλά κέρδη από τη νέα «κοινωνική οικονομία», από τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες οι οποίες άλλωστε συμμετέχουν στη διοίκηση και την οικονομία της αγοράς, από τα φεμινιστικά κινήματα -γιατί η αυστηρά κατασταλτική πολιτική του καθεστώτος είναι η μόνη που μπορεί να δώσει απάντηση στο εθιμικό δίκαιο των «εγκλημάτων τιμής»-, από τους χαμένους του ανταγωνισμού – γιατί η επίσημη πολιτική στήριξης της μαύρης οικονομίας απορροφά τις κοινωνικές πιέσεις από τους χαμηλούς μισθούς.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια ότι η χώρα είναι παράδεισος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το αντίθετο. Επί του παρόντος, ωστόσο, λείπει το πολιτικό υποκείμενο που θα στηρίξει τέτοιες –αναγκαίες– κοινωνικές αλλαγές, ίσως και γιατί αποτέλεσμα της κυριαρχίας του Μπάαθ είναι η αποδυνάμωση κάθε αριστερής αντιπολίτευσης.
Ο Μπασάρ αλ Ασαντ δεν είναι Σαντάμ Χουσέιν και το καθεστώς της Δαμασκού δεν έχει τα χαρακτηριστικά του κόμματος Μπάαθ στο Ιράκ. Κοινός παρονομαστής ωστόσο των δύο χωρών της Μέσης Ανατολής είναι οι εγκλήσεις της Δύσης για το δημοκρατικό τους έλλειμμα και για την «αναγκαιότητα» εξωτερικής παρέμβασης.
Ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου, κοινωνιολόγος Στράτος Γεωργούλας, με αφορμή την εμφύλια σύρραξη της Συρίας και την επικείμενη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ, αναλύει την «καταγωγή» της εξέγερσης κατά του καθεστώτος Ασαντ, με βάση τα αποτελέσματα της επιτόπιας έρευνάς του ως επισκέπτη καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού, τον ταξικό χαρακτήρα της παρούσας σύγκρουσης και τις κοινωνικές δυναμικές που αναπτύσσονται τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στον διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό.
• Πού έλκει την «καταγωγή» της η εξέγερση στη Συρία;
Δύο σημαντικά στοιχεία που έδωσαν ώθηση στην πρόσφατη εξέγερση στη Συρία είναι οι συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που ακολουθούσε τα τελευταία χρόνια το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ και ο αυταρχικός-βιοπολιτικός χαρακτήρας της διακυβέρνησής του. Το στοιχείο όμως που πυροδότησε την αντιπολίτευση αλλά και τη σημερινή εξέγερση είναι η αντίδραση στον ιδιότυπο αραβικό εκκοσμικευμένο μπααθικό εθνικισμό που αποτέλεσε τον τρόπο συγκρότησης του συριακού κράτους μετά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Αλλωστε ένας μελετητής της ιστορίας της περιοχής μπορεί να βρει κοινά στοιχεία της σημερινής μορφής αυτής της εξέγερσης με την εξέγερση στη πόλη Χαμά το 1964 και το 1982 ως προς τα αρχικά αιτήματα των εξεγερμένων, τον κυρίαρχο ρόλο των Αδελφών Μουσουλμάνων και τον τρόπο αντίδρασης του καθεστώτος.
• Η εξέγερση δηλαδή ξεκινά από παλιά;
Η κοινωνική ιστορία μπορεί να μας φωτίσει περισσότερο. Μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το τέλος των «Γαλλικών Εντολών» στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, που κληροδότησαν οι Γάλλοι, δέσποζαν οι ισχυροί γαιοκτήμονες, που αύξησαν την επιρροή τους τα χρόνια της Εντολής, και οι έμποροι των αστικών κέντρων. Οι παραδοσιακές σουνιτικές οικογένειες μοιράζονταν την εξουσία και ο κρατικός έλεγχος επί των δραστηριοτήτων των οικονομικά ισχυρών ήταν από ισχνός ώς ανύπαρκτος. Αυτές οι συγκεκριμένες σουνιτικές οικογένειες εκμεταλλεύονταν τη βαθιά θρησκευτική πίστη μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και διαιώνιζαν τη θέση τους ως οι κυριαρχούσες κοινωνικές δυνάμεις. Οπως είναι κατανοητό, η αδιαμφισβήτητη επιρροή των οικογενειών αυτών βρισκόταν σε συνάρτηση με τον συνεχή παραγκωνισμό άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων του σιιτικού κλάδου του Ισλάμ και μη, όπως τους ισμαηλίτες, τους αλαουίτες, τους χριστιανούς κ.ά.
Με την ανάπτυξη νέων πολιτικών δυνάμεων (κυρίως του κόμματος Μπάαθ) που σταδιακά αποκτούν έρεισμα τόσο στην κοινωνία (λόγω της καπιταλιστικής ανάπτυξης) όσο και στον στρατό, οι ιδέες της εκκοσμίκευσης τυγχάνουν μεγάλης αποδοχής στις θρησκευτικές μειονότητες, που ήταν παραδοσιακά παραγκωνισμένες από το σουνιτικό κατεστημένο των μεγάλων πόλεων. Ο κοσμικός χαρακτήρας του Μπάαθ εξάλλου έδινε περισσότερη έμφαση στην ταυτότητα του Αραβα και του πολιτισμού του και λιγότερη στις επιμέρους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Επομένως οι θρησκευτικές μειονότητες επιχείρησαν να σπάσουν τους φραγμούς των σουνιτών και να διεκδικήσουν -όπως και πέτυχαν- την ισότιμη συμμετοχή τους στη διοίκηση, τον στρατό και την οικονομία.
Τα πιο συντηρητικά και θρησκευόμενα στοιχεία εξεγέρθηκαν με τη βοήθεια των Αδελφών Μουσουλμάνων στην πόλη Χάμα το 1964 και το 1982. Κληρικοί, παλιοί αστοί και μεγαλογαιοκτήμονες διαδήλωναν με θρησκευτική αφορμή («το Μπάαθ είναι προδοτικό στον θεό») και ταξική αιτία (ενάντια στην ισχυρή νέα αστική τάξη και στα μεσαία κρατικοδίαιτα στρώματα). Οι εξεγέρσεις κατεστάλησαν με πολλούς νεκρούς και συλληφθέντες, ενώ οι κινήσεις του νέου καθεστώτος κατευθύνονταν προς την πλήρη εκμηδένιση της παλιάς οικονομικής εξουσίας (κυρίως με την αναδιανομή γης του 1969) και τη δημιουργία ενός αστυνομοκρατούμενου καθεστώτος. Ταυτόχρονα προωθούνταν οι βιομηχανικές επενδύσεις και τα έργα υποδομής ισχυροποιώντας ακόμα περισσότερο τη νέα εξαρτημένη αστική τάξη των αλαουιτών, ενώ το εκπαιδευτικό σύστημα αναμορφώθηκε με την κρατικοποίηση των ιδιωτικών σχολείων (που αναπαρήγαγαν την παλιά αστική τάξη) και των ισλαμικών σπουδαστηρίων (δεξαμενή των Αδελφών Μουσουλμάνων). Σε όλα αυτά βέβαια πάντα υπήρχαν βίαιες αντιδράσεις, κυρίως του ισλαμικού κατεστημένου, και βίαιες καταστολές αυτών από το καθεστώς.
• Ποια η σύνθεση του μωσαϊκού της κοινωνίας της Συρίας;
Ο ιδιότυπος αραβικός εθνικισμός έχει μετατραπεί σε καμβά για μια πολιτική θρησκευτικών ελευθεριών που δύσκολα συναντάται σε άλλη αραβική χώρα. Σουνίτες μουσουλμάνοι (η πλειοψηφία του πληθυσμού) συνυπάρχουν με τις άλλες μουσουλμανικές σέκτες και το 11% του πληθυσμού που ακολουθεί τη χριστιανική θρησκεία. Το ενδιαφέρον είναι ότι το πολιτικό καθεστώς στην ουσία επιβάλλει αυτή την πολιτική ελευθεριών, αντιδρώντας (πολλές φορές και δυναμικά) σε προσπάθειες πολωτικής θρησκευτικής έκφρασης, τις οποίες και ποινικοποιεί, φοβούμενο το ενδεχόμενο μιας ισλαμικής μεταμόρφωσης του κράτους.
Αποτέλεσμα μιας νόθας εξαρτημένης αστικοποίησης του 20ού αιώνα, που είχε αποτέλεσμα την τεχνητή δημιουργία μιας μικρής, αδύναμης οικονομικά αλλά δυνατής πολιτικά, αστικής τάξης αλαβιτών κυρίως μουσουλμάνων, που συντηρούνται από τον δημόσιο τομέα, οι παραπάνω αξίες των οικογενειακών δικτύων φαίνεται να είναι οι κυρίαρχες και στη σύγχρονη κοινωνία, παρά τις αντίθετες προθέσεις του καθεστώτος – το οποίο συμβολοποιείται στο πρόσωπο του προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ. Ανέλαβε την εξουσία μετά τον θάνατο του πατέρα του (2000) και επανεκλέχθηκε το 2007 για μια νέα θητεία 7 ετών.
• Διεθνή ΜΜΕ κάνουν λόγο για «τρομοκρατία» και «αναγκαιότητα επέμβασης». Πώς το σχολιάζετε;
Η Συρία βρίσκεται στο επίκεντρο του παγκόσμιου γεωπολιτικού χάρτη εδώ και πολλά χρόνια, κυρίως ενοχοποιημένη ως μια χώρα με δημοκρατικό έλλειμμα που δίνει στέγη στην παγκόσμια τρομοκρατία και αποσταθεροποιεί την Μέση Ανατολή, εικόνες που παράγονται κυρίως από think tank και ΜΜΕ των ΗΠΑ. Παράλληλα είναι μια χώρα η οποία επισήμως έχει το «στίγμα» του εγκληματία. Ετήσιες εκθέσεις του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ την εντάσσουν στον κατάλογο των κρατών που υποθάλπουν την τρομοκρατία: από τις αρχές του 2000, καταδικάζεται από διεθνή φόρα και ΜΜΕ ότι έχει δολοφονήσει το 2005 τον τέως πρωθυπουργό του Λιβάνου, ενώ σύμφωνα και με ψήφισμα του Αμερικανικού Κογκρέσου το 2003 (SyrianAccountability Act) ο Αμερικανός πρόεδρος έχει την εξουσιοδότηση να διατάξει όταν το κρίνει σκόπιμο κυρώσεις κατά της Συρίας, κάτι που απείλησε ο G.W. Bush αρκετές φορές (όπως άλλωστε έκανε και ο Ομπάμα). Η διεθνής αντίδραση που παρατηρείται σήμερα δεν είναι κάτι το ιστορικά καινούργιο και προέρχεται πάντα από τα ίδια κέντρα.
• Ρωσία, Κίνα, Αμερική και Ε.Ε.: τι ζητούν από τη Συρία;
Η Συρία, μια χώρα με θετικό ενεργειακό ισοζύγιο και σημαντικό γεωπολιτικό ρόλο, είναι μια χώρα-«φιλέτο» για τον διεθνή καπιταλισμό. Μέχρι στιγμή οι εταιρείες που έχουν κερδίσει τα μέγιστα από τον οικονομικό νεοφιλευθερισμό του καθεστώτος είναι ρωσικές και κινεζικές. Οι αμερικανικές ήταν αποκλεισμένες λόγω της υποστήριξης στα ισραηλινά συμφέροντα (χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση), ενώ οι εταιρείες της Ε.Ε., ήδη από τα τέλη του 20ού αιώνα, προσπάθησαν να αντλήσουν πόρους, αλλά το κέρδος που αποκόμισαν ήταν τελικά πολύ μικρό (με χρονική σειρά, το Σύμφωνο της Ευρω-Μεσογειακής Συνεργασίας του 1995, το MEDA I για το χρονικό διάστημα 1995-1999 και το MEDA IΙ, το 2000-2004, είχαν μηδενική ώς ελάχιστη απορροφητικότητα).
• Το καθεστώς Ασαντ υποστηρίζεται από τη συριακή κοινωνία; Υπάρχει χώρος σε αυτό για στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες και ανθρώπινα δικαιώματα;
Το ερώτημα είναι σημαντικό και νομίζω ότι υπερβαίνει τα γεωγραφικά όρια της Συρίας. Μπορεί ένα καθεστώς, που λειτουργεί οικονομικά στη βάση με τον (έστω και μερικά ελεγχόμενο) νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, να έχει έναν αυταρχικό χαρακτήρα ελέγχου της ζωής των κατοίκων του, να διατηρείται και να δέχεται υψηλή κοινωνική υποστήριξη; Η απάντηση- για το καθεστώς Ασαντ- είναι ναι. Εχοντας σχεδιάσει συγκεκριμένες πολιτικές για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και με την εναλλακτική λύση να παρουσιάζεται απείρως χειρότερη από το παρόν, είναι λογική αυτή η υποστήριξη: από την εξαρτημένη αστική τάξη που αντλεί πολλά κέρδη από τη νέα «κοινωνική οικονομία», από τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες οι οποίες άλλωστε συμμετέχουν στη διοίκηση και την οικονομία της αγοράς, από τα φεμινιστικά κινήματα -γιατί η αυστηρά κατασταλτική πολιτική του καθεστώτος είναι η μόνη που μπορεί να δώσει απάντηση στο εθιμικό δίκαιο των «εγκλημάτων τιμής»-, από τους χαμένους του ανταγωνισμού – γιατί η επίσημη πολιτική στήριξης της μαύρης οικονομίας απορροφά τις κοινωνικές πιέσεις από τους χαμηλούς μισθούς.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια ότι η χώρα είναι παράδεισος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το αντίθετο. Επί του παρόντος, ωστόσο, λείπει το πολιτικό υποκείμενο που θα στηρίξει τέτοιες –αναγκαίες– κοινωνικές αλλαγές, ίσως και γιατί αποτέλεσμα της κυριαρχίας του Μπάαθ είναι η αποδυνάμωση κάθε αριστερής αντιπολίτευσης.