Γράφει: Θανάσης Γκότοβος
Από την άνοιξη του 2010 και μετά μπήκε στη ζωή μας μια καινούρια λέξη, άγνωστη για πολλούς Έλληνες μέχρι τότε, η λέξη Μνημόνιο. Η λέξη παραπέμπει, πλέον, σε μια σύνθετη πραγματικότητα, η οποία συνίσταται στα εξής: (α)
στην αδυναμία της χώρας να δανειστεί, όπως μέχρι τον Οκτώβριο του 2009,
από τις διεθνείς αγορές χρήματος (τις διαβόητες «αγορές»), (β) την υπέρβαση αυτής της αδυναμίας μέσω της δημιουργίας ενός ειδικού ταμείου από συγκεκριμένους θεσμικούς πιστωτές (τρόϊκα), (γ)
τη χορήγηση δανείων υπό τον όρο ότι θα γίνονται «μεταρρυθμίσεις» τις
οποίες, όμως, θα υπαγορεύουν οι δανειστές και θα εγκρίνουν μέσω
πολιτικών πλειοψηφιών οι δανειζόμενοι, (δ) την
πραγματική επιβολή «μεταρρυθμίσεων» με τη μορφή της μείωσης του κόστους
εργασίας, της υπερφορολόγησης και της «εργασιακής ευελιξίας» στον
ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, (στ) τη γενικευμένη κρίση σε όλα τα επίπεδα της νεοελληνικής ζωής.
Στο σύστημα των Μνημονίων δρουν και αλληλεπιδρούν με άμεσο τρόπο τέσσερα διακριτά συλλογικά υποκείμενα.
Πρώτον, οι αγορές χρήματος, οι οποίες εκτιμούν και αποφαίνονται, πάντοτε με βάση την ισχύ που διαθέτουν και τα συμφέροντά τους, πότε και κάτω από ποιους όρους θα δανείσουν ξανά την Ελλάδα, π.χ. αγοράζοντας ελληνικούς τίτλους.
Δεύτερον, οι θεσμικοί πιστωτές (ΕΚΤ, ΕΕ, ΔΝΤ), οι οποίοι πάλι με βάση την ισχύ και τα συμφέροντά τους, αποφασίζουν τα ποσά, τον χρόνο καταβολής τους και τους όρους του δανεισμού, για όσο διάστημα η χώρα δεν μπορεί να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές χρήματος.
Τρίτον, οι εγχώριες πολιτικές ελίτ, οι οποίες με τις πράξεις τους (αποφάσεις της Βουλής, κυβερνητικές αποφάσεις) ή το λόγο τους (νομιμοποίηση ή λεκτική απόκρουση των μνημονίων) μεταφέρουν και διασφαλίζουν (ή επιχειρούν να κάνουν το αντίθετο) το μνημονιακό πρόγραμμα «σωτηρίας».
Τέταρτον, οι πολίτες της χώρας, που ως πολιτικά υποκείμενα με την ψήφο τους εγκρίνουν ή όχι (μέσω εκλογών ή μέσω απειλών για τις επικείμενες εκλογές που αποτυπώνονται στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων) τα μνημονιακά προγράμματα.
Ποιος είναι ο πυρήνας της μνημονιακής λύσης «δάνεια αντί μεταρρυθμίσεων»; Εδώ θα χρειαστεί μια διαφοροποίηση ανάμεσα στον πραγματικό πυρήνα των Μνημονίων και στο προβαλλόμενο μέσω του προπαγανδιστικού λόγου περιεχόμενό τους. Τα πραγματικά κίνητρα των μεταβατικών πιστωτών της χώρας (τρόϊκας) να σώσουν την Ελλάδα δεν συμπίπτουν με την απολογητική των Μνημονίων, με τον περί Μνημονίων λόγο στα διεθνή και τα εγχώρια πολιτικά, δημοσιογραφικά και άλλα fora. Όπως σε κάθε «δώρο», έτσι και στα Μνημόνια υπάρχει το περιεχόμενο και το περιτύλιγμα. Μόνον αφελείς ή πολιτισμικά ξένοι συγχέουν το πρώτο με το δεύτερο.
Ο πραγματικός πυρήνας των Μνημονίων είναι σε ένα πρώτο επίπεδο η άσκηση αφόρητης οικονομικής πίεσης σε μια κοινωνία – την ελληνική στην περίπτωσή μας – ώστε να επικρατήσουν σταδιακά στη χώρα τριτοκοσμικές συνθήκες σε ό,τι αφορά το κόστος εργασίας, τις τιμές των αγαθών και τα περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού κράτους. Ο,τιδήποτε ελληνικό πρέπει στο μέλλον να αγοράζεται από ενδιαφερόμενους τρίτους, που λόγω διαφοράς οικονομικής ζώνης είναι οικονομικά πιο εύρωστοι από τους ιθαγενείς, πιο φτηνά: εργασία, γη, κατοικία, προϊόντα, αεροδρόμια, λιμάνια, παραλίες, νερά κ.α. Όχι άρματα μάχης, ούτε αεροπλάνα και κανονιοφόροι αυτή τη φορά, αλλά οικονομικοί οργανισμοί και τα πολιτικά τους φερέφωνα επιχειρούν να διαμορφώσουν προς τα κάτω το επίπεδο ζωής εκατομμυρίων Ελλήνων – όχι όλων, βεβαίως – προς όφελος τρίτων. Από τη σκοπιά τους η Ελλάδα ανήκει στον οικονομικό ζωτικό τους χώρο, τα οικονομικά της μεγέθη πρέπει να είναι συμβατά με τις επιδιώξεις των αναμορφωτών και διαχειριστών του νέου κόσμου. Και μας αφήνουν δύο επιλογές: ή να συμμορφωθούμε με το νέο κόσμο ή να «αυτοκτονήσουμε» πολιτικά. Tertium non datur. Οι πολλές επιλογές βλάπτουν τη Δημοκρατία.
Με αυτή την έννοια, η χώρα βρίσκεται από οικονομικής πλευράς σε ένα είδος κατοχής, όσο και αν δεν μας αρέσει η λέξη αυτή και παρά την κατάχρησή της στα πλαίσια της πολεμικής μεταξύ των εγχώριων πολιτικών κομμάτων. Διότι είναι άλλο πράγμα μια ενιαία ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση, και άλλο η διακυβέρνηση μέσω των μνημονίων.
Και ερχόμαστε τώρα στο περιτύλιγμα. Τα τρία κύρια χρώματα του αμπαλάζ είναι ο τρόμος, η ενοχή και η ελπίδα. Πρέπει να συμφωνήσουμε με τα μνημόνια, λέει το περιτύλιγμα, διότι βρισκόμαστε στην άκρη του γκρεμού (τρία χρόνια τώρα φαίνεται πως κάνουμε βήμα σημειωτόν στο χείλος της αβύσσου…). Άλλωστε, όπως είχε αποφανθεί και ο ζωηρός Στρος-Καν, οι Έλληνες κολυμπάμε στα σκ….Για τα οποία, θα συμπληρώσει το περιοδικό Focus, φταίμε αποκλειστικά εμείς οι ίδιοι.
Και παρόλη την αηδία, η τρόϊκα, με την Άγγελα Μέρκελ χαμογελαστή σε πρώτο πλάνο, τείνει – χωρίς γάντια – χείρα βοηθείας για να τραβήξει τη χώρα έξω από το βόθρο. Για να δώσει ελπίδα στους Έλληνες ότι κάποτε θα ξημερώσει μια άλλη μέρα. Κάτι γνωρίζει η σιδηρά καγκελάριος από επιχειρήσεις σωτηρίας, αφού γαλουχήθηκε η ίδια στα νάματα του υπαρκτού σοσιαλισμού, τον οποίο φυσικά ουδέποτε αμφισβήτησε πριν καταρρεύσει. Για να τον αμφισβητήσει άρδην μετά την πτώση του τείχους.
Το 2009 συνέβη στην Αθήνα ένα γεγονός παρόμοιας σημασίας και εμβέλειας με την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Η πτώση του τείχους συμβολίζει την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην μεταπολεμική Ευρώπη. Η κρίσιμη διαφορά με την Ελλάδα είναι ότι η τελευταία γλίτωσε από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» το 1949, αλλά δεν απέφυγε την …κατάρρευσή του το 2009. Και ότι την πτώση του δικού μας τείχους την υπαγόρευσαν οι «αγορές», και όχι ο Γκορμπατσώφ.
Όλα τα υπόλοιπα είναι περίπου τα ίδια: χιλιάδες ανατροπές εκεί, χιλιάδες κι εδώ, εκατομμύρια άνεργοι εκεί, εκατομμύρια κι εδώ, δαιμονοποίηση του προηγούμενου καθεστώτος εκεί, δαιμονοποίηση κι εδώ, πτωχοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας των Ανατολικογερμανών εκεί, πτωχοποίηση κι εδώ. Απολυμένοι εκεί, απολυμένοι κι εδώ. Αυτοκτονίες εκεί, το ίδιο κι εδώ. Συνεχείς διαμαρτυρίες εκεί, διαμαρτυρίες κι εδώ. Πολιτική αστάθεια εκεί, αστάθεια κι εδώ. Φυλακές και καταδίκες εκεί, το ίδιο περίπου κι εδώ. Ουσιαστικά έχουμε αντιγραφή ενός μοντέλου κατάρρευσης.
Οι δυτικογερμανικές ελίτ δεν μπόρεσαν μετά την πτώση του τείχους να επεξεργαστούν μια καλύτερη λύση, μια λύση με λιγότερο κοινωνικό πόνο, για τον μισό γερμανικό λαό. Επινόησαν και επέβαλαν στο ίδιο το έθνος τους μια ταλιμπανική επιλογή από το μενού του ζηλωτικού νεοφιλελευθερισμού. Αποτέλεσμα; Το βιωτικό επίπεδο των κατοίκων της ανατολικής Γερμανίας συνεχίζει και σήμερα, είκοσι και πλέον χρόνια μετά το 1989, να είναι πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο στην (πρώην) δυτική Γερμανία. Μια ισχυρή Αριστερά εκπροσωπείται στα κοινοβούλια των ανατολικογερμανικών κρατιδίων, παράλληλα με μια ισχυρή Ακροδεξιά. Υπολογίζεται ότι ο παράνομος βραχίονας της ναζιστικής δεξιάς στην ανατολική Γερμανία, (ομοϊδεάτες της NSU που δικάζεται αυτή την εποχή στο Μόναχο για δέκα δολοφονικές πράξεις) έχουν δολοφονήσει πάνω από 150 ανθρώπους, κατά κανόνα ξένους, από το 1990 μέχρι σήμερα – για ιδεολογικούς (φυλετικούς) λόγους. Όταν η κυρίαρχη μετά το 1989 γερμανική ελίτ επιβάλλει στο μισό γερμανικό έθνος μια τέτοια λύση, και όταν η ελίτ αυτή από τότε μέχρι σήμερα έχει γίνει ακόμη πιο επιθετική στο οικονομικό πεδίο, έχει κανείς την αίσθηση ότι ο ευρωπαϊκός Νότος θα μπορούσε να τύχει ηπιότερης μεταχείρισης λόγω «ευρωπαϊκής» μεσολάβησης;
Όσοι χαιρετίσαμε το 1989 την ειρηνική αλλαγή του καθεστώτος στην Ανατολική Γερμανία, δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι οι «μεταρρυθμίσεις» δεν θα σταματούσαν στα ερείπια του τείχους, αλλά θα κατηφόριζαν κάποια στιγμή προς τη Μεσόγειο. Ούτε ότι ο νέος άνεμος ελευθερίας που έπνεε πάνω από τα χαλάσματα ενός αυταρχικού καθεστώτος θα γύριζε πίσω ως μπόχα με το όνομα «prism» ή «tempora» που είναι απαραίτητο – μας λένε – να εισπνέουμε στη Δύση στο όνομα της προστασίας της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Και που μπροστά της η πρωτόγονης τεχνολογίας μπόχα της Stasi φαντάζει θαλάσσια αύρα…
Στο σύστημα των Μνημονίων δρουν και αλληλεπιδρούν με άμεσο τρόπο τέσσερα διακριτά συλλογικά υποκείμενα.
Πρώτον, οι αγορές χρήματος, οι οποίες εκτιμούν και αποφαίνονται, πάντοτε με βάση την ισχύ που διαθέτουν και τα συμφέροντά τους, πότε και κάτω από ποιους όρους θα δανείσουν ξανά την Ελλάδα, π.χ. αγοράζοντας ελληνικούς τίτλους.
Δεύτερον, οι θεσμικοί πιστωτές (ΕΚΤ, ΕΕ, ΔΝΤ), οι οποίοι πάλι με βάση την ισχύ και τα συμφέροντά τους, αποφασίζουν τα ποσά, τον χρόνο καταβολής τους και τους όρους του δανεισμού, για όσο διάστημα η χώρα δεν μπορεί να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές χρήματος.
Τρίτον, οι εγχώριες πολιτικές ελίτ, οι οποίες με τις πράξεις τους (αποφάσεις της Βουλής, κυβερνητικές αποφάσεις) ή το λόγο τους (νομιμοποίηση ή λεκτική απόκρουση των μνημονίων) μεταφέρουν και διασφαλίζουν (ή επιχειρούν να κάνουν το αντίθετο) το μνημονιακό πρόγραμμα «σωτηρίας».
Τέταρτον, οι πολίτες της χώρας, που ως πολιτικά υποκείμενα με την ψήφο τους εγκρίνουν ή όχι (μέσω εκλογών ή μέσω απειλών για τις επικείμενες εκλογές που αποτυπώνονται στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων) τα μνημονιακά προγράμματα.
Ποιος είναι ο πυρήνας της μνημονιακής λύσης «δάνεια αντί μεταρρυθμίσεων»; Εδώ θα χρειαστεί μια διαφοροποίηση ανάμεσα στον πραγματικό πυρήνα των Μνημονίων και στο προβαλλόμενο μέσω του προπαγανδιστικού λόγου περιεχόμενό τους. Τα πραγματικά κίνητρα των μεταβατικών πιστωτών της χώρας (τρόϊκας) να σώσουν την Ελλάδα δεν συμπίπτουν με την απολογητική των Μνημονίων, με τον περί Μνημονίων λόγο στα διεθνή και τα εγχώρια πολιτικά, δημοσιογραφικά και άλλα fora. Όπως σε κάθε «δώρο», έτσι και στα Μνημόνια υπάρχει το περιεχόμενο και το περιτύλιγμα. Μόνον αφελείς ή πολιτισμικά ξένοι συγχέουν το πρώτο με το δεύτερο.
Ο πραγματικός πυρήνας των Μνημονίων είναι σε ένα πρώτο επίπεδο η άσκηση αφόρητης οικονομικής πίεσης σε μια κοινωνία – την ελληνική στην περίπτωσή μας – ώστε να επικρατήσουν σταδιακά στη χώρα τριτοκοσμικές συνθήκες σε ό,τι αφορά το κόστος εργασίας, τις τιμές των αγαθών και τα περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού κράτους. Ο,τιδήποτε ελληνικό πρέπει στο μέλλον να αγοράζεται από ενδιαφερόμενους τρίτους, που λόγω διαφοράς οικονομικής ζώνης είναι οικονομικά πιο εύρωστοι από τους ιθαγενείς, πιο φτηνά: εργασία, γη, κατοικία, προϊόντα, αεροδρόμια, λιμάνια, παραλίες, νερά κ.α. Όχι άρματα μάχης, ούτε αεροπλάνα και κανονιοφόροι αυτή τη φορά, αλλά οικονομικοί οργανισμοί και τα πολιτικά τους φερέφωνα επιχειρούν να διαμορφώσουν προς τα κάτω το επίπεδο ζωής εκατομμυρίων Ελλήνων – όχι όλων, βεβαίως – προς όφελος τρίτων. Από τη σκοπιά τους η Ελλάδα ανήκει στον οικονομικό ζωτικό τους χώρο, τα οικονομικά της μεγέθη πρέπει να είναι συμβατά με τις επιδιώξεις των αναμορφωτών και διαχειριστών του νέου κόσμου. Και μας αφήνουν δύο επιλογές: ή να συμμορφωθούμε με το νέο κόσμο ή να «αυτοκτονήσουμε» πολιτικά. Tertium non datur. Οι πολλές επιλογές βλάπτουν τη Δημοκρατία.
Με αυτή την έννοια, η χώρα βρίσκεται από οικονομικής πλευράς σε ένα είδος κατοχής, όσο και αν δεν μας αρέσει η λέξη αυτή και παρά την κατάχρησή της στα πλαίσια της πολεμικής μεταξύ των εγχώριων πολιτικών κομμάτων. Διότι είναι άλλο πράγμα μια ενιαία ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση, και άλλο η διακυβέρνηση μέσω των μνημονίων.
Και ερχόμαστε τώρα στο περιτύλιγμα. Τα τρία κύρια χρώματα του αμπαλάζ είναι ο τρόμος, η ενοχή και η ελπίδα. Πρέπει να συμφωνήσουμε με τα μνημόνια, λέει το περιτύλιγμα, διότι βρισκόμαστε στην άκρη του γκρεμού (τρία χρόνια τώρα φαίνεται πως κάνουμε βήμα σημειωτόν στο χείλος της αβύσσου…). Άλλωστε, όπως είχε αποφανθεί και ο ζωηρός Στρος-Καν, οι Έλληνες κολυμπάμε στα σκ….Για τα οποία, θα συμπληρώσει το περιοδικό Focus, φταίμε αποκλειστικά εμείς οι ίδιοι.
Και παρόλη την αηδία, η τρόϊκα, με την Άγγελα Μέρκελ χαμογελαστή σε πρώτο πλάνο, τείνει – χωρίς γάντια – χείρα βοηθείας για να τραβήξει τη χώρα έξω από το βόθρο. Για να δώσει ελπίδα στους Έλληνες ότι κάποτε θα ξημερώσει μια άλλη μέρα. Κάτι γνωρίζει η σιδηρά καγκελάριος από επιχειρήσεις σωτηρίας, αφού γαλουχήθηκε η ίδια στα νάματα του υπαρκτού σοσιαλισμού, τον οποίο φυσικά ουδέποτε αμφισβήτησε πριν καταρρεύσει. Για να τον αμφισβητήσει άρδην μετά την πτώση του τείχους.
Το 2009 συνέβη στην Αθήνα ένα γεγονός παρόμοιας σημασίας και εμβέλειας με την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Η πτώση του τείχους συμβολίζει την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην μεταπολεμική Ευρώπη. Η κρίσιμη διαφορά με την Ελλάδα είναι ότι η τελευταία γλίτωσε από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» το 1949, αλλά δεν απέφυγε την …κατάρρευσή του το 2009. Και ότι την πτώση του δικού μας τείχους την υπαγόρευσαν οι «αγορές», και όχι ο Γκορμπατσώφ.
Όλα τα υπόλοιπα είναι περίπου τα ίδια: χιλιάδες ανατροπές εκεί, χιλιάδες κι εδώ, εκατομμύρια άνεργοι εκεί, εκατομμύρια κι εδώ, δαιμονοποίηση του προηγούμενου καθεστώτος εκεί, δαιμονοποίηση κι εδώ, πτωχοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας των Ανατολικογερμανών εκεί, πτωχοποίηση κι εδώ. Απολυμένοι εκεί, απολυμένοι κι εδώ. Αυτοκτονίες εκεί, το ίδιο κι εδώ. Συνεχείς διαμαρτυρίες εκεί, διαμαρτυρίες κι εδώ. Πολιτική αστάθεια εκεί, αστάθεια κι εδώ. Φυλακές και καταδίκες εκεί, το ίδιο περίπου κι εδώ. Ουσιαστικά έχουμε αντιγραφή ενός μοντέλου κατάρρευσης.
Οι δυτικογερμανικές ελίτ δεν μπόρεσαν μετά την πτώση του τείχους να επεξεργαστούν μια καλύτερη λύση, μια λύση με λιγότερο κοινωνικό πόνο, για τον μισό γερμανικό λαό. Επινόησαν και επέβαλαν στο ίδιο το έθνος τους μια ταλιμπανική επιλογή από το μενού του ζηλωτικού νεοφιλελευθερισμού. Αποτέλεσμα; Το βιωτικό επίπεδο των κατοίκων της ανατολικής Γερμανίας συνεχίζει και σήμερα, είκοσι και πλέον χρόνια μετά το 1989, να είναι πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο στην (πρώην) δυτική Γερμανία. Μια ισχυρή Αριστερά εκπροσωπείται στα κοινοβούλια των ανατολικογερμανικών κρατιδίων, παράλληλα με μια ισχυρή Ακροδεξιά. Υπολογίζεται ότι ο παράνομος βραχίονας της ναζιστικής δεξιάς στην ανατολική Γερμανία, (ομοϊδεάτες της NSU που δικάζεται αυτή την εποχή στο Μόναχο για δέκα δολοφονικές πράξεις) έχουν δολοφονήσει πάνω από 150 ανθρώπους, κατά κανόνα ξένους, από το 1990 μέχρι σήμερα – για ιδεολογικούς (φυλετικούς) λόγους. Όταν η κυρίαρχη μετά το 1989 γερμανική ελίτ επιβάλλει στο μισό γερμανικό έθνος μια τέτοια λύση, και όταν η ελίτ αυτή από τότε μέχρι σήμερα έχει γίνει ακόμη πιο επιθετική στο οικονομικό πεδίο, έχει κανείς την αίσθηση ότι ο ευρωπαϊκός Νότος θα μπορούσε να τύχει ηπιότερης μεταχείρισης λόγω «ευρωπαϊκής» μεσολάβησης;
Όσοι χαιρετίσαμε το 1989 την ειρηνική αλλαγή του καθεστώτος στην Ανατολική Γερμανία, δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι οι «μεταρρυθμίσεις» δεν θα σταματούσαν στα ερείπια του τείχους, αλλά θα κατηφόριζαν κάποια στιγμή προς τη Μεσόγειο. Ούτε ότι ο νέος άνεμος ελευθερίας που έπνεε πάνω από τα χαλάσματα ενός αυταρχικού καθεστώτος θα γύριζε πίσω ως μπόχα με το όνομα «prism» ή «tempora» που είναι απαραίτητο – μας λένε – να εισπνέουμε στη Δύση στο όνομα της προστασίας της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Και που μπροστά της η πρωτόγονης τεχνολογίας μπόχα της Stasi φαντάζει θαλάσσια αύρα…