Jordan JorgjiΥποψήφιος Διδάκτωρ Παντείου ΠανεπιστημούΔιεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Αλβανία, όπου δυνάμεις της ιδιωτικής αστυνομίας κατέλαβαν με βίαιο τρόπο – κατόπιν εντολής του Δήμου – το Ναό των Εσοδίων Υπεραγίας Θεοτόκου στην Πρεμετή, έφεραν στο προσκήνιο συγκρούσεις κράτους και ορθόδοξων πιστών – εικόνες που σπάνια βλέπεις στην Αλβανία, αφού δεν παρατηρούνται συχνά εκεί, ούτε διαθρησκευτικές, ούτε θρηκευτοκρατικές συγκρούσεις.
Άμεση ήταν, αφενός, η αντίδραση του ελληνικού κράτους,
μέσω επίσημου ανακοινωθέντος του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο
καταδίκαζε τη βία κατά του ορθόδοξου κλήρου, και αφετέρου, η άνοδος του
κλίματος κατά της Ελλάδος στην Αλβανία – η «ελληνοφοβία» ή
«γειτονοφοβία» των Αλβανών.
Η Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας διεκδικεί το κτήριο του Ναού των Εσοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου από το 1997, ενώ ισχυρίζεται ότι εκεί υπήρχε και η Παλαιά Εκκλησία από τον 17ο αιώνα. Το ίδιο κτήριο, διεκδικεί – από την άλλη – ο Δήμος Πρεμετής ως Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου, το οποίο κτίστικε από το καθεστώς Χότζα το 1962.
Το κτήριο λειτούργησε ως Πολιτιστικό Κέντρο μέχρι το 1997, όταν πέρασε στη δικαιοδοσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από το 1997, το θέμα κινήθηκε δικαστικά, και το 2002, το Συνταγματικό Δικαστήριο, ως ανώτατο δικαστικό επίπεδο της χώρας, απεφάνθη υπέρ της δικαιοδοσίας του κτηρίου από το Δήμο Πρεμετής ως Πολιτιστικού Κέντρου. Η εκτέλεση της αποφάσεως του 2002, πραγματοποιήθηκε στις 16 Αυγούστου 2013, την επομένη της μεγάλης θρησκευτικής εορτής των Αλβανών Ορθόδοξων, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Αυτή η πράξη δεν αποτελεί μία απλή δικαστική εξέλιξη του κράτους δικαίου – όπως τη χαρακτηρίζει η αλβανική πολιτική – αλλά ένα επισόδιο. Περιέργως, η επιστροφή του Ναού στο κράτος έγινε προτεραιότητα για το «κράτος δικαίου», την ίδια στιγμή που το χωριό Λαζαράτι στο Αργυρόκαστρο χρόνια τώρα παράγει ανεξέλεγχτα και ανενόχλητα κάνναβη και η είσοδος της αστυνομίας στο χωριό μοιάζει με ουτοπία. Επίσης, το «κράτος δικαίου» της Αλβανίας παρατηρεί από μακριά, μη μπορώντας να κάνει τίποτα – είτε από έλλειψη ισχύος, είτε από ύπαρξη ειδικών συμφερόντων – πως οι χωρικοί στο Λαζαράτι έχουν ναρκοθετήσει το χωριό τους εναντίον κάθε παρουσίας αυτού του «κράτους δικαίου».
Οι εξελίξεις στην Πρεμετή, δεν αποτελούν τη μοναδική «επίθεση» του κράτους κατά του ορθόδοξου στοιχείου. Ιδού και η μεγάλη αναστάτωση των ορθόδοξων πιστών, οι οποίοι συγκρούστηκαν με τους ιδιωτικούς αστυνομικούς και μπήκαν βίαια στο Ναό – αν και το κτήριο ξαναπέρασε στα χέρια του Δήμου. Στο γενικό αρητικό κλίμα κατά των Ορθόδοξων, μπορούμε να προσθέσουμε την πρόσφατη καταγραφή του πληθυσμού το 2011. Με πρόθεση, οι Ορθόδοξοι εμφανίστηκαν να αποτελούν το 6.75% των ερωτηθέντων, όταν το 1927 αποτελούσαν το 22.3%, και το 1942 το 20.7% του πληθυσμού. Οι Καθολικοί μένουν σταθεροί και οι Μουσουλμάνοι έχουν ελαφρώς μειωθεί. Το Αμερικανικό State Department, εξέφρασε την επιφύλαξή του σχετικά με τη καταγραφή του πληθυσμού το 2011, και τόνισε πως τα στοιχεία δεν αντικατόπτριζαν την πραγματικότητα.
Στις 17 Αυγούστου 2013, οι ορθόδοξοι κληρικοί της Κορυτσάς, σε δήλωση συμπαράστασης προς τους Ορθόδοξους της Πρεμετής, τονίζουν πως: «...για περισσότερο από δύο δεκαετίες, η ορθόδοξη κοινότητα, υπήρξε πάλι θύμα επιθέσεων, συκοφαντιών, ύβρεων και δυσφημίσεων...από ανεύθυνες ομάδες με μία σαφή ατζέντα κατά των Ορθόδοξων...αν δεν σταματήσουν αυτές οι ενέργειες, μπορεί να έπωνται βαρειές συνέπειες για την αρμονία και τη συνοχή της κοινωνίας μας...».
Το 2010, ένας σημαντικός στέλεγχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και τέως Πρόεδρος της Αλβανικής Βουλής, ο κ. Ναμίκ Ντόκλε, έγραψε το έργο «Η Παναγία του Μπερατιού», το οποίο ανέβασε στο θέατρο της Κορυτσάς τον Ιανουάριο του 2013. Το έργο προκάλεσε την αντίδραση των Ορθόδοξων της Κορυτσάς και ως αποτέλεσμα σταμάτησε να παίζει. Το έργο του Ντόκλε εξέφραζε την αληθινή ανησυχία της αλβανικής πολιτικής, σχετικά όχι μόνο με το ορθόδοξο στοιχείο στο εσωτερικό, αλλά και με την Ελλάδα, ως ορθόδοξη και γειτονική χώρα της Αλβανίας. Η ανησυχία αυτή έχει να κάνει με το φόβο για τον έλεγχο, τη χρήση ή την εκμετάλλευση των Αλβανών Ορθόδοξων, ως εργαλεία της ελληνικής αλυτρωτικής πολιτικής στην Ήπειρο τον 19ο αιώνα. Οι κύριοι ρόλοι στο έργο είναι ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και ένας ντόπιος (Αλβανός) εικονογράφος, οι οποίοι αναπτύσσουν διαλόγους σχετικά με μία εικόνα που ο εικονογράφος είχε ζωγραφίσει τον Άγιο Κωνσταντίνο. Στην εικόνα όμως, δεν εμφανιζόταν ο Άγιος, αλλά ο Κωνσταντίνος ενός γνωστού βαλκανικού μύθου – ο Ντόκλε και οι Αλβανοί πάντα τον έχουν βαπτίσει ως αλβανικός μύθος – που τονίζει την «καλή πίστη» την «κράτηση του λόγου», δηλαδή την αλβανική «besa» - ως βασική αξία. Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος αναστένεται εκ νεκρών για να κρατήσει τον λόγο που είχε δώσει στην αδερφή του, την οποία θα την επέστρεφε στους γονείς τους, είναι ο «Αλβανός Θεός». Αυτός ο «Θεός», όχι μόνο αντανακλά την καλή πίστη ως κοινή αξία που θα ομοιογενοποιούσε την ετερογενή αλβανική κοινωνία, αλλά και επικαλείται τον προ-Χριστιανισμό ως παγανικό στοιχείο των Αλβανών, που θα υποστήριζε την αρχαιότητα και την αυτοχθονία της αλβανικής εθνότητας.
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος είχε σταλεί από το Ορθόδοξο Πατριαρχείο, εμφανίζεται να περιφρονεί την εικόνα του γηγενή εικονογράφου, ως εικόνα ενός βάρβαρου λαού (των Ιλλυρίων), και καταδικάζει τις προσπάθειες των Αλβανών να δημιουργήσουν έναν «δεύτερο Χριστό», τον «Αλβανό Χριστό».
Το έργο του Ντόκλε, εκφράζει κάλλιστα, την προσπάθεια των ελλίτ, από την ίδρυση του αλβανικού κράτους μέχρι και σήμερα, για τον έλεγχο των θρησκειών από τον εθνικισμό, την κάλυψη και τον έλεγχο κάθε θρησκευτικής ταυτότητας από την εθνική ταυτότητα, τον «Αλβανισμό». Ιδού και η γνωστή έκφραση του Αλβανού ακτιβιστή του εθνικού κινήματος Πάσκο Βάσα: «η θρησκεία του Αλβανού είναι ο Αλβανισμός». Αυτή την πολιτική συνέχισε και ο Ενβέρ Χότζα, ενδυναμώνοντας μεν τον εθνικισμό, εμπλουτίζοντάς τον με μαρξιστικά-λενινιστικά στοιχεία, και δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο έναν «σοσιαλιστικό Αλβανισμό», αλλά και αποδυναμώνοντας δε τις θρησκείες, μέχρι τη θεσμική εξαφάνισή τους το 1974. Η Αλβανία έγινε το πρώτο αθεϊστικό κράτος του κόσμου, και κάθε θρησκευτική ενέργεια ισοδυναμούσε ποινικά με φασιστική ενέργεια. Ο αλβανικός κινηματογράφος υπήρξε το πιο γνωστό όπλο της προπαγάνδας κατά των θρησκειών, κυρίως κατά της ορθόδοξης εκκλησίας. Ο κάθε ορθόδοξος ιερέας εμφανιζόταν ως εχθρός της αλβανικής επανάστασης, αφορίζοντάς την.
Από την ίδρυση του αλβανικού κράτους, οι θρησκείες ιδώθηκαν ως εργαλεία γειτονικών κρατών που θα εξυπηρετούσαν σχέδια κατά της Αλβανίας. Οι Μουσουλμάνοι ιδώθηκαν ως εργαλείο των Οθωμανών (αργότερα των Τούρκων), ενώ οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι μισήθηκαν πιο πολύ, διότι θα εξυπηρετούσαν, οι πρώτοι, σχέδια των Ιταλών και Αυστροούγγρων (αργότερα της Δύσης), και οι δεύτεροι, σχέδια της Ελλάδος στη νότια Αλβανία.
Στη μετα-ψυχροπολεμική Αλβανία, όπου η κομμουνιστική ταυτότητα δεν υπήρχε πια, έμενε μόνο η εθνική ταυτότητα, δηλαδή ο Αλβανισμός. Ο Αλβανικός εθνικισμός ενδυναμώθηκε επίσης από τις εξελίξεις στο Κόσσοβο και την ΠΓΔΜ, όπου οι Αλβανοί ανεξαρτητοποιήθηκαν και ισχυροποιήθηκαν. Ακόμα και τώρα, οι θρησκευτικές ταυτότητες υποκύπτουν στη συνολική εθνική ταυτότητα, στον Αλβανισμό, ο οποίος προβάλλει τη «διαθρησκευτική ανεκτικότητα», ως το αξειοσημείωτο στοιχείο της αλβανικής κοινωνίας και συνοχής. Το μύθος της διαθρησκευτικής ανεκτικότητας από την άλλη, εξυπηρετεί τον Αλβανισμό, αλλά όχι τις ίδιες τις θρησκείες, προς τις οποίες ο βαθμός της ανεκτικότητας δεν είναι τόσο μεγάλος όσο προβάλλεται. Έτσι, οι εξελίξεις στη ψυχροπολεμική εποχή, αλλά και μετά, δείχνουν ένα μικρό και προβληματικό βαθμό ανεκτικότητας προς την Ορθόδοξη Αλβανική Εκκλησία. Για να πραγματοποιήσουν την κοινωνική υποβάθμιση και δυσφήμιση της ορθόδοξης εκκλησίας, την προβάλλουν συνέχεια ως εργαλείο της ελληνικής πολιτικής κατά των αλβανικών συμφερόντων. Το πρόσωπο που αποτελεί το βασικό προορισμό κάθε δυσφήμισης, είναι ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος της Αλβανίας, ο ελληνικής καταγωγής, Αναστάσιος Γιαννουλάτος. Κάθε Αλβανός εθνικιστής μισεί κυριολεκτικά τον Αναστάσιο, και τα μίντια – τα οποία κατά μεγάλο βαθμό κινούν τον αλβανικό εθνικισμό – προβάλλουν τον Αρχιεπίσκοπο κάθε φορά που σημειώνεται ρήξη στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Είναι καταδικαστέο που στη διάρκεια της δημοσιογραφικής κάλυψης των γεγονότων στο Ναό της Πρεμετής, μία εφημερίδα αποκαλεί την Αλβανική Ορθόδοξη Εκκλησία «σοβινιστική ελληνική εκκλησία με τον Γιαννουλάτο ως Αρχιεπίσκοπό της». Επίσης, ο πρώην διευθυντής του Πολιτιστικού Κέντρου Καστριότ Μπεζάτε, αποκάλεσε τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο και τον Πρόεδρο του Κόμματος που εκπροσωπεί την ελληνική μειονότητα, τον Ευάγγελο Ντούλε, «ανθαλβανούς προβοκάτορες». Μία άλλη γνωστή εφημερίδα, περιγράφει τις εξελίξεις στην Πρεμετή υπό τον τίτλο «Πρεμετή, βγάζουν τον σταυρό και υψώνουν τη σημαία στον Πολιτιστικό Κέντρο». Παρατηρείται, δηλαδή, μία «κάπως κρυφή» συγκρουσιακή σχέση του ορθόδοξου σταυρού με την αλβανική σημαία, όταν και οι δύο κάλλιστα μπορούν να συνυπάρχουν, όπως μπορεί να συνυπάρχει ειρηνικά η αλβανική ταυτότητα με κάθε άλλη γειτονική ταυτότητα, σε ένα πνεύμα πραγματικής συνεργιασίας.
Το μήνα Σεπτέμβριο, η Αλβανία θα έχει μία νέα κυβέρνηση, μία νέα ηγεσία. Ελπίζουμε να τερματιστεί εδώ το αρνητικό κλίμα εις βάρος των ορθόδοξων πιστών, και κυρίως να μη μπλέκεται αυτό με το κλίμα κατά της Ελλάδος. Ελπίζουμε επίσης, να αρχίσει μία νέα εποχή στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, μία εποχή πραγματικής φιλίας και συνεργασίας.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Αλβανία, όπου δυνάμεις της ιδιωτικής αστυνομίας κατέλαβαν με βίαιο τρόπο – κατόπιν εντολής του Δήμου – το Ναό των Εσοδίων Υπεραγίας Θεοτόκου στην Πρεμετή, έφεραν στο προσκήνιο συγκρούσεις κράτους και ορθόδοξων πιστών – εικόνες που σπάνια βλέπεις στην Αλβανία, αφού δεν παρατηρούνται συχνά εκεί, ούτε διαθρησκευτικές, ούτε θρηκευτοκρατικές συγκρούσεις.
Η Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας διεκδικεί το κτήριο του Ναού των Εσοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου από το 1997, ενώ ισχυρίζεται ότι εκεί υπήρχε και η Παλαιά Εκκλησία από τον 17ο αιώνα. Το ίδιο κτήριο, διεκδικεί – από την άλλη – ο Δήμος Πρεμετής ως Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου, το οποίο κτίστικε από το καθεστώς Χότζα το 1962.
Το κτήριο λειτούργησε ως Πολιτιστικό Κέντρο μέχρι το 1997, όταν πέρασε στη δικαιοδοσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από το 1997, το θέμα κινήθηκε δικαστικά, και το 2002, το Συνταγματικό Δικαστήριο, ως ανώτατο δικαστικό επίπεδο της χώρας, απεφάνθη υπέρ της δικαιοδοσίας του κτηρίου από το Δήμο Πρεμετής ως Πολιτιστικού Κέντρου. Η εκτέλεση της αποφάσεως του 2002, πραγματοποιήθηκε στις 16 Αυγούστου 2013, την επομένη της μεγάλης θρησκευτικής εορτής των Αλβανών Ορθόδοξων, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Αυτή η πράξη δεν αποτελεί μία απλή δικαστική εξέλιξη του κράτους δικαίου – όπως τη χαρακτηρίζει η αλβανική πολιτική – αλλά ένα επισόδιο. Περιέργως, η επιστροφή του Ναού στο κράτος έγινε προτεραιότητα για το «κράτος δικαίου», την ίδια στιγμή που το χωριό Λαζαράτι στο Αργυρόκαστρο χρόνια τώρα παράγει ανεξέλεγχτα και ανενόχλητα κάνναβη και η είσοδος της αστυνομίας στο χωριό μοιάζει με ουτοπία. Επίσης, το «κράτος δικαίου» της Αλβανίας παρατηρεί από μακριά, μη μπορώντας να κάνει τίποτα – είτε από έλλειψη ισχύος, είτε από ύπαρξη ειδικών συμφερόντων – πως οι χωρικοί στο Λαζαράτι έχουν ναρκοθετήσει το χωριό τους εναντίον κάθε παρουσίας αυτού του «κράτους δικαίου».
Οι εξελίξεις στην Πρεμετή, δεν αποτελούν τη μοναδική «επίθεση» του κράτους κατά του ορθόδοξου στοιχείου. Ιδού και η μεγάλη αναστάτωση των ορθόδοξων πιστών, οι οποίοι συγκρούστηκαν με τους ιδιωτικούς αστυνομικούς και μπήκαν βίαια στο Ναό – αν και το κτήριο ξαναπέρασε στα χέρια του Δήμου. Στο γενικό αρητικό κλίμα κατά των Ορθόδοξων, μπορούμε να προσθέσουμε την πρόσφατη καταγραφή του πληθυσμού το 2011. Με πρόθεση, οι Ορθόδοξοι εμφανίστηκαν να αποτελούν το 6.75% των ερωτηθέντων, όταν το 1927 αποτελούσαν το 22.3%, και το 1942 το 20.7% του πληθυσμού. Οι Καθολικοί μένουν σταθεροί και οι Μουσουλμάνοι έχουν ελαφρώς μειωθεί. Το Αμερικανικό State Department, εξέφρασε την επιφύλαξή του σχετικά με τη καταγραφή του πληθυσμού το 2011, και τόνισε πως τα στοιχεία δεν αντικατόπτριζαν την πραγματικότητα.
Στις 17 Αυγούστου 2013, οι ορθόδοξοι κληρικοί της Κορυτσάς, σε δήλωση συμπαράστασης προς τους Ορθόδοξους της Πρεμετής, τονίζουν πως: «...για περισσότερο από δύο δεκαετίες, η ορθόδοξη κοινότητα, υπήρξε πάλι θύμα επιθέσεων, συκοφαντιών, ύβρεων και δυσφημίσεων...από ανεύθυνες ομάδες με μία σαφή ατζέντα κατά των Ορθόδοξων...αν δεν σταματήσουν αυτές οι ενέργειες, μπορεί να έπωνται βαρειές συνέπειες για την αρμονία και τη συνοχή της κοινωνίας μας...».
Το 2010, ένας σημαντικός στέλεγχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και τέως Πρόεδρος της Αλβανικής Βουλής, ο κ. Ναμίκ Ντόκλε, έγραψε το έργο «Η Παναγία του Μπερατιού», το οποίο ανέβασε στο θέατρο της Κορυτσάς τον Ιανουάριο του 2013. Το έργο προκάλεσε την αντίδραση των Ορθόδοξων της Κορυτσάς και ως αποτέλεσμα σταμάτησε να παίζει. Το έργο του Ντόκλε εξέφραζε την αληθινή ανησυχία της αλβανικής πολιτικής, σχετικά όχι μόνο με το ορθόδοξο στοιχείο στο εσωτερικό, αλλά και με την Ελλάδα, ως ορθόδοξη και γειτονική χώρα της Αλβανίας. Η ανησυχία αυτή έχει να κάνει με το φόβο για τον έλεγχο, τη χρήση ή την εκμετάλλευση των Αλβανών Ορθόδοξων, ως εργαλεία της ελληνικής αλυτρωτικής πολιτικής στην Ήπειρο τον 19ο αιώνα. Οι κύριοι ρόλοι στο έργο είναι ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και ένας ντόπιος (Αλβανός) εικονογράφος, οι οποίοι αναπτύσσουν διαλόγους σχετικά με μία εικόνα που ο εικονογράφος είχε ζωγραφίσει τον Άγιο Κωνσταντίνο. Στην εικόνα όμως, δεν εμφανιζόταν ο Άγιος, αλλά ο Κωνσταντίνος ενός γνωστού βαλκανικού μύθου – ο Ντόκλε και οι Αλβανοί πάντα τον έχουν βαπτίσει ως αλβανικός μύθος – που τονίζει την «καλή πίστη» την «κράτηση του λόγου», δηλαδή την αλβανική «besa» - ως βασική αξία. Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος αναστένεται εκ νεκρών για να κρατήσει τον λόγο που είχε δώσει στην αδερφή του, την οποία θα την επέστρεφε στους γονείς τους, είναι ο «Αλβανός Θεός». Αυτός ο «Θεός», όχι μόνο αντανακλά την καλή πίστη ως κοινή αξία που θα ομοιογενοποιούσε την ετερογενή αλβανική κοινωνία, αλλά και επικαλείται τον προ-Χριστιανισμό ως παγανικό στοιχείο των Αλβανών, που θα υποστήριζε την αρχαιότητα και την αυτοχθονία της αλβανικής εθνότητας.
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος είχε σταλεί από το Ορθόδοξο Πατριαρχείο, εμφανίζεται να περιφρονεί την εικόνα του γηγενή εικονογράφου, ως εικόνα ενός βάρβαρου λαού (των Ιλλυρίων), και καταδικάζει τις προσπάθειες των Αλβανών να δημιουργήσουν έναν «δεύτερο Χριστό», τον «Αλβανό Χριστό».
Το έργο του Ντόκλε, εκφράζει κάλλιστα, την προσπάθεια των ελλίτ, από την ίδρυση του αλβανικού κράτους μέχρι και σήμερα, για τον έλεγχο των θρησκειών από τον εθνικισμό, την κάλυψη και τον έλεγχο κάθε θρησκευτικής ταυτότητας από την εθνική ταυτότητα, τον «Αλβανισμό». Ιδού και η γνωστή έκφραση του Αλβανού ακτιβιστή του εθνικού κινήματος Πάσκο Βάσα: «η θρησκεία του Αλβανού είναι ο Αλβανισμός». Αυτή την πολιτική συνέχισε και ο Ενβέρ Χότζα, ενδυναμώνοντας μεν τον εθνικισμό, εμπλουτίζοντάς τον με μαρξιστικά-λενινιστικά στοιχεία, και δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο έναν «σοσιαλιστικό Αλβανισμό», αλλά και αποδυναμώνοντας δε τις θρησκείες, μέχρι τη θεσμική εξαφάνισή τους το 1974. Η Αλβανία έγινε το πρώτο αθεϊστικό κράτος του κόσμου, και κάθε θρησκευτική ενέργεια ισοδυναμούσε ποινικά με φασιστική ενέργεια. Ο αλβανικός κινηματογράφος υπήρξε το πιο γνωστό όπλο της προπαγάνδας κατά των θρησκειών, κυρίως κατά της ορθόδοξης εκκλησίας. Ο κάθε ορθόδοξος ιερέας εμφανιζόταν ως εχθρός της αλβανικής επανάστασης, αφορίζοντάς την.
Από την ίδρυση του αλβανικού κράτους, οι θρησκείες ιδώθηκαν ως εργαλεία γειτονικών κρατών που θα εξυπηρετούσαν σχέδια κατά της Αλβανίας. Οι Μουσουλμάνοι ιδώθηκαν ως εργαλείο των Οθωμανών (αργότερα των Τούρκων), ενώ οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι μισήθηκαν πιο πολύ, διότι θα εξυπηρετούσαν, οι πρώτοι, σχέδια των Ιταλών και Αυστροούγγρων (αργότερα της Δύσης), και οι δεύτεροι, σχέδια της Ελλάδος στη νότια Αλβανία.
Στη μετα-ψυχροπολεμική Αλβανία, όπου η κομμουνιστική ταυτότητα δεν υπήρχε πια, έμενε μόνο η εθνική ταυτότητα, δηλαδή ο Αλβανισμός. Ο Αλβανικός εθνικισμός ενδυναμώθηκε επίσης από τις εξελίξεις στο Κόσσοβο και την ΠΓΔΜ, όπου οι Αλβανοί ανεξαρτητοποιήθηκαν και ισχυροποιήθηκαν. Ακόμα και τώρα, οι θρησκευτικές ταυτότητες υποκύπτουν στη συνολική εθνική ταυτότητα, στον Αλβανισμό, ο οποίος προβάλλει τη «διαθρησκευτική ανεκτικότητα», ως το αξειοσημείωτο στοιχείο της αλβανικής κοινωνίας και συνοχής. Το μύθος της διαθρησκευτικής ανεκτικότητας από την άλλη, εξυπηρετεί τον Αλβανισμό, αλλά όχι τις ίδιες τις θρησκείες, προς τις οποίες ο βαθμός της ανεκτικότητας δεν είναι τόσο μεγάλος όσο προβάλλεται. Έτσι, οι εξελίξεις στη ψυχροπολεμική εποχή, αλλά και μετά, δείχνουν ένα μικρό και προβληματικό βαθμό ανεκτικότητας προς την Ορθόδοξη Αλβανική Εκκλησία. Για να πραγματοποιήσουν την κοινωνική υποβάθμιση και δυσφήμιση της ορθόδοξης εκκλησίας, την προβάλλουν συνέχεια ως εργαλείο της ελληνικής πολιτικής κατά των αλβανικών συμφερόντων. Το πρόσωπο που αποτελεί το βασικό προορισμό κάθε δυσφήμισης, είναι ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος της Αλβανίας, ο ελληνικής καταγωγής, Αναστάσιος Γιαννουλάτος. Κάθε Αλβανός εθνικιστής μισεί κυριολεκτικά τον Αναστάσιο, και τα μίντια – τα οποία κατά μεγάλο βαθμό κινούν τον αλβανικό εθνικισμό – προβάλλουν τον Αρχιεπίσκοπο κάθε φορά που σημειώνεται ρήξη στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Είναι καταδικαστέο που στη διάρκεια της δημοσιογραφικής κάλυψης των γεγονότων στο Ναό της Πρεμετής, μία εφημερίδα αποκαλεί την Αλβανική Ορθόδοξη Εκκλησία «σοβινιστική ελληνική εκκλησία με τον Γιαννουλάτο ως Αρχιεπίσκοπό της». Επίσης, ο πρώην διευθυντής του Πολιτιστικού Κέντρου Καστριότ Μπεζάτε, αποκάλεσε τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο και τον Πρόεδρο του Κόμματος που εκπροσωπεί την ελληνική μειονότητα, τον Ευάγγελο Ντούλε, «ανθαλβανούς προβοκάτορες». Μία άλλη γνωστή εφημερίδα, περιγράφει τις εξελίξεις στην Πρεμετή υπό τον τίτλο «Πρεμετή, βγάζουν τον σταυρό και υψώνουν τη σημαία στον Πολιτιστικό Κέντρο». Παρατηρείται, δηλαδή, μία «κάπως κρυφή» συγκρουσιακή σχέση του ορθόδοξου σταυρού με την αλβανική σημαία, όταν και οι δύο κάλλιστα μπορούν να συνυπάρχουν, όπως μπορεί να συνυπάρχει ειρηνικά η αλβανική ταυτότητα με κάθε άλλη γειτονική ταυτότητα, σε ένα πνεύμα πραγματικής συνεργιασίας.
Το μήνα Σεπτέμβριο, η Αλβανία θα έχει μία νέα κυβέρνηση, μία νέα ηγεσία. Ελπίζουμε να τερματιστεί εδώ το αρνητικό κλίμα εις βάρος των ορθόδοξων πιστών, και κυρίως να μη μπλέκεται αυτό με το κλίμα κατά της Ελλάδος. Ελπίζουμε επίσης, να αρχίσει μία νέα εποχή στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, μία εποχή πραγματικής φιλίας και συνεργασίας.