07 Ιουλίου 2013

Αίγυπτος: Οι ισλαμιστές, ο στρατός και το κίνημα των επαναστατών

https://encrypted-tbn3.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcQGOfnyVcQO7WxVMwQKCVW7kZp9hNwqywrryZurDOPsq9SXsvwQdQ
Χαρίτος ΠάνοςΗ Αραβική Άνοιξη μπορεί να έκανε την επίσκεψή της σε αρκετές περιοχές, άλλαξε όμως ελάχιστα και σίγουρα δεν απέφερε τα προσδοκώμενα. Για τις περισσότερες από τις χώρες του αραβικού κόσμου, που οι εξεγέρσεις, επαναστάσεις ή ό,τι άλλο επιχείρησαν να αλλάξουν το τοπίο, τα ζητούμενα και οι διεκδικήσεις παραμένουν. Η επόμενη ημέρα της Αραβικής Άνοιξης προκαλεί μεγαλύτερο χάος παρά συμβάλλει στη λύση των προβλημάτων των λαών των περιοχών αυτών.

Η Λιβύη βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην εμφύλια σύρραξη. Η Τυνησία στον δρόμο για τον εκδημοκρατισμό ανακάλυψε περισσότερο ισλάμ. Η Συρία πληρώνει τον μεγαλύτερο φόρο αίματος καθώς η ένοπλη αντιπαράθεση του πολιτικού ισλάμ με το καθεστώς Άσαντ κορυφώνεται. Ο Λίβανος σχοινοβατεί μεταξύ αποστασιοποίησης στα τεκταινόμενα στη Συρία και στον αντίποδα στέκει η επιστροφή στο εμφυλιακό παρελθόν του, ενώ η Αίγυπτος ανοίγεται σε επικίνδυνα μονοπάτια με την κοινή γνώμη να στηρίζει και να χειροκροτά το στρατιωτικό πραξικόπημα. Η αλήθεια είναι ό,τι το πραξικόπημα θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί εφόσον η ηγεσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας έστρεφε έστω και για λίγο το βλέμμα στον δρόμο.

Τον Φεβρουάριο του 2011 το τότε υψηλόβαθμο στέλεχος των Αδελφών Μουσολμλάνων Μοχάμεντ Μπαντίε, απευθυνόμενος στον αδιάλλακτο Μουμπάρακ, ανέφερε: «Θέλω να υπενθυμίσω σε εκείνους που στέκουν ενάντια στη λαϊκή βούληση ότι ο λαός εξουσιοδοτεί τους κυβερνώντες και πως η λαϊκή νομιμοποίηση είναι απαραίτητη και θα πρέπει να γίνει σεβαστή».

Δυο χρόνια αργότερα ο Μπαντίε και δεκάδες άλλα στελέχη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας έχουν μπει στο στόχαστρο των στρατιωτικών αρχών. Τα λόγια του δυο χρόνια πριν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν προφητικά, αφού ο Μοχάμεντ Μόρσι και το περιβάλλον του αρνήθηκαν να στρέψουν το βλέμμα. Υποτίμησαν τις συνθήκες και την περίσταση κι ο Μπαντίε στο πέρασμα του χρόνου ξέχασε τα λεγόμενά του.

Η αδυναμία διαχείρισης των οικονομικών προβλημάτων

Επισκέφθηκα το Κάιρο για τελευταία φορά τον περασμένο Μάιο. Με όσους κι αν συναντήθηκα, με όποιον κι αν μίλησα στις τρεις εβδομάδες της παραμονής μου ένα ήταν το συμπέρασμα: Η Μουσουλμανική Αδελφότητα είχε χάσει την εμπιστοσύνη όσων στράφηκαν σε αυτή αναζητώντας λύση στα προβλήματά τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Αιγύπτου σήμερα είναι η ανεργία. Επακόλουθο αυτής ο υποσιτισμός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της χώρας, με συνέπεια την ανέχεια και την κοινωνική εξαθλίωση.

Η οικονομία της Αιγύπτου στηρίζεται κυρίως στην τουριστική βιομηχανία. Η Αραβική Άνοιξη ωστόσο μείωσε κατά πολύ το τουριστικό ρεύμα στη χώρα και το εισόδημα χιλιάδων οικογενειών που εξαρτώνται από τον τουρισμό συρρικνώθηκε.

Η Αίγυπτος, που εδώ και δεκαετίες έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα εξυγίανσης και δανεισμού από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), υποχρεώθηκε να προχωρήσει με γοργούς ρυθμούς αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Μοχάμεντ Μόρσι. Ζητήθηκε, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας να προχωρήσουν σε απολύσεις στον δημόσιο τομέα, αύξηση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) και ζητήθηκε η σύνταξη πλάνου με χρονικό ορίζοντα για κλείσιμο δημόσιων υπηρεσιών.

Η κυβέρνηση Μόρσι αφενός δεν ικανοποίησε το αίτημα του ΔΝΤ στα στενά χρονικά περιθώρια που είχαν τεθεί - προκαλώντας έτσι την καθυστέρηση της εκταμίευσης της δόσης των 4,8 δισ. δολαρίων. Αφετέρου προχώρησε σε μια σειρά αυξήσεων σε δημόσια αγαθά προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των πολιτών - κυρίως των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων. Για παράδειγμα η πλειονότητα των Αιγυπτίων το πρώτο που περίμεναν από μια ισλαμική κυβέρνηση ήταν να δουν τη μείωση στην τιμή του ψωμιού. Ωστόσο, αυτό που συνέβη ήταν το αντίθετο.

Επίσης αυτό που ανέμεναν ήταν η πτώση της τιμής των καυσίμων, μιας και η Αίγυπτος διαθέτει πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου, τα οποία όμως εκμεταλλεύονται ξένες εταιρείες. Για παράδειγμα μεγάλη γαλλική εταιρεία που διατηρεί τα δικαιώματα εξόρυξης του πετρελαίου με συμφωνίες που είχε συνάψει με το καθεστώς Μουμπάρακ, εξακολουθεί να πουλάει πετρέλαιο στην Αίγυπτο - δηλαδή την παραγωγό χώρα - 40% ακριβότερα από όσο η εν λόγω εταιρεία το αγοράζει για να το εκμεταλλευτεί διεθνώς.

Ο Μόρσι ταλαντεύτηκε μεταξύ των επιταγών του ΔΝΤ και της διάθεσης να απεμπλακεί από αυτό δίχως να έχει αναζητήσει -ή έστω οραματιστεί- την εναλλακτική λύση. Στις εσωτερικές ισορροπίες και την αντιμετώπιση των προβλημάτων του δημόσιου τομέα, απογοήτευε μέρα με την ημέρα ολοένα και πιο πολύ.

Όταν τον Μάρτιο οι αστυνομικές δυνάμεις της χώρας προχώρησαν σε απεργία και καθιστικές διαμαρτυρίες αξιώνοντας ικανοποιητική αύξηση του εισοδήματος, βελτίωση των συνθηκών εργασίας του εξοπλισμού τους και απομάκρυνση του τότε υπουργού Εσωτερικών, η κυβέρνηση Μόρσι απέτυχε ακόμα και στο να συμμετάσχει σε διάλογο μαζί τους. Το αποτέλεσμα ήταν ο ίδιος ο Μόρσι να ζητήσει από τον στρατό να αναλάβει την αστυνόμευση της χώρας προκαλώντας εκ νέου τη δυσαρέσκεια των στρατηγών.

Το μέλλον της Μουσουλμανικής Αδελφότητας

Αν και η Μουσουλμανική Αδελφότητα ήταν το μόνο κόμμα που διέθετε πρόγραμμα, δομές και ιδεολογικό υπόβαθρο στο πολιτικό σκηνικό της μετά Μουμπάρακ εποχής, κατάφερε να μείνει στο προσκήνιο μόλις ένα χρόνο. Το πραξικόπημα αναμένεται να χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τα στελέχη της οργάνωσης για να εξηγήσουν την αποτυχία του κόμματός τους να αντεπεξέλθει στα ζητούμενα και τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Αναμένεται να συνδυαστεί με το γεγονός ότι παρέμειναν ελάχιστα στην εξουσία και να ασκήσουν κριτική στο νομοθετικό και δικαστικό σώμα που δεν επέτρεψε να προχωρήσουν οι αναθεωρήσεις που πρότεινε ο Μόρσι.

Αν και θεωρείται δεδομένο ότι οι επιτελείς του κόμματος θα διωχθούν για διάφορους λόγους και αρκετοί εξ αυτών - ανάμεσά τους και ο Μόρσι, αναμένεται να καταδικαστούν, αυτό δεν συνεπάγεται και την πολιτική εξαφάνιση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Οι διωγμοί από το 1954 -οπότε συστάθηκε ως κίνημα μέχρι και την εκλογή τους στην εξουσία- ήταν το κυρίαρχο στοιχείο στην ημερήσια διάταξη. Ήταν το στοιχείο που αναβάθμισε την οργάνωση και προσέλκυσε ψηφοφόρους και πέρα από το ισλαμικό πεδίο. Θα χρειαστεί χρόνος, ωστόσο θεωρείται μάλλον δεδομένο ότι θα επιχειρήσουν έναν πολιτικό επαναπροσδιορισμό και αναζήτηση νέας ηγετικής φυσιογνωμίας.

Το κίνημα των επαναστατών

Το κίνημα των Tamarod, που μεταφράζεται στα ελληνικά ως "κίνημα των επαναστατών", μπορεί να έκανε την εμφάνισή του αρχές Μαΐου στοχεύοντας στην πτώση του Αιγύπτιου προέδρου, ωστόσο αυτός που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την επιτυχία του κινήματος είναι ο ίδιος ο Μόρσι. Ο στρατός ικανοποίησε όλα τα αιτήματά τους. Αποκαθήλωσε τον Μόρσι, έπαψε τη λειτουργία του Ισλαμικού (Σουρία) Συμβουλίου, ανέστειλε την ισχύ του Συντάγματος και όρισε επικεφαλής του μεταβατικού σχήματος τον πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Το κίνημα των επαναστατών θεωρητικά αναστέλλει τη δράση του, αφού οι στόχοι επετεύχθησαν. Δεν διαθέτει πολιτική δομή και χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ήδη πριν από την εκδήλωση του πραξικοπήματος είχαν αναθέσει την πολιτική εκπροσώπησή τους στον ηγέτη του Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας Μοχάμεντ Ελ Μπαραντέι. Δίχως ιδεολογικό υπόβαθρο και πρόγραμμα, το μέλλον του κινήματος «κομήτη» -που με δυο μήνες ζωή οδήγησε σε συνταγματική καταστρατήγηση των θεσμών και σε στρατιωτικό πραξικόπημα που χαιρετίστηκε από την κοινή γνώμη - μοιάζει δύσκολο χωρίς να διαφοροποιήσει το σχήμα και τις δομές του.

Ο ρόλος του στρατού

Όπως και το 1952 ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ από τις τάξεις του στρατού προχώρησε σε πραξικόπημα και εγκαινίασε τη μετάβαση στη Μοντέρνα Αίγυπτο, έτσι και ο σημερινός αρχηγός του στρατού δεν κρύβει τις φιλοδοξίες του. Άδραξε την ευκαιρία προς ικανοποίηση του κοινού αισθήματος, αλλά η Δύση έθεσε ενστάσεις για τον ρόλο που θα πρέπει να διαδραματίσει.

Ο Νάσερ ήταν σοσιαλιστής και κάθετα αντίθετος στα ισλαμικά μοντέλα. Ο Αμπντέλ Φατάχ Αλ Σίσι ταλαντεύεται μεταξύ των ισλαμικών εθίμων και της ελεύθερης αγοράς με ιδιότυπα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Το βέβαιο είναι πως, όπως και το 1952, ο στρατός θα κληθεί να διαδραματίσει ρόλο εγγυητή της σταθερότητας. Ποιο θα είναι το διάστημα αυτό ή, με άλλα λόγια, για πόσο θα οικειοποιηθούν τη διαχείριση των κοινών με το πρόσχημα ή την πραγματικότητα της ασφάλειας, η απάντηση θα δοθεί από τους ίδιους και τους πολίτες της Αιγύπτου.