Όταν
η τουρκική εξωτερική πολιτική άρχισε να εφαρμόζει το δόγμα του
«στρατηγικού βάθους», οραματιζόμενη το ρόλο του «νεοοθωμανού ηγεμόνα»,
θεωρούσε ότι στο δρόμο θα είχε «μηδενικές τριβές». Αυτή η αντίληψη,
στηριζόταν εν πολλοίς στην απουσία αραβικής ενότητος και στρατηγικής και
στην απομόνωση του Ιράν. Η ακύρωση του άξονα με το Ισραήλ ήταν μία
μανούβρα τακτικής που εξυπηρετούσε επικοινωνιακώς την προσπάθεια της
Τουρκίας να κερδίσει αξιοπιστία και να καλύψει το ηγετικό κενό στη Μέση
Ανατολή.
Η
Συρία ήταν το πρώτο κράτος της περιοχής που ανταποκρίθηκε θετικά στο
νέο άνοιγμα της Τουρκίας, διαμορφώνοντας, μέχρι την Άνοιξη το 2011, μία
στρατηγική εταιρική σχέση. Ο Άσαντ πίστευε ότι μία τέτοια σχέση, με ένα
κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, θα έδιδε την ευκαιρία στη Δαμασκό να ξεφύγει από
την απομόνωση που βίωνε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Η Τουρκία, όμως, παρουσιάστηκε ανειλικρινής στη σχέση αυτή πλην όμως πιστή στο στρατηγικό στόχο του «νεοοθωμανού ηγεμόνα». Μόλις ξέσπασε η κρίση στη Συρία, ανέλαβε το ρόλο του συντονιστή των στρατιωτικών επιθέσεων εναντίον του καθεστώτος Άσαντ, ωσάν η Συρία να ήταν επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αναλαμβάνοντας αυτό το ρόλο, η κυβέρνηση Ερντογάν υπελόγισε, εσφαλμένα τελικώς, ότι η κρίση θα είχε βραχύ χρονικά χαρακτήρα. Η παρατεταμένη χρονική διάρκεια του εμφυλίου πολέμου καθώς επίσης και οι αντοχές του καθεστώτος Άσαντ, δημιούργησαν μόνο αδιέξοδα και προβλήματα για την Άγκυρα.
Τώρα
έρχεται αντιμέτωπη με ένα νέο, εξίσου σκληρό πρόβλημα, αυτό της
Αιγύπτου.
Η προσπάθεια αύξησης της επιρροής της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή δέχεται ισχυρό ράπισμα μετά το πραξικόπημα του στρατού και την ανατροπή του Μωχάμμεντ Μόρσι. Οι ελπίδες της κυβέρνησης Ερντογάν εκτροχιάζονται αφού επένδυσαν πάνω στην άνοδο των ισλαμιστών στην πολιτική εξουσία. Η ενίσχυση των ισλαμιστών ήταν άλλωστε μόνιμη τακτική της Τουρκίας αφ’ ότου άρχισαν οι Αραβικές εξεγέρσεις από τις αρχές του 2011 και εντεύθεν.
Η προσπάθεια αύξησης της επιρροής της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή δέχεται ισχυρό ράπισμα μετά το πραξικόπημα του στρατού και την ανατροπή του Μωχάμμεντ Μόρσι. Οι ελπίδες της κυβέρνησης Ερντογάν εκτροχιάζονται αφού επένδυσαν πάνω στην άνοδο των ισλαμιστών στην πολιτική εξουσία. Η ενίσχυση των ισλαμιστών ήταν άλλωστε μόνιμη τακτική της Τουρκίας αφ’ ότου άρχισαν οι Αραβικές εξεγέρσεις από τις αρχές του 2011 και εντεύθεν.
Η κυβέρνηση Ερντογάν ήταν από τις πρώτες που υποστήριξαν την εξέγερση του 2011 και την ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ. Ακολούθως προέβαλε τη σουννιτική ισλαμική ταυτότητα ως συστατικό στοιχείο της εξωτερικής προκειμένου να ενισχύσει τους δεσμούς με την Μουσουλμανική Αδελφότητα και την κυβέρνηση Μόρσι.
Η Τουρκία είχε δύο στρατηγικά πλεονεκτήματα τα οποία απώλεσε λόγω μη ορθολογικών επιλογών. Το πρώτο ήταν η επιθυμία του ΝΑΤΟ να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική του στη Μέση Ανατολή μετά τις αραβικές εξεγέρσεις και συνεπώς η Άγκυρα θα μπορούσε να παίξει τον πιο καθοριστικό ρόλο ως βραχίονας της Βορειοτλαντικής Συμμαχίας στην περιοχή.
Το δεύτερο ήταν η ύπαρξη κενού ισχύος στη Μέση Ανατολή λόγω της αποδυνάμωσης που προκάλεσαν στα αραβικά κράτη οι διάφορες κρίσεις στην περιοχή από το 2003 και εντεύθεν και της συνεχιζόμενης απομόνωσης του Ιράν, με συνέπεια η Τουρκία να προέβαλλε ως το μόνο μουσουλμανικό κράτος με ισχυρούς συντελεστές ισχύος και ικανότητα διαπραγμάτευσης, τόσο με τους δυτικούς συνασπισμούς όσο και με μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού κόσμου.
Επενδύοντας πολιτικά και οικονομικά στην πιο ισχυρή και πολυπληθέστερη αραβική χώρα, η Τουρκία ευελπιστούσε ότι θα απεκόμιζε δύο βασικά πλεονεκτήματα: πρώτον, το στρατηγικό βάθος θα εδραιώνετο καθοριστικώς και θα αποκτούσε μία ισχυρή δυναμική πλέον, και δεύτερον, θα προέβαλλε διεθνώς ότι το τουρκικό μοντέλο συνύπαρξης «Ισλάμ και Δημοκρατίας» αποτελούσε πρότυπο για όλο το μουσουλμανικό κόσμο.
Με την ανατροπή Μόρσι, ο Ερντογάν βλέπει τα γεωπολιτικά του οράματα να συνθλίβονται μπροστά τις επιλογές του αιγυπτιακού στρατού. Το χειρότερο δε για την Τουρκία ότι υπό την πίεση της γεωστρατηγικής πλέον ανασφάλειας, η κυβέρνηση Ερντογάν αρχίζει, όπως και στην περίπτωση της Συρίας, να γίνεται μέρος του αιγυπτιακού προβλήματος χωρίς άμεση προοπτική για πολιτικά οφέλη και μακροπρόθεσμα δημιουργεί τις συνθήκες περαιτέρω απομόνωσής της στη Μέση Ανατολή με απώλεια των όποιων θετικών μέχρι σήμερα κεκτημένων.
Από τη στιγμή που ο Ερντογάν καταδίκασε την ανατροπή Μόρσι με εμπρηστικές δηλώσεις αναχαίτισε την όποια δυνατότητα της Άγκυρας να επηρεάσει τα γεγονότα στην Αίγυπτο. Με άλλα λόγια στην προσπάθειά της να καταστεί ιδιοτελώς σταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή μετατρέπεται σταδιακώς σε ταραξία. Από τη στιγμή που ο Ερντογάν παρασύρθηκε ανταποκρινόμενος σε ένα παιγνίδι ηθικής και ιδεολογίας απομονώθηκε πολιτικώς. Τέτοιου είδους παιγνίδια έχουν αξία μόνο όταν συμπαρατάσσεται ο δρών με το νικητή μίας σύγκρουσης.
Η εξέλιξη των γεγονότων στην Αίγυπτο, μετά την ανατροπή του Μουμπάρακ ένωσαν αρχικώς το σουννιτικό τρίο, Τουρκία – Κατάρ – Σαουδική Αραβία. Μετά τα σαρωτικά γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ επέδειξαν ευπροσάρμοστη πολιτική διατηρώντας την ικανότητά τους να επηρεάζουν εν μέρει τις εξελίξεις. Αντιθέτως, η μονομερής στάση της Τουρκίας έχει απολέσει τις όποιες πιθανότητες συνέχισης του ρόλου που έπαιζε πριν από τον Ιούλιο.
Η διάσπαση βεβαίως αυτού του σουννιτικού συνασπισμού θα έχει περιφερειακές επιπτώσεις. Ο συνασπισμός αυτός δημιουργούσε προοπτική ισχυροποίησης της Τουρκίας στην περιοχή. Μετά την ανατροπή Μόρσι, η Άγκυρα έχει χάσει τις ηγεμονικές πιθανότητες στην περιοχή. Το νέο πλέον σκηνικό, με την απομόνωση της Τουρκίας, θα επηρεάσει άλλες κρίσιμες εξελίξεις στην περιοχή, όπως το συριακό ζήτημα.
ΕΠΙΣΗΣ: www.geopolitics-gr.blogspot.com