Η πρόσφατη πολιτική κινητικότητα στο παλαιστινιακό
ζήτημα μετά την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους από τη Σουηδία, την
πρώτη χώρα της Δύσης που έπραξε κάτι τέτοιο σε διμερές επίπεδο, έχει
ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα του Παλαιστινιακού. Παράλληλα, οδήγησε στην
αλυσιδωτή μίμηση της σουηδικής πρωτοβουλίας σε επίπεδο κοινοβουλευτικής
διαβούλευσης από άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Βρετανία, η Ιρλανδία
και η Ισπανία, με τη Γαλλία χθες να βρίσκεται ήδη στο ίδιο μήκος
κύματος. Ομολογουμένως η Δύση έχει καθυστερήσει να δράσει ενεργά σε αυτό
το πλαίσιο, τη στιγμή που 135 από τα 193 μέλη του ΟΗΕ, από όλες τις
ηπείρους πλην της Ευρώπης, της Β. Αμερικής και της Ωκεανίας, έχουν ήδη
προβεί σε αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους.
Αδιαμφισβήτητα, σε αντίθεση με την αμερικανική και ιταλική θέση, η καθυστέρηση επίλυσης του Παλαιστινιακού με το παρατεταμένο πάγωμα των διαπραγματεύσεων δεν αποτελεί θετική εξέλιξη για τη γεωπολιτική σταθερότητα. Παράλληλα, η παγωμένη διαδικασία διαπραγμάτευσης συνοδεύεται από αύξηση των παράνομων ισραηλινών εποικισμών στην περιοχή Γ των κατεχομένων, που αποτελεί το 61% της συνολικής επικράτειας της Δυτικής Οχθης. Συνέπεια αυτών είναι η περιπλοκή στην πορεία δημιουργίας δύο ανεξάρτητων κρατών και η παράλληλη αύξηση της βίας στη Λωρίδα της Γάζας. Είναι εμφανές ότι η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων χρειάζεται ισχυρή ώθηση την οποία δίνει η κίνηση της Σουηδίας.
Παρά τη διαφωνία του Ισραήλ και την εν μέρει δικαιολογημένη ανησυχία του σε θέματα ασφάλειάς του, δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί το πάγωμα των διαπραγματεύσεων που συνοδεύεται από καταστροφή και απογοήτευση. Η πολιτική κινητικότητα στα Κοινοβούλια της Ευρώπης δεν είναι πρώιμη αλλά καθυστερημένη. Το γεγονός ότι το θέμα απασχολεί τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια αποτελεί ενθαρρυντική εξέλιξη για τη γεωπολιτική σταθερότητα σε εποχή ευρείας αποσταθεροποίησης στη Μεσοποταμία και το Λεβάντε. Παράλληλα, αποτελεί πρώτης τάξης ευκαιρία για την ανάδειξη των μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων και στις δύο πλευρές.
Εντύπωση προκαλεί το ότι, παρά το πρόδηλο ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για το θέμα, οι Ελληνες βουλευτές, απορροφημένοι από τα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, δεν έχουν προσδώσει τη δέουσα σημασία στο Παλαιστινιακό, το οποίο αποτελεί μείζον θέμα με γεωπολιτικές προεκτάσεις που αγγίζει το Κυπριακό. Αυτό ισχύει και για τη συγκυβέρνηση αλλά και για τη μείζονα αντιπολίτευση. Πέραν του ζητήματος της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, το θέμα της Παλαιστίνης προκαλεί πονοκέφαλο στο κυβερνητικό επιτελείο στο πλαίσιο γεωπολιτικής λόγω των ενισχυόμενων σχέσεων της Αθήνας με το Τελ Αβίβ στην Ενέργεια και την κρίση στην Κύπρο με την Τουρκία.
Ωστόσο, η Αθήνα έχει τόσα περιθώρια ελιγμών στο Παλαιστινιακό όσα και το Ισραήλ στο Κυπριακό (βλ. την παρουσία του Τουρκοκύπριου «υπουργού Εξωτερικών» του ψευδοκράτους, Οζντίλ Ναμί, στο Ισραήλ στις 6 Νοεμβρίου 2014). Στη φαρέτρα της Ελλάδας υπάρχει ακόμη η κληρονομιά των ελληνοαραβικών σχέσεων. Τα εν λόγω δύο, συνδυαζόμενα, καθιστούν την Ελλάδα ιδιαίτερη χώρα στο Παλαιστινιακό. Η Ελλάδα καλείται για άλλη μια φορά να ασκήσει τον δικό της εποικοδομητικό ρόλο με δημιουργική και ισορροπημένη διπλωματία. Στην παρούσα φάση, η Αθήνα, η οποία έχει παγιωμένη τη θέση της περί δύο ανεξάρτητων κρατών, καλείται από τις εξελίξεις να επιβεβαιώσει αυτή τη θέση στην πράξη και να μην περιοριστεί σε φραστικό επίπεδο. Να πάρει θέση και να συζητήσει στη Βουλή το θέμα της αναγνώρισης από την ελληνική κυβέρνηση παλαιστινιακού κράτους. Και αν διστάζει να προβεί στην αναγνώριση της Παλαιστίνης τώρα, έχει τη δυνατότητα με τους λοιπούς Ευρωπαίους να θέσει την προοπτική αναγνώρισής της ως προϋπόθεση για την άμεση επανέναρξη των συνομιλιών μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων.
Η τήρηση του διεθνούς δικαίου στο Παλαιστινιακό αποτελεί ζητούμενο και σημείο αναφοράς για τη δόμηση εμπιστοσύνης ανάμεσα στις εμπλεκόμενες πλευρές, στέλνοντας το μήνυμα και για άλλα ανοιχτά ζητήματα της ευρύτερης περιοχής, όπως το Κυπριακό και το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Σε αντίθετη περίπτωση, ενισχύονται οι συνθήκες για την κλιμάκωση της βίας και την περιφερειακή αποσταθεροποίηση, την οποία λίγοι επιθυμούν - και σε καμία περίπτωση η Αθήνα.
* Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ
Αδιαμφισβήτητα, σε αντίθεση με την αμερικανική και ιταλική θέση, η καθυστέρηση επίλυσης του Παλαιστινιακού με το παρατεταμένο πάγωμα των διαπραγματεύσεων δεν αποτελεί θετική εξέλιξη για τη γεωπολιτική σταθερότητα. Παράλληλα, η παγωμένη διαδικασία διαπραγμάτευσης συνοδεύεται από αύξηση των παράνομων ισραηλινών εποικισμών στην περιοχή Γ των κατεχομένων, που αποτελεί το 61% της συνολικής επικράτειας της Δυτικής Οχθης. Συνέπεια αυτών είναι η περιπλοκή στην πορεία δημιουργίας δύο ανεξάρτητων κρατών και η παράλληλη αύξηση της βίας στη Λωρίδα της Γάζας. Είναι εμφανές ότι η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων χρειάζεται ισχυρή ώθηση την οποία δίνει η κίνηση της Σουηδίας.
Παρά τη διαφωνία του Ισραήλ και την εν μέρει δικαιολογημένη ανησυχία του σε θέματα ασφάλειάς του, δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί το πάγωμα των διαπραγματεύσεων που συνοδεύεται από καταστροφή και απογοήτευση. Η πολιτική κινητικότητα στα Κοινοβούλια της Ευρώπης δεν είναι πρώιμη αλλά καθυστερημένη. Το γεγονός ότι το θέμα απασχολεί τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια αποτελεί ενθαρρυντική εξέλιξη για τη γεωπολιτική σταθερότητα σε εποχή ευρείας αποσταθεροποίησης στη Μεσοποταμία και το Λεβάντε. Παράλληλα, αποτελεί πρώτης τάξης ευκαιρία για την ανάδειξη των μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων και στις δύο πλευρές.
Εντύπωση προκαλεί το ότι, παρά το πρόδηλο ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για το θέμα, οι Ελληνες βουλευτές, απορροφημένοι από τα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, δεν έχουν προσδώσει τη δέουσα σημασία στο Παλαιστινιακό, το οποίο αποτελεί μείζον θέμα με γεωπολιτικές προεκτάσεις που αγγίζει το Κυπριακό. Αυτό ισχύει και για τη συγκυβέρνηση αλλά και για τη μείζονα αντιπολίτευση. Πέραν του ζητήματος της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, το θέμα της Παλαιστίνης προκαλεί πονοκέφαλο στο κυβερνητικό επιτελείο στο πλαίσιο γεωπολιτικής λόγω των ενισχυόμενων σχέσεων της Αθήνας με το Τελ Αβίβ στην Ενέργεια και την κρίση στην Κύπρο με την Τουρκία.
Ωστόσο, η Αθήνα έχει τόσα περιθώρια ελιγμών στο Παλαιστινιακό όσα και το Ισραήλ στο Κυπριακό (βλ. την παρουσία του Τουρκοκύπριου «υπουργού Εξωτερικών» του ψευδοκράτους, Οζντίλ Ναμί, στο Ισραήλ στις 6 Νοεμβρίου 2014). Στη φαρέτρα της Ελλάδας υπάρχει ακόμη η κληρονομιά των ελληνοαραβικών σχέσεων. Τα εν λόγω δύο, συνδυαζόμενα, καθιστούν την Ελλάδα ιδιαίτερη χώρα στο Παλαιστινιακό. Η Ελλάδα καλείται για άλλη μια φορά να ασκήσει τον δικό της εποικοδομητικό ρόλο με δημιουργική και ισορροπημένη διπλωματία. Στην παρούσα φάση, η Αθήνα, η οποία έχει παγιωμένη τη θέση της περί δύο ανεξάρτητων κρατών, καλείται από τις εξελίξεις να επιβεβαιώσει αυτή τη θέση στην πράξη και να μην περιοριστεί σε φραστικό επίπεδο. Να πάρει θέση και να συζητήσει στη Βουλή το θέμα της αναγνώρισης από την ελληνική κυβέρνηση παλαιστινιακού κράτους. Και αν διστάζει να προβεί στην αναγνώριση της Παλαιστίνης τώρα, έχει τη δυνατότητα με τους λοιπούς Ευρωπαίους να θέσει την προοπτική αναγνώρισής της ως προϋπόθεση για την άμεση επανέναρξη των συνομιλιών μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων.
Η τήρηση του διεθνούς δικαίου στο Παλαιστινιακό αποτελεί ζητούμενο και σημείο αναφοράς για τη δόμηση εμπιστοσύνης ανάμεσα στις εμπλεκόμενες πλευρές, στέλνοντας το μήνυμα και για άλλα ανοιχτά ζητήματα της ευρύτερης περιοχής, όπως το Κυπριακό και το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Σε αντίθετη περίπτωση, ενισχύονται οι συνθήκες για την κλιμάκωση της βίας και την περιφερειακή αποσταθεροποίηση, την οποία λίγοι επιθυμούν - και σε καμία περίπτωση η Αθήνα.
* Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ