10 Σεπτεμβρίου 2013

Οι νομικοί γρίφοι των ΑΟΖ Ο πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου του Συμβουλίου της Ευρώπης Χρήστος Ροζάκης ερμηνεύει το ζήτημα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης


Αθανασόπουλος Αλ. Άγγελος
Αν ένα παράκτιο κράτος έχει μπροστά του ανοιχτή θάλασσα, τότε δεν έχει κανέναν περιορισμό να ορίσει την ΑΟΖ του ως το απώτερο όριο των 200 ναυτικών μιλίων. Τούτο δεν μπορεί να συμβεί όταν υπάρχουν «αντικείμενα» ή «παρακείμενα» κράτη σε απόσταση μικρότερη των 400 ναυτικών μιλίων ώστε και τα δύο να απολαμβάνουν πλήρη ΑΟΖ. Η Ελλάδα ανήκει ακριβώς σε αυτή την κατηγορία.Το ζήτημα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) απασχολεί εντονότατα την τελευταία πενταετία τον δημόσιο διάλογο. Αυτό συμβαίνει συνηθέστατα υπό έναν «παραμορφωτικό φακό». Ανάλογα με την απώτερη στόχευσή τους, διάφορες πλευρές (πολιτικά κόμματα, δημοσιογράφοι, αναλυτές) χρησιμοποιούν την ΑΟΖ ως «γαλλικό κλειδί» που αυτομάτως θα... ξεκλειδώσει όλα τα προβλήματα που επί 40 χρόνια κυριαρχούν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις τόσο στο Αιγαίο όσο και εσχάτως στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου ο εντοπισμός σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων έχει φορτίσει τη συζήτηση.

Για όλες αυτές τις πλευρές το βιβλίο του Χρήστου Ροζάκη συνιστά ανάγνωσμα απαραίτητο. Ο σημερινός πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου του Συμβουλίου της Ευρώπης γνωρίζει τα θέματα των θαλασσίων ζωνών όσο λίγοι στη χώρα μας. Επομένως, ιδιαίτερα όσα γράφει για την ΑΟΖ στο πρώτο κεφάλαιο θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον του μυημένου - και όχι μόνο - αναγνώστη.

Η Ελλάδα και η Τουρκία διεξάγουν από το 2002 διερευνητικές επαφές με σκοπό, μεταξύ άλλων, να βρουν τρόπο να οριοθετήσουν την υφαλοκρηπίδα. Σε αντίθεση όμως με την υφαλοκρηπίδα, που υφίσταται ως «φυσικό δικαίωμα», η ΑΟΖ απαιτεί, για να υπάρξει, την ανακήρυξή της από ένα κράτος. Μόνο έτσι αυτό αποκτά τα δικαιώματά της. Κάπου εδώ όμως εμφανίζονται οι περιπλοκές.

Αν ένα παράκτιο κράτος έχει μπροστά του ανοιχτή θάλασσα, τότε δεν έχει κανέναν περιορισμό να ορίσει την ΑΟΖ του ως το απώτερο όριο των 200 ναυτικών μιλίων. Τούτο δεν μπορεί να συμβεί όταν υπάρχουν «αντικείμενα» ή «παρακείμενα» κράτη σε απόσταση μικρότερη των 400 ναυτικών μιλίων ώστε και τα δύο να απολαμβάνουν πλήρη ΑΟΖ. Η Ελλάδα ανήκει ακριβώς σε αυτή την κατηγορία.

Το επόμενο, δύσκολο βήμα αφορά την οριοθέτηση με συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών, όπως προβλέπει η Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS) του 1982. Ο σκοπός είναι η «επίτευξη μιας δίκαιης λύσης». Τι γίνεται όμως αν τουλάχιστον το ένα από τα δύο κράτη, στην προκειμένη περίπτωση η Τουρκία, δεν έχει επικυρώσει τη UNCLOS; Τότε η προσφυγή σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ), καθίσταται ουσιαστικά μονόδρομος.

Ο κ. Ροζάκης αξιοποιεί την υπάρχουσα νομολογία για να περάσει το μήνυμα ότι μια «δίκαιη λύση» δεν θα ικανοποιεί μαξιμαλιστικές ελληνικές θέσεις. Το ΔΔΧ αποδίδει μεγάλη έμφαση στις «σχετικές περιστάσεις» που σχεδόν πάντα μεταβάλλουν την αρχή της μέσης γραμμής/ίσης απόστασης που επί χρόνια επικαλούνται οι ελληνικές κυβερνήσεις ως πιθανή διέξοδο για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Είναι σε αυτό το σημείο που δύο στοιχεία, το μήκος των ακτών και ο ρόλος των νησιών, διαδραματίζουν μείζονα ρόλο στις δικαστικές αποφάσεις.

Το κομμάτι του βιβλίου που αναφέρεται στον ρόλο των νησιών είναι από τα πλέον καλογραμμένα. Ο κ. Ροζάκης υπογραμμίζει πως «ενώ έχει γίνει αποδεκτό ότι όλα τα νησιά δικαιούνται ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, ωστόσο η έκταση του δικαιώματός τους ποικίλλει... Τα νησιά δεν αποτελούν την αποκλειστική πηγή άντλησης των δικαιωμάτων αλλά μόνον ένα τμήμα της και έτσι το ΔΔΧ είναι υποχρεωμένο να αναζητήσει την επήρεια που αυτά ασκούν στη συνολική, τελικά οριοθέτηση» (σελ. 28). Παράλληλα, προσθέτει, το ΔΔΧ αποδίδει ιστορικά μεγαλύτερη βαρύτητα στα ηπειρωτικά εδάφη, που απολαμβάνουν πλήρη δικαιώματα.

Επομένως, ανάλογα με το μέγεθος και τη θέση του νησιού καθορίζεται η επήρειά του. Οσο εγγύτερα βρίσκεται ένα νησί στο ηπειρωτικό έδαφος της χώρας στην οποία ανήκει τόσο λιγότερο επηρεάζει την οριοθέτηση. Αν όμως είναι απομακρυσμένο ή απομονωμένο (βλέπε Καστελόριζο), τότε το μέγεθός του, σε συνδυασμό με το μήκος των ακτών του αντικείμενου ή παρακείμενου κράτους, κρίνει την απόδοση πλήρους ή μερικής επήρειας σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα.

Πάντως η γεωγραφική συνέχεια και πυκνότητα των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο συνιστά, κατά τον κ. Ροζάκη, σημαντικότατο πλεονέκτημα για την Ελλάδα. Οσο για το Καστελόριζο, εμφανίζεται ρεαλιστής. Απορρίπτει την τουρκική θέση ότι το Καστελόριζο δεν δικαιούται παρά μόνο χωρικά ύδατα σημειώνοντας ότι δεν μπορεί να ιδωθεί παρά ως τμήμα ενός «εδαφικού τόξου» που περιλαμβάνει επίσης τη Ρόδο, την Κάρπαθο, την Κάσο και την Κρήτη. Προειδοποιεί όμως όσους ονειρεύονται ένωση των ΑΟΖ Ελλάδας - Κύπρου ότι το Καστελόριζο δεν αποκτά αυτομάτως «το δικαίωμα απεριόριστων θαλασσίων ζωνών» (σελ. 45).

Θα μπορούσε η Ελλάδα να οριοθετήσει μονομερώς ΑΟΖ; Ο κ. Ροζάκης λέει ξεκάθαρα ότι η UNCLOS δεν το προβλέπει σε περιπτώσεις γεωγραφικής στενότητας όπως η ελληνική. Και όχι μόνο αυτό, αλλά σε περίπτωση που υπάρξει μονομερής οριοθέτηση, «η νομιμοποίησή της έρχεται μόνο με την αποδοχή της από τα αντικείμενα και γειτονικά κράτη... Αμφισβήτηση των ορίων από αυτά αναιρεί ουσιαστικά την ολοκλήρωσή τους και προκαλεί διαφορά η οποία θα πρέπει να επιλυθεί» (σελ. 34).


Η έρευνα και η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων
Ο συγγραφέας εντοπίζει επίσης ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο στον νόμο 4001/2011 περί αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων. Η επισήμανση του εν λόγω νόμου ότι «ελλείψει συμφωνίας» οριοθέτησης με γειτονικά κράτη, «το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ (αφ' ης κηρυχθεί) είναι η μέση γραμμή», θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι μια μελλοντική κήρυξη ΑΟΖ ταυτίζεται με μονομερή οριοθέτηση βάσει της μέσης γραμμής. Αυτό θα ήταν αντίθετο στη UNCLOS (που μιλάει για συμφωνία), ενώ θα μπορούσε να προκαλέσει αμφισβήτηση της νομιμοποίησής της, άρα και γέννηση διαφοράς με άλλα κράτη, και κυρίως με την Τουρκία. Πιθανή τέτοια σαρωτική κίνηση θα ναρκοθετούσε το μέλλον των διερευνητικών επαφών και θα αφαιρούσε από την ελληνική πλευρά την ευελιξία να προσθέσει μελλοντικά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και το θέμα της ΑΟΖ - στο πλαίσιο μιας οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών «πολλαπλών χρήσεων». Ακόμη όμως και αν οι διερευνητικές επαφές παραμείνουν στο πλαίσιο αναζήτησης λύσης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αυτό δεν αναιρεί τα ελληνικά δικαιώματα εξερεύνησης υποθαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πόρων ούτε σημαίνει παραίτηση από μελλοντικές λύσεις συνθετότερου χαρακτήρα.