Εάν κάποτε συνειδητοποιούσαμε
τι παιχνίδια παίζουν οι άνθρωποι του κεφαλαίου, πόσο αυξάνουν τον
πλούτο τους κερδοσκοπώντας στην εξαθλίωση της χώρας και πόσο παραμένουν
ανέγγιχτοι από τη βάσανο της φορολόγησης, το λιγότερο που θα κάναμε ήταν
να εξεγερθούμε, χθες. Οι δανειστές πιέζουν την κυβέρνηση να πιέσει αυτή
με τη σειρά της τούς μικρούς και αδύναμους μικρομεσαίους και μεσαίους.
Ουδέποτε απαίτησαν από τη συγκυβέρνηση-καρικατούρα να φορολογήσει το
μεγάλο κεφάλαιο, ώστε να ανακουφιστούν οι μικροί και ταυτόχρονα να
επέλθει μια κάποια μορφή δικαιοσύνης στη διακυβέρνηση της ταλαίπωρης
χώρας.
Ποιος θα τολμήσει κάτι τέτοιο; Θα πέσουν πάνω του να τον φάνε. Ουδείς είναι σε θέση να θίξει τα ιερά και τα όσια του κεφαλαίου... Κάτι ψελλίζει η αξιωματική αντιπολίτευση, δεν αρθρώνει, όμως, ουσιαστικό και πειστικό λόγο. Σε καιρούς που ο συνδικαλισμός ενδιαφέρεται μόνο για την άνοδο των στελεχών του στην κλίμακα της πολιτικής, έχοντας ξεπουληθεί ξετσίπωτα στο πολιτικό σύστημα, και οι «διανοούμενοι» απλώς τραυλίζουν, πού να βρει η κοινωνία το σθένος να εξεγερθεί κατά του παγκοσμίου εγκλήματος που δεν είναι άλλο από την ύπαρξη του κεφαλαίου;
Πώς -στη συνέχεια- να ανασκολοπιστεί, να αυτοτραυματιστεί, αλλά επιτέλους να καταλάβει ότι η εξουσία και το κεφάλαιο στηρίζονται στην αμάθειά της, την αδιαφορία της, τη ραθυμία της και, τέλος, την εθελοδουλεία της; Ελα, ντε· πώς; Πού, πότε, ποιος, γιατί; Και λοιπά.
Δεν είναι μόνο η κυβέρνηση σε αδιέξοδο. Ποιο αδιέξοδο; Δική της επιλογή και συμφωνία είναι να εξαντλήσει τα όρια της υπομονής και της φτώχειας που βιώνουν οι πολλοί. Είναι και τα μίντια που σκορπίζουν τη σύγχυση, κυρίως κάποιοι πρώην αριστεροί που σιγά σιγά ανακάλυψαν την αίγλη του πλούτου και μαγεύτηκαν από τον ρεαλισμό των ανθρώπων του, έναν ιδιότυπο ρεαλισμό, είναι αλήθεια, κομμένο και ραμμένο στα ιδιοτελή τους μέτρα. Ο πραγματικός ρεαλισμός (θάνατοι εκατομμυρίων παιδιών από πείνα, πόλεμοι, χάσμα αγεφύρωτο μεταξύ πλουσίων και φτωχών, ανυπαρξία κοινωνικής δικαιοσύνης) δεν αφορά αυτούς τους κυρίους. Αρπαξε τον χρόνο (μέρα) σού λένε, ο χρόνος είναι χρήμα και όλα τα συνεπακόλουθα αμοραλιστικά.
Εάν λοιπόν υποψιαζόμασταν έστω την εγκληματικότητα του κεφαλαίου και των πρόθυμων λακέδων του, ίσως αναγκαζόμασταν να στραφούμε μέσα μας και ίσως ανακαλύπταμε τη μεγάλη δύναμη της κοινωνίας. Και αν ακόμη δεν καταφέρναμε να αυτοθεσμιστούμε, ίσως ιχνηλατούσαμε την ευεργεσία της εξέγερσης εναντίον εκείνων που μας εκμεταλλεύονται στυγνά και αδυσώπητα.
Και ίσως δεν λέγαμε τόσες ανοησίες που μεταθέτουν το βάρος της ευθύνης από τους πραγματικά υπεύθυνους του κεφαλαίου και τα πιστά σκυλιά τους (πολιτικούς, δημοσιογράφους στην πλειονότητα) σε μερικά παρεκκλίνοντα πρόσωπα και συμπεριφορές, σε αιρετικούς της σκέψης και του τρόπου ζωής, σε λογής διαφορετικούς ή καταπιεζόμενες μειονότητες. Δεν θα λέγαμε ποτέ «όχι» στη χορήγηση εκπαιδευτικών αδειών στους κρατούμενους και δεν θα βλέπαμε στο πρόσωπο ενός άγουρου αγοριού τους τρομοκράτες του μέλλοντος, αυτούς που θα συντρίψουν το καλό μας σύστημα. Αρκετά μ’ αυτές τις ανοησίες. Δεν είναι ότι είμαστε άστοχοι σκοπευτές, απλώς έχουμε τόση σύγχυση ώστε δεν βλέπουμε ποιος είναι ο στόχος, ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός διάολε (που δεν είναι άλλος από την εξουσία· τον κάθε μηχανισμό εξουσίας: προϊσταμένους, διευθυντές, δημάρχους, δημοσιογράφους, εφοπλιστές και όλο το γνωστό σκυλολόι). Εκτός εάν δεν συμφωνούμε κατ’ αρχήν.
Ποιος θα τολμήσει κάτι τέτοιο; Θα πέσουν πάνω του να τον φάνε. Ουδείς είναι σε θέση να θίξει τα ιερά και τα όσια του κεφαλαίου... Κάτι ψελλίζει η αξιωματική αντιπολίτευση, δεν αρθρώνει, όμως, ουσιαστικό και πειστικό λόγο. Σε καιρούς που ο συνδικαλισμός ενδιαφέρεται μόνο για την άνοδο των στελεχών του στην κλίμακα της πολιτικής, έχοντας ξεπουληθεί ξετσίπωτα στο πολιτικό σύστημα, και οι «διανοούμενοι» απλώς τραυλίζουν, πού να βρει η κοινωνία το σθένος να εξεγερθεί κατά του παγκοσμίου εγκλήματος που δεν είναι άλλο από την ύπαρξη του κεφαλαίου;
Πώς -στη συνέχεια- να ανασκολοπιστεί, να αυτοτραυματιστεί, αλλά επιτέλους να καταλάβει ότι η εξουσία και το κεφάλαιο στηρίζονται στην αμάθειά της, την αδιαφορία της, τη ραθυμία της και, τέλος, την εθελοδουλεία της; Ελα, ντε· πώς; Πού, πότε, ποιος, γιατί; Και λοιπά.
Δεν είναι μόνο η κυβέρνηση σε αδιέξοδο. Ποιο αδιέξοδο; Δική της επιλογή και συμφωνία είναι να εξαντλήσει τα όρια της υπομονής και της φτώχειας που βιώνουν οι πολλοί. Είναι και τα μίντια που σκορπίζουν τη σύγχυση, κυρίως κάποιοι πρώην αριστεροί που σιγά σιγά ανακάλυψαν την αίγλη του πλούτου και μαγεύτηκαν από τον ρεαλισμό των ανθρώπων του, έναν ιδιότυπο ρεαλισμό, είναι αλήθεια, κομμένο και ραμμένο στα ιδιοτελή τους μέτρα. Ο πραγματικός ρεαλισμός (θάνατοι εκατομμυρίων παιδιών από πείνα, πόλεμοι, χάσμα αγεφύρωτο μεταξύ πλουσίων και φτωχών, ανυπαρξία κοινωνικής δικαιοσύνης) δεν αφορά αυτούς τους κυρίους. Αρπαξε τον χρόνο (μέρα) σού λένε, ο χρόνος είναι χρήμα και όλα τα συνεπακόλουθα αμοραλιστικά.
Εάν λοιπόν υποψιαζόμασταν έστω την εγκληματικότητα του κεφαλαίου και των πρόθυμων λακέδων του, ίσως αναγκαζόμασταν να στραφούμε μέσα μας και ίσως ανακαλύπταμε τη μεγάλη δύναμη της κοινωνίας. Και αν ακόμη δεν καταφέρναμε να αυτοθεσμιστούμε, ίσως ιχνηλατούσαμε την ευεργεσία της εξέγερσης εναντίον εκείνων που μας εκμεταλλεύονται στυγνά και αδυσώπητα.
Και ίσως δεν λέγαμε τόσες ανοησίες που μεταθέτουν το βάρος της ευθύνης από τους πραγματικά υπεύθυνους του κεφαλαίου και τα πιστά σκυλιά τους (πολιτικούς, δημοσιογράφους στην πλειονότητα) σε μερικά παρεκκλίνοντα πρόσωπα και συμπεριφορές, σε αιρετικούς της σκέψης και του τρόπου ζωής, σε λογής διαφορετικούς ή καταπιεζόμενες μειονότητες. Δεν θα λέγαμε ποτέ «όχι» στη χορήγηση εκπαιδευτικών αδειών στους κρατούμενους και δεν θα βλέπαμε στο πρόσωπο ενός άγουρου αγοριού τους τρομοκράτες του μέλλοντος, αυτούς που θα συντρίψουν το καλό μας σύστημα. Αρκετά μ’ αυτές τις ανοησίες. Δεν είναι ότι είμαστε άστοχοι σκοπευτές, απλώς έχουμε τόση σύγχυση ώστε δεν βλέπουμε ποιος είναι ο στόχος, ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός διάολε (που δεν είναι άλλος από την εξουσία· τον κάθε μηχανισμό εξουσίας: προϊσταμένους, διευθυντές, δημάρχους, δημοσιογράφους, εφοπλιστές και όλο το γνωστό σκυλολόι). Εκτός εάν δεν συμφωνούμε κατ’ αρχήν.