23 Νοεμβρίου 2015

Τέσσερα κείμενα για το Παρίσι


/var/www/rednotebook.gr/httpdocs/wp content/uploads/2015/11/151123 98d55fce9eca1a9af2d6b76dbfdbf9e152816dd1030d9f24f0b5fcd6d6d102b8
Παρουσιάζουμε εδώ μεταφρασμένα τέσσερα κείμενα από τις εφημερίδες "Le Monde", "L'Humanité" και "Libération", με θεματική σχετική με τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι και διάφορες διαστάσεις τους, όχι μόνο επικαιρικές, αλλά και με κάποιο ιστορικό βάθος.

Πληρώνουμε τις ανακολουθίες της γαλλικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή
Να είμαστε ρεαλιστές, να ζητάμε το ανέφικτο, διακήρυσσαν στους παρισινούς δρόμους οι ουτοπιστές του Μάη του 1968. Το να είμαστε ρεαλιστές σήμερα σημαίνει να απαιτούμε από αυτούς που κυβερνούν να φτάσουν μέχρι τις ρίζες αυτού του κακού, το οποίο στις 13 Νοεμβρίου σκότωσε τουλάχιστον 129 ανθρώπους στη γαλλική πρωτεύουσα.
Είναι πολλαπλές οι ρίζες και δεν πρόκειται να τις απαριθμήσουμε εδώ. Δεν θα επικαλεστούμε την εγκατάλειψη των προαστίων, ούτε το σχολείο, ούτε την ενδογαμική αναπαραγωγή των γαλλικών ελίτ, ανίκανων να διαβάσουν την πολυπλοκότητα του κόσμου. Σταθμίζουμε την πολλαπλότητα των αιτιών για την εξάπλωση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού. Δεν έχουμε καμία απλουστευτική πρόθεση, καθώς ξέρουμε μέχρι ποιό σημείο μπόρεσε να διευκολύνει την ανάδυση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού η στενότητα σχέσεων ανάμεσα στην πολιτική και τη θρησκευτική σφαίρα σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Αλλά σήμερα θέλουμε να θέσουμε υπό εξέταση τη διεθνή πολιτική μιας τραυματισμένης Γαλλίας και συνολικά του δυτικού κόσμου.

Για τον ισλαμισμό πρώτα: από την έναρξη της ανόδου του σε ισχύ, κατά τη δεκαετία του ’70, οι δυτικοί ιθύνοντες ήταν πεπεισμένοι πως εξελισσόταν σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη του αραβο-μουσουλμανικού κόσμου. Βοηθούσης της εξάρτησης από το πετρέλαιο, ενίσχυσαν το μεφιστοφελικό σύμφωνο, το οποίο τους διασυνδέει με τα κράτη που είναι η ιδεολογική μήτρα του ισλαμισμού· τα κράτη που τον διέδωσαν, τον χρηματοδότησαν, τον εξόπλισαν. Για να το κατορθώσουν, επινόησαν το οξύμωρο σχήμα του «μετριοπαθούς ισλαμισμού», με τον οποίο μπορούσαν να συμμαχήσουν. Μία από τις πιο πρόσφατες αποδείξεις γι’ αυτό είναι η υποστήριξη που προσφέρθηκε αυτούς τους τελευταίους μήνες στο καθεστώς του κυρίου Ερντογκάν, του οποίου γνωρίζουμε τις διασυνδέσεις με τον τζιχαντισμό και δεν συνέβαλαν λίγο στην επανεκλογή του. Αυτά τα τελευταία χρόνια, η Γαλλία συνέσφιξε στο έπακρο τους δεσμούς της με το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία, κλείνοντας τα μάτια στην ευθύνη τους για την παγκοσμιοποίηση του ισλαμιστικού εξτρεμισμού. Ο τζιχαντισμός είναι πριν απ’ όλα το τέκνο των Σαούντ και άλλων εμίρηδων, στους οποίους η Γαλλία ευαρεστείται να πουλάει ακατάπαυστα τα υψηλής τεχνολογίας όπλα της, περιφρονώντας τις «αξίες» που επικαλείται κάπως εσπευσμένα σε άλλες περιστάσεις. Οι Γάλλοι ιθύνοντες δεν έθεσαν ποτέ το ερώτημα σχετικά με το τι διαφοροποιεί τη βαρβαρότητα του «χαλιφάτου» από τη βαρβαρότητα του βασιλείου των Σαούντ. Δεν θέλουν να δουν ότι η ίδια ιδεολογία τους εμψυχώνει.

Οι νεκροί της 13ης Νοεμβρίου είναι, επίσης, θύματα αυτής της εθελούσιας τύφλωσης. Αυτή η διαπίστωση προστίθεται στον μακρύ κατάλογο υποστηρικτικών ενεργειών προς άλλους αιμοσταγείς δικτάτορες της Μέσης Ανατολής, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν ως υπέρμαχοι του λαϊκού κράτους, όταν αυτό συνέφερε, από τον Σαντάμ Χουσεΐν μέχρι τη δυναστεία Άσαντ ή τον Καντάφι· και οι οποίοι κολακεύονταν μέχρι όσο ήταν χρήσιμοι. Ο βαρύς λογαριασμός αυτών των τραγικών ανακολουθιών καταβλήθηκε σήμερα από πολίτες αθώους για τον συγχρόνως αφελή και υστερόβουλο κυνισμό των κυβερνώντων τους.

Η άλλη μήτρα για το εξορθολογισμένο παραλήρημα των τζιχαντιστών δολοφόνων είναι το ζήτημα του Ισραήλ και της Παλαιστίνης. Από δεκαετίες, οι ίδιοι δυτικοί ιθύνοντες, ακινητοποιημένοι σπασμωδικά μέσα από τη μνήμη της εβραϊκής γενοκτονίας, που διαπράχθηκε πριν από εβδομήντα χρόνια στην καρδιά της Ευρώπης, αρνούνται να εφαρμόσουν τις αποφάσεις του ΟΗΕ, ικανές να επιλύσουν το πρόβλημα, υποκύπτοντας στα διατάγματα της ισραηλινής ακροδεξιάς, η οποία βρίσκεται σήμερα στην εξουσία και έκανε από το Ολοκαύτωμα του 20ου αιώνα ένα κεφάλαιο συναλλαγής. Ποτέ δεν θα έχουμε μιλήσει αρκετά για το πόσο τα διπλά μέτρα και σταθμά, που αναγορεύθηκαν σε πολιτικό αξίωμα στη Μέση Ανατολή, εξέθρεψαν τη μνησικακία, η οποία εργαλειοποιήθηκε σε μίσος από τους ταυτοτικούς εργολάβους όλων των πλευρών. Λοιπόν, ναι, να είμαστε ρεαλιστές, να ζητάμε το ανέφικτο. Ας απαιτήσουμε από τη Γαλλία να βάλει ένα τέλος στις προνομιακές της σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, τις δύο μοναρχίες όπου το ουαχαβιτικό Ισλάμ είναι επίσημη θρησκεία, όσο αυτές δεν διακόπτουν κάθε σχέση με τους τζιχαντιστές επιγόνους τους, όσο οι νόμοι και οι πρακτικές τους αντιβαίνουν στη στοιχειώδη ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ας απαιτήσουμε, επίσης, από αυτό που αποκαλείται «η διεθνής κοινότητα» να εφαρμόσει αμέσως τις αποφάσεις του ΟΗΕ που αφορούν την ισραηλινή κατοχή και να επικυρώσει χωρίς χρονοτριβή την, υπερβολικά μετατιθέμενη στο μέλλον, δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, με την επιστροφή του Ισραήλ στα σύνορά του της 4ης Ιουνίου 1967.

Αυτά τα δύο μέτρα, τα οποία θα περιγελάσουν οι υπέρμαχοι μιας ρεαλπολιτίκ, τις καταστροφικές συνέπειες της οποίας δεν προλαβαίνουμε να μετράμε, δεν θα εξουδετερώσουν αυτοστιγμεί την τζιχαντιστική απειλή, που είναι σήμερα ριζωμένη παντού. Αλλά θα έχουν το τεράστιο προτέρημα να αποξηράνουν το έδαφός της. Τότε και μόνο τότε, τα αντιτρομοκρατικά μέτρα που λαμβάνονται σήμερα, εν κενώ κάθε πολιτικής ενόρασης, θα μπορούσαν ν’ αρχίσουν να γίνονται αποτελεσματικά.
Σοφί Μπεσίς και Μοχάμαντ Χάρμπι.

Το άρθρο των ιστορικών Sophie Bessis και Mohammad Harbi, με τίτλο «Nous payons les inconséquences de la politique française au Moyen-Orient», δημοσιεύθηκε στις 17.11.2015 στην εφημερίδα «Le Monde». Μετάφραση: Νίκος Σκοπλάκης.

Το ισλαμικό κράτος είναι και δημιούργημα του μπααθισμού
Η ανάδυση του ισλαμικού κράτους άπτεται ευθέως δύο πρόσφατων εμπειριών, του ιρακινού εμφυλίου και της συριακής επανάστασης· και μιας κοινής μήτρας, της επικράτησης του κόμματος Μπάαθ επί τριάντα χρόνια. Δεν είναι δίχως σημασία που αυτός ο νέος πολιτικός παράγοντας εμφανίσθηκε στο Ιράκ και στη Συρία, δύο χώρες σφραγισμένες από την εμπειρία τριάντα ετών αυταρχικής διακυβέρνησης, που κυριαρχήθηκαν από τους Άσαντ στη Συρία και από τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ. Και οι δυο κυβερνούν στο όνομα του μπααθισμού, αυταρχικού συστήματος, το οποίο κηρύσσει τον αραβικό εθνικισμό.

Χωρίς να επανέλθουμε λεπτομερώς στον χαρακτήρα αυτού του συστήματος, ούτε ελαχιστοποιώντας τις διαφορές των δύο κρατών, παραμένουν κάποια κοινά γνωρίσματα ανάμεσα στο Ιράκ και τη Συρία: το κράτος δικαίου παραχώρησε τη θέση του σε ένα νεφέλωμα πολιτικών αστυνομιών με καθήκον να περιαγάγουν τους πληθυσμούς στην υποταγή, υπό την καθοδήγηση ενός αρχηγού. Στο εξής, μόνο τα δίκτυα και οι προσωπικές διασυνδέσεις μπορούν να προφυλάξουν το άτομο ή να του επιτρέψουν την κοινωνική ανέλιξη. Η έντονη αμφισβήτηση των δύο μπααθικών συστημάτων ευνόησε την ανάδυση του ισλαμικού κράτους.

Στο Ιράκ, λίκνο του ισλαμικού κράτους, τρεις δεκαετίες πολέμου και εμπάργκο εξηγούν την εμφάνισή του. Η ιρακινή κοινωνία προοδευτικά κατατμήθηκε σε ομάδες, οι οποίες διεκδικούσαν κάποια θρησκευτική ή εθνοτική ταυτότητα. Αυτή η διαδικασία δεν έχει τίποτα το φυσικό ή το λογικό. Ανταποκρίνεται σε μια προσαρμογή του πληθυσμού για να επιβιώσει στις κυρώσεις και στην καταπίεση του καθεστώτος που βρίσκεται στην εξουσία. Επισυμβαίνει το «2003» και η καταστροφή του μπααθικού κράτους. Μια νέα πολιτική τυπολογία επιβάλλεται γοργά: ο κάτοχος της κεντρικής εξουσίας στηρίζεται σε μια θρησκειοποιημένη πελατεία (η διακυβέρνηση γίνεται σιιτική), μέσω παραστρατιωτικών σωμάτων, τα οποία διαθέτουν τη μέγιστη ελευθερία κινήσεων, και περιθωριοποιεί τις άλλες συνιστώσες του έθνους, κυρίως τους σουνιτικούς πληθυσμούς και τους εκπροσώπους τους. Ο λόγος της εξουσίας λειτουργεί με επιδεξιότητα. Ο παραμερισμός των σουνιτικών πληθυσμών τους ωθεί να αποδεχθούν την προσφυγή στη βία, σαν μοναδικό μέσο για να προσβάλουν μια κεντρική τάξη, που κρίνεται ως άδικη. Οι ομάδες που διακηρύσσουν πως είναι οι υπερασπιστές του σουνιτισμού, συνδέονται με τους τοπικούς πληθυσμούς, οι οποίοι τις αντιλαμβάνονται σαν υποκατάστατα εκπροσώπησης. Στο εσωτερικό του νεφελώματος από μαχητές του ιρακινού εμφυλίου, αναδύεται ένας: το ισλαμικό κράτος.

Για την κεντρική εξουσία, η χρήση θρησκευτικών πολιτικών, συγκαλυμμένη με αντιτρομοκρατικό μανδύα, βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία: με απεύθυνση στους σιιτικούς πληθυσμούς, καθίσταται ο σωτήρας τους ενώπιον της υπέρτατης απειλής και αποκτά την υποστήριξή τους· με απεύθυνση στη διεθνή κοινότητα, έρχεται σε σύγκρουση με τους «τρομοκράτες». Ανάμεσα στις αντίμαχες ομάδες, μία ενισχύεται από αυτή τη δυναμική στοχευμένης καταστολής: το ισλαμικό κράτος, στρατολογώντας ιδίως τους παλιούς μπααθιστές, οι οποίοι κομίζουν την τεχνογνωσία τους στον τομέα της επιτήρησης και της διαίρεσης του πληθυσμού. Αλλά αυτή η πρώτη εμπειρία δεν επαρκεί για να αποδώσει όλα τα πλεονεκτήματα στο ισλαμικό κράτος. Του χρειάζεται η συριακή επανάσταση για να γίνει αυτό που είναι. Μετά από δύο έτη ειρηνικών διαμαρτυριών (2011-2013) και, στη συνέχεια, «απελευθέρωση» εδαφών από ένοπλα σώματα που κατήγγελλαν το καθεστώς του Μπασάρ-αλ-Άσαντ, ο οποίος, σαν μοναδική απάντηση, αύξησε το επίπεδο της καταστολής (πολυβόλα, βαρύ πυροβολικό, αεροπορία…), συντελείται μια μετάλλαξη στις απελευθερωμένες ζώνες, πάντα αποκομμένες μεταξύ τους από την ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων και υποβαλλόμενες σε έντονους βομβαρδισμούς. Το καθεστώς καταλήγει να αποσυρθεί από μια ολόκληρη ζώνη που συνορεύει με το Ιράκ, επιτρέποντας στο ισλαμικό κράτος να εγκατασταθεί.

Ας πάρουμε ένα τοπικό παράδειγμα για να κατανοήσουμε την έλευσή του στο προσκήνιο. Στην πόλη Γιαραμπλούς στρατολογεί συμπαθούντες μεταξύ των οικογενειών που παλιά βρίσκονταν κοντά στο μπααθικό καθεστώς. Προσφέρει στους νέους απότακτους της επανάστασης (θείους, εξαδέλφους κλπ των διωχθέντων μπααθικών) το μοναδικό σύνθημα: την πραγματική ρήξη με κάθε πρότερη τάξη. Σε αντίθεση με μια επανάσταση που, ελλείψει υποστηρικτών και βοήθειας, διολισθαίνει μετά από τον δεύτερο χειμώνα της, το ισλαμικό κράτος προτείνει μια «επανάσταση της επανάστασης». Στο Τελ-Αμπιάντ, αφού τοποθέτησε πτώματα στους ελεύθερους χώρους κοντά στην πόλη, κάλεσε τους προύχοντες και τους πρόσταξε σε υπακοή. Τελικά αποδέχθηκαν. Καταναγκασμός και νέα τάξη διασταυρώνονται για να σφυρηλατήσουν αυτόν τον καινούργιο πολιτικό παράγοντα.

Το ισλαμικό κράτος επωφελείται από τρεις καινοτομίες, χάρη στο συριακό έδαφος. Πρώτα απ’ όλα, από το μέσο των κοινωνικών δικτύων, μπορεί να παρουσιάζεται στους έξω από τη Συρία πληθυσμούς ως υπερασπιστής των καταπιεσμένων της επανάστασης: το καθεστώς σφαγιάζει καθημερινά και εξαπλώνει την πείνα, ενώπιον ενός δυτικού κόσμου που αφήνει τα πράγματα να εξελίσσονται μόνα τους. Το ισλαμικό κράτος αναγορεύεται, λοιπόν, σε υπερασπιστή των σουνιτών μουσουλμάνων στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Έτσι απαλλοτριώνει τον ισλαμικό λόγο σαν ανθρωπιστική καταγγελία και τον μετασχηματίζει σε άκρως βίαιη απάντηση. Ακολούθως, γίνεται για τους κατοίκους της Συρίας αυτό που κομίζει μια νέα τάξη, θεμελιωμένη στον καταναγκασμό και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών. Κάτι που θυμίζει τις πρώτες περιόδους των μπααθικών καθεστώτων, τα οποία δημιουργούσαν χώρο σε περιθωριοποιημένους πληθυσμούς και δεσμεύονταν να απαντήσουν στις άμεσες ανάγκες στο μικροτοπικό επίπεδο. Συνολικά, τέλος, κινεί τις δύο δυναμικές που το γέννησαν: δανείζεται από τον ριζοσπαστικό ισλαμισμό επίφοβους τρόπους πάλης και κατορθώνει να τους μεταφράσει σε μια ανθρωπιστική γλώσσα· από το μπααθικό πεδίο αντλεί τη λογική της μαύρης τρύπας- κανείς δεν βλέπει αυτό που κάνει- και εκθέτει τις αντιφάσεις όλων των άλλων συστημάτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται σαν διάμεσος για να μετασχηματίσει στην ίδια την Ευρώπη μια τοπική καταγγελία νέων σε αναζήτηση νοήματος, σε ανθρωπιστική ζήτηση, την οποία μεταφράζει σε σειρά πράξεων ακραίας βίας. Με άλλα λόγια, το ισλαμικό κράτος είναι ικανό να κερδίζει για την υπόθεσή του περιφερειακούς πληθυσμούς, τους οποίους προσελκύει και μετασχηματίζει στην επαφή μαζί του χάρη στην κατάσταση της Μέσης Ανατολής, η οποία έχει καταστεί απολύτως άδικη για την πλειονότητα.

Άρα, στο ισλαμικό κράτος διασταυρώνονται τρία εκρηκτικά χαρακτηριστικά: η χειραγωγητική ισχύς των αυταρχικών μπααθικών καθεστώτων, η ορμή του ριζοσπαστικού ισλαμισμού και η ανθρωπιστική έγκληση, που εξετράπη σε ακραία βία.

Ματιέ Ρε
Το άρθρο του ιστορικού Matthieu Rey, με τίτλο «L’Etat islamique est aussi la créature du baasisme», δημοσιεύτηκε στις 18.11.2015 στην εφημερίδα «Le Monde», σελ. 23. Μετάφραση: Νίκος Σκοπλάκης.
Μπατακλάν
Μπατακλάν· μια λέξη-κόλαφος σήμερα. Ακούμε μέσα της τα καταιγιστικά πυρά αυτόματων όπλων και τα ουρλιαχτά των αθώων που είχαν συγκεντρωθεί για ν’ ακούσουν μουσική.
Με έτος ίδρυσης το 1865, ο χώρος έλκει το όνομά του από την οπερέτα του Όφενμπαχ, «Ba-Ta-Clan», μουσικό έργο κινεζικού ύφους, το οποίο παρουσιάστηκε στο θέατρο «Bouffes du Nord» το 1855. Αρχικά, η αρχιτεκτονική του διαμόρφωση, που οφείλεται στον Σαρλ Ντιβάλ, έδινε την εντύπωση κινεζικής παγόδας. Η αίθουσα στη λεωφόρο Βολτέρ άλλαξε πολύ έκτοτε και υποδέχθηκε πλήθος καλλιτεχνών, όπως τους Αριστίντ Μπριάν, Ντρανέμ, Μορίς Σεβαλιέ, Μαξίμ Λε Φορεστιέ… Αλλά η λέξη «bataclan» είναι ακόμα παλιότερη. Βρίσκουμε το ίχνος της στον 18ο αιώνα. Η καταγωγή της είναι σκοτεινή. Ίσως είναι μια ονοματοποιία, στην οποία εμφιλοχωρούσε το ρήμα «battre» («χτυπώ»). Μπατακλάν είναι μια απείθαρχη κι ενοχλητική σκευή. Ένα είδος θορυβώδους σύναξης («bastringue»), που έχει την ίδια έννοια με το παζάρι, αλλά σημαίνει, επίσης, τον λαϊκό χορό· λέξη πολύ κατάλληλη για να δηλώσει τη χαρμόσυνη αταξία της γιορτής και της ζωής.
Σήμερα, το Μπατακλάν ηχεί σαν καταστροφή, σαν κατακλυσμός… Η καταστροφή είναι αυτό που μας πέφτει κατακέφαλα και φέρνει στα πάντα τα πάνω κάτω. Το ελληνικό πρόθεμα κατά- σημαίνει προς τα πίσω, χαμηλά, προς τα κάτω… Η καταστροφή προκαλεί υποχώρηση. Στροφή είναι αυτό που επανέρχεται, αναποδογυρίζει, αναπαράγεται. Η καταστροφή είναι μοναδική, αλλά προορισμένη να αναπαραχθεί. Είναι, σε κάθε περίπτωση, ο κίνδυνος με τον οποίο απειλούν οι υπαίτιοί της. Η καταστροφή μπορεί να είναι φυσική ή ανθρώπινη. Στην προκειμένη περίπτωση, απάνθρωπη. Αλλά είναι πάντα ανθρώπινη, διότι είναι πάντα θύμα της η ανθρωπότητα. Στις θρησκευτικές και μυθολογικές δοξασίες, η καταστροφή ονομάζεται Αποκάλυψη και είναι υπερφυσική. Θεωρείται ως καταστροφή της ανθρωπότητας και προετοιμασία για την έλευση της βασιλείας του Θεού. Χρειάστηκαν αιώνες ώστε οι άνθρωποι να παραγκωνίσουν την ιδέα της Αποκάλυψης από τον δρόμο τους και να συγκατατεθούν στην ιδέα της εξέλιξης, που επιτρέπει να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους. Η καταστροφή της Λισαβόνας, το 1755, που έγινε η αφορμή για ένα μεγάλο ποίημα του Βολτέρου και μια ανταλλαγή επιστολών με τον Ρουσώ, συνέβαλε στο να οπισθοχωρήσει η ιδέα της θείας πρόνοιας.
Ορισμένοι σαλοί του Θεού φαντασιώνονται εαυτούς ως ιππότες της Αποκάλυψης και όργανα του Θεού. Αλλά η αιτία των δολοφονικών επιθέσεων είναι πολύ ανθρώπινη. Οι υπαίτιοί τους είναι τα τέρατα που γέννησε μια φιλοπόλεμη πολιτική. Είναι πιόνια πάνω στη σκακιέρα της Μέσης Ανατολής, όπου οι κυβερνήτες μας έπαιξαν με τη φωτιά, όπως και στη Λιβύη. Η προσφυγή στην τρομοκρατία είναι η ομολογία ενός απελπισμένου αδιεξόδου. Δίχως αμφιβολία, ανταποκρίνεται στις στρατιωτικές αποτυχίες που υφίσταται το «χαλιφάτο» στο έδαφός του. Ήδη τη στιγμή που μαινόταν η ισλαμοφασιστική τρομοκρατία στην Αλγερία, ο συγγραφέας Ταχάρ Κετάρ, παραθέτοντας ένα αραβικό λαϊκό απόφθεγμα, έλεγε πως ήταν «ο ολολυγμός του σφαγμένου πετεινού».

Φρανσίς Κομπ και Πατρισιά Λατούρ.
Το άρθρο του Francis Combe και της Patricia Latour, με τίτλο «Bataclan», δημοσιεύτηκε στις 19.11.2015 στην εφημερίδα «L’Humanité». Μετάφραση: Νίκος Σκοπλάκης.
Είναι ευγενικό, αλλά μην αισθάνεστε υποχρεωμένοι να προσευχηθείτε για το Παρίσι
Υπάρχει ένα χάσταγκ με το οποίο βγάζω σπυριά, τόσο περισσότερο που έχει υιοθετηθεί από ολόκληρο τον κόσμο. Το χάσταγκ τιτλοφορείται «#prayforparis». Και από την Χίλαρυ Κλίντον μέχρι τον Τέντι Ρίνερ, περνώντας από τον Τιάγκο Σίλβα, είναι γεμάτοι από συμπάθεια και οίκτο όλοι αυτοί που θέλουν να προσευχηθούν για το Παρίσι. Μόνο που όχι, όχι, δεν πρέπει, μα τον Θεό, όχι, διότι θα ήταν σαν να έπαιζαν το παιχνίδι των φιλόθρησκων και των πολέμων τους. Δεν θα έφτανα να πω ότι παίζουν το παιχνίδι των ισλαμιστών, αλλά σχεδόν… Μοιάζω λίγο περιφρονητικός μωρόπιστος και πολύ κακόβουλος εξυπνάκιας με το να αρνούμαι προθέσεις τόσο καλής επιτέλεσης, τόσο περίλυπες μέριμνες, τόσο τεθλιμμένα συναισθήματα. Και κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει την αντίδρασή μου στον αγγλοσαξονικό κόσμο.

Να σας εξηγήσω. Η Γαλλία είναι ένα λαϊκό κράτος όπου όλες οι θρησκείες έχουν το δικαίωμα να υπάρχουν, αλλά οφείλουν να αποτραβιούνται στην ιδιωτική σφαίρα. Η δημόσια σφαίρα ανήκει σε όλους τους πολίτες, χωρίς διάκριση φυλής, πεποιθήσεων ή θρησκείας. Ήταν μακρύς ο τσακωμός από το 1789 ανάμεσα στην καθολική αντίδραση και τον δημοκρατικό προοδευτισμό. Αυτό τερματίστηκε με τον διαχωρισμό της εκκλησίας και του κράτους το 1905. Και γι’ αυτό ο πρόεδρος της Γαλλίας δεν ορκίζεται στη Βίβλο, όταν αναλαμβάνει τα καθήκοντά του, σε αντίθεση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Και γι’ αυτό την Τρίτη το βράδυ, κατά τον ποδοσφαιρικό αγώνα Αγγλίας-Γαλλίας, η «Μασσαλιώτιδα» που πρόκειται να τραγουδήσουν με μια φωνή οι αγαπημένοι μας «εχθροί», οι γοητευτικοί Άγγλοι εξάδελφοί μας, τους οποίους λατρεύουμε να πειράζουμε και αντιστρόφως, είναι ένας επαναστατικός ύμνος, όταν οι Βρετανοί διασαλπίζουν πως προσήκει στον Θεό να σώζει τη βασίλισσά τους. Και γι’ αυτό η γαλλική δημοκρατία δεν υποκύπτει στη σαρία, ούτε σε καμία επιταγή του κλήρου, ούτε στους πιστούς, ούτε στους πάστορες, ούτε στους ιμάμηδες, ούτε στους ραβίνους.

Δεν είμαι αφελής. Ξέρω καλά ότι οι θρησκομανείς όλων των ειδών πασχίζουν να βαρύνουν στις κοινωνικές επιλογές της χώρας, αλλά η μεγαλοσύνη της Γαλλίας είναι να αντιστέκεται σ’ αυτό όσο μπορεί. Κι όταν υποχωρεί σ’ αυτό, με εξοργίζει. Προσθέτω πως πρέπει να εξελίξουμε τον νόμο του 1905, να κατασκευάσουμε τζαμιά και να εκπαιδεύσουμε, αν όχι να μισθοδοτήσουμε, ιμάμηδες, όπως ο φόρος χρηματοδοτεί σχολεία κοινοτήτων και αυτά τα ιστορικά μνημεία που έγιναν οι εκκλησίες. Όλα αυτά για να πούμε ότι διαπράττουμε ένα θεμελιώδες λάθος, όταν χρησιμοποιούμε το χάσταγκ «#prayforparis». Το Παρίσι χτυπήθηκε για την εορταστική του αθρησκία, γι’ αυτή την όψη Σόδομα και Γόμορρα που έχει αναδεχθεί, για την αναμφιβόλως ηλίθια, αλλά πολύ αξιέπαινη ανεκτικότητά του προς όλες τις θρησκείες όσο παραμένουν γονυκλινείς στο κουβούκλιο του ενδόμυχού τους.
Σας παρακαλούμε, αγαπητοί φίλοι του ελεύθερου κόσμου και της χριστιανικής Δύσης, αποφύγετε να μας δεσμεύσετε στον δικό σας θρησκευτικό πόλεμο, κάνοντας από τον πύργο του Άϊφελ ένα τάμα και από την τρίχρωμη σημαία ένα λάβαρο θρησκευτικής πομπής. Και προσπαθήστε να προχωρήσετε προς αυτή τη λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτή εκκοσμίκευση, που είναι δική μας ιδιαιτερότητα και τα ξανασυζητάμε. Αν έχετε πραγματικά ανάγκη από ένα χάσταγκ, δοκιμάστε το «Peace for Paris» ή «Paris is About Life» ή με τον τρόπο του Χέμινγουεϊ, «το Παρίσι είναι πάντα μια γιορτή». Και όσο για το λογότυπο της επικαιρότητας, κρατήστε το χίπικο σήμα με τον πύργο του Άϊφελ στο κέντρο του. Αυτό το τέρας από πατριωτικά παλιοσίδερα, που τόσο σιχαινόμουν και που οι Καταριανοί της Παρί-Σαιν-Ζερμέν ήθελαν να ιδιοποιηθούν, ξαναβρίσκει μια πολιτική φρεσκάδα, προσαρμοσμένο στο έμβλημα της ειρήνης και της αγάπης.

Ο σχεδιαστής και κινηματογραφιστής Ζοάν Σφαρ το είπε πολύ καλά: «φίλοι ολόκληρου του κόσμου, ευχαριστώ για το #prayforparis, αλλά δεν έχουμε ανάγκη από περισσότερη θρησκεία. Πιστεύουμε στη μουσική, στις αγκαλιές, στη ζωή, στη σαμπάνια και στη χαρά». Λοιπόν, σύμφωνοι; Σταματάμε τις προσευχές; Πάμε να πιούμε ένα ποτηράκι ενάντια στον φονταμενταλισμό και να ρίξουμε ένα πυροτέχνημα ενάντια στον σκοταδισμό;
Λικ Λε Βαγιάν

Το άρθρο του Luc Le Vaillant, με τίτλο « C’est gentil, mais ne vous sentez pas obligé de prier pour Paris », δημοσιεύτηκε στις 17.11.2015 στην εφημερίδα «Libération». Μετάφραση: Νίκος Σκοπλάκης.http://rednotebook.gr/2015/11/tessera-kimena-gia-to-parisi/#.VlMJ2dNL6kw.twitter