07 Ιουλίου 2013

Οι Καζανόβες της διπλωματίας

Του Γιάννου Χαραλαμπίδη

ΕΝΑ από τα κεντρικά θέματα είναι εάν θα πάμε ή όχι προς το ΝΑΤΟ
Τα σύνδρομα της δεκαετίας του ΄60 και το ΝΑΤΟ
Γίνεται δεκτή η «πολιτική σεξουαλική πράξη» στα κρυφά, αλλά ο «προοδευτικός αριστερός» χώρος θέτει βέτο στον γάμο και η Τουρκία παίρνει τα προικώα

ΠΩΣ ΚΙΝΟΥΜΑΣΤΕ από την Κούβα της Μεσογείου στην Κύπρο της Ευρώπης
Η δεκαετία του ΄60 ήταν εξίσου τραγική για την Κύπρο, όπως και η επόμενη του ΄70, λόγω της έλλειψης στρατηγικής σκέψης και πολιτικής εφαρμογής. Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε δει στρατηγικά την Κύπρο και είχε αποφασίσει ότι εφόσον όλοι οι εμπλεκόμενοι ανήκαν στο ΝΑΤΟ, η λύση του Κυπριακού δεν μπορούσε παρά να ήταν ΝΑΤΟϊκή, με την Ελλάδα, σε περίπτωση Ένωσης, να καλύπτει ένα γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό χώρο από τα Βαλκάνια ώς τη Μέση Ανατολή. Και τότε ήταν που προέκυψαν τα σχέδια Άτσεσον, τα οποία θα μπορούσαν να δώσουν λύση Ένωσης με αντάλλαγμα προς την Τουρκία, δηλαδή μια βάση στην Καρπασία, που θα ήταν στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και υπό την ελληνική κρατική κυριαρχία.

Οι τρεις αλήθειες του ΄60
Και τότε, όπως και σήμερα, οι προσωπικές μωροφιλοδοξίες, οι αδέξιοι χειρισμοί και τα αντιδυτικά σύνδρομα έδρασαν και προέβαλαν τον ισχυρισμό για λύση διπλής Ένωσης και της παρουσίας τουρκικού στρατού στην Καρπασία. Και χάσαμε το δάσος -δηλαδή την ουσία- για το δένδρο! Και δίδαμε την εντύπωση ότι εξελισσόμαστε σε Κούβα της Μεσογείου. Τελικώς... αντί να ενωθούμε με την Ελλάδα και να γίνουμε ΝΑΤΟ, η Κύπρος τέθηκε υπό τουρκική κατοχή και βρετανική κηδεμονία, με τη Βορειοατλαντική Συμμαχία να διατηρεί ούτως ή άλλως τον γεωστρατηγικό έλεγχο της περιοχής μας.

Χωρίς να λέγονται επί έτη και να αναλύονται επαρκώς τρεις μεγάλες αλήθειες: Πρώτη αλήθεια: το σχέδιο Άτσεσον (το τελευταίο) δεν είχε γίνει δεκτό από την Τουρκία, διότι προφανώς δεν τη βόλευε, αφού η Άγκυρα ήθελε από τότε καθαρή συγκυριαρχία. Δεύτερη αλήθεια, ο τουρκικός στρατός ήταν ήδη στην Κύπρο λόγω ΤΟΥΡΔΥΚ, ενώ ταυτοχρόνως θα ήταν εγκλωβισμένος στη Χερσόνησο της Καρπασίας από τον ελληνικό στρατό που θα έδρευε πλέον στην Κύπρο, εφόσον η Κύπρος θα ήταν Ελλάδα. Τρίτη αλήθεια, η Μόσχα υποστήριζε την Κύπρο έως ότου ναυάγησαν τα σχέδια Άτσεσον και η Ρωσία, τότε Σοβιετική Ένωση, υποστήριξε την τουρκική λύση της διζωνικής δικοινοτικής
ομοσπονδίας, προκαλώντας και την αντίδραση του Μακαρίου, ο οποίος μονίμως φλέρταρε με τη Μόσχα, αλλά και του ΑΚΕΛ και δη του τότε ΓΓ του κόμματος Εζεκία Παπαϊωάννου.

Υπό αυτές, δε, τις συνθήκες, αλλά και εκ του αποτελέσματος, απεδείχθη ότι: η πολιτική προς τους Αδέσμευτους ήταν λανθασμένη. Η Κύπρος ήταν ΝΑΤΟ, αλλά δεν το είχαμε πάρει είδηση! Ή δεν ήθελαν να το πάρουν είδηση οι ηγέτες μας. Όπως συμβαίνει και σήμερα.

Ζήτημα στρατηγικού στόχου

Οι πιο πάνω αναφορές δεν γίνονται τυχαία. Υπάρχει λόγος: Τα σύνδρομα και οι πολιτικές αντιλήψεις της δεκαετίας του ΄60, καθώς και η έλλειψη συγκροτημένης στρατηγικής κυριαρχούν στο κομματικό σκηνικό της Κύπρου. Τις προάλλες, με δηλώσεις του, ο ΥπΕξ Γ. Κασουλίδης τόνισε ότι θα δοθούν διευκολύνσεις προς τη Ρωσία στη βάση «Ανδρέας Παπανδρέου». Και ο κυπριακός Τύπος το κάλυψε με υπερβολές, στη λογική του ότι η Μόσχα μετακομίζει από την Ταρσό της Συρίας στην Πάφο, με αποτέλεσμα να εγερθεί το εξής ερώτημα στην Ευρωβουλή:

Εάν τελικώς η Κύπρος, κράτος-μέλος της ΕΕ, μετατρέπεται σε ρωσική βάση; Δεν ελέγχουμε εάν το ερώτημα είναι ή όχι ορθό. Άλλωστε, εάν θα δοθεί στη Μόσχα επί τη βάσει στρατηγικού σχεδιασμού και στόχου η Βάση «Ανδρέας Παπανδρέου», είναι εξέλιξη η οποία πολιτικά δεν μπορεί να αποκλείεται, εφόσον είναι επιλογή υλοποίησης στρατηγικών στόχων. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι εάν υπάρχει ή όχι στρατηγική σχετικά με το τι εμείς θέλουμε και ποιος είναι ο στρατηγικός στόχος, καθώς και εάν η Βάση «Ανδρέας Παπανδρέου» και άλλες υποδομές αποτελούν μέσα για την επίτευξη συγκεκριμένου στόχου; Και ποιου;

Η λογική της κίνησης προς ΝΑΤΟ
Ένα λοιπόν από τα κεντρικά θέματα είναι εάν θα πάμε ή όχι προς το ΝΑΤΟ. Οι αντιδράσεις σε βάρος του ΝΑΤΟ είναι συναισθηματικές παρά ορθολογιστικές και το συναφές ερώτημα που τίθεται έχει ως ακολούθως: Ποιον εξυπηρετεί η θέση να μένει η Κύπρος εκτός ΝΑΤΟ; Κανέναν άλλον, παρά μόνο τους Βρετανούς και τους Τούρκους. Εξού και η εκ των προτέρων πρόθεσή τους να ασκήσουν βέτο. Αυτό, μάλιστα, είναι ένα από τα κλασικά επιχειρήματα του ΑΚΕΛ, της ΕΔΕΚ και του Γιώργου Λιλλήκα προεκλογικά, που μετεκλογικά είναι πιθανό να αποτελεί και θέση της Συμμαχίας των Πολιτών, η οποία, παρότι δεν έχει γενικώς ιδεολογική βάση επί του συγκεκριμένου ζητήματος, υιοθετεί μιαν αριστερόστροφη αντίληψη, η οποία συνοδεύεται από άλλα «μακαριακά σύνδρομα» της δεκαετίας του ΄60, που κυριαρχούν στην πολιτική μας ζωή και καθίστανται μονολιθικές πολιτικές θέσεις.

Επί τούτων, θα μπορούσε να επισημανθεί ότι:

1. Η Κύπρος ανέκαθεν ήταν ΝΑΤΟ. Οι εγγυήτριες δυνάμεις, όπως και η περιοχή μας, ήταν υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ. Ακόμη και οι βρετανικές βάσεις είναι ΝΑΤΟ.
2. Όλοι καρπούνται οφέλη από το ΝΑΤΟ, πλην του νόμιμου ιδιοκτήτη, δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας.
3. Εάν η Τουρκία ασκήσει βέτο στην αίτηση ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, τότε αυτομάτως: (α) Νομιμοποιείται πολιτικά η Κυπριακή Δημοκρατία να ασκεί βέτο στο ισοδύναμο αντάλλαγμα, που είναι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Και (β) ταυτοχρόνως εξουδετερώνεται ο ισχυρισμός ότι για τα προβλήματα στις σχέσεις ΝΑΤΟ -ΕΕ ευθύνεται το άλυτο κυπριακό πρόβλημα. (γ) Δεν υπάρχει πλέον καμιά δυνατότητα διατύπωσης κατηγοριών ότι συνεργαζόμαστε με τη Μόσχα. Ακόμη, δηλαδή, και εκείνοι που έχουν πρόβλημα με το ΝΑΤΟ και θέλουν να κλείνουν το μάτι στη Ρωσία, θα μπορούν να το πράττουν ευκολότερα και χωρίς να προκαλούνται προβλήματα μεταξύ των εταίρων μας, εάν υποστήριζαν στην αίτηση ένταξης, εφόσον είναι τόσο σίγουροι για το βέτο.
4. Το ΑΚΕΛ φωνασκεί μεν εναντίον του ΝΑΤΟ, αλλά ο Πρόεδρος Χριστόφιας από το 2008 ώς την αποχώρησή του έδιδε με την ψήφο του, στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια, το πράσινο φως στην εμβάθυνση των σχέσεων ΝΑΤΟ - ΕΕ. Όπως, παράλληλα, ο Γ. Λιλλήκας υποστηρίζει την ένταξη στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, τις διευκολύνσεις στη ΝΑΤΟϊκή Γαλλία και στο ΝΑΤΟ γενικότερα, αλλά είναι αντίθετος με την ένταξη στη Βορειοτλαντική Συμμαχία, διότι δεν έχει ακόμη την πολιτική δύναμη ή τη θέληση να απαλλαγεί από τις λανθασμένες μακαριακές και κομμουνιστικές αντιλήψεις της δεκαετίας του ΄60.

Το ίδιο, βεβαίως, ισχύει και για την ΕΔΕΚ και το ΔΗΚΟ. Έχουμε, δηλαδή, φλερτ και «πολιτική σεξουαλική πράξη» με το ΝΑΤΟ στα κρυφά, μακριά τις πλείστες φορές από τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά επειδή ο αριστερός και κεντροαεριστερός χώρος είναι «προοδευτικός», δεν έχουμε τα οφέλη του «γάμου» -όπως τα πολιτικά και άλλα προικώα- τα οποία εκ των πραγμάτων απολαμβάνουν οι Τούρκοι και οι Βρετανοί, θέτοντας προ και μετά τη λύση την Κύπρο υπό τον δικό τους γεωστρατηγικό έλεγχο, καθώς και υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ. Χωρίς εμείς να είμαστε θεσμικά εντός του ΝΑΤΟ, όπου θα είχαμε λόγο και δικαίωμα ψήφου. Και οφέλη. Ορθολογιστικά σκεπτόμενος διερωτάται κάποιος: Τι είναι καλύτερα; Μέσα η έξω;
5. Η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ ενισχύει την ασφάλειά της και την κρατική της κυριαρχία.
6. Τι θα συνέφερε περισσότερο τη Ρωσία, να κυριαρχεί το ΝΑΤΟ στη γειτονιά μας μέσω Τουρκίας και Βρετανίας, ή να έχει εντός Συμμαχίας μια φίλη χώρα όπως τη Κύπρος;

Το ΝΑΤΟ και η τουρκική επιθετικότητα
ΥΠΑΡΧΕΙ, βεβαίως, και ο λογικός ισχυρισμός, ο οποίος συχνά διατυπώνεται από τον Γ. Λιλλήκα: Καλά και η Ελλάδα που είναι στο ΝΑΤΟ τι πέτυχε στο Αιγαίο; Σταμάτησε την τουρκική επιθετικότητα; Η απάντηση θα μπορούσε να τεθεί υπό τη μορφή ερωτήματος: Εάν δεν ήταν η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, θα ήταν καλύτερα ή χειρότερα τα πράγματα; Ενδεχομένως το Αιγαίο να ακλουθούσε την τύχη της Κύπρου!

Ή και χειρότερα. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο σημαντικό: Η επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στον αέρα στα 10 ναυτικά μίλια έχει δημιουργηθεί εθιμικά μέσω του ΝΑΤΟ. Τα προβλήματα στο Αιγαίο, όπως και στην Κύπρο, οφείλονται στην τουρκική επιθετικότητα, η οποία τροφοδοτείται:
1. Από την αποδυνάμωση των συντελεστών ισχύος της Ελλάδας και της Κύπρου.
2. Από τη στρατιωτική αδυναμία του Ελληνισμού, διότι, όπως ελέγετο, εμείς δεν ήμασταν Τουρκία. Εμάς μας ενδιέφερε το βούτυρο, δηλαδή ο πλούτος και όχι τα όπλα, τα οποία είχε η Τουρκία, χωρίς το βούτυρο. Ακόμη και όταν γίνονταν αγορές όπλων, έδιδαν και έπαιρναν οι μίζες. Τώρα, η Τουρκία έχει και όπλα και βούτυρο, ενώ εμείς δεν έχουμε ούτε όπλα ούτε βούτυρο.
3. Από πολιτικές και αντιλήψεις που στηρίζονται σε αριστερόστροφα σύνδρομα της δεκαετίας του ΄60 και θέλουν την Κυπριακή Δημοκρατία εκτός ΝΑΤΟ, ενώ η Κύπρος είναι de facto ΝΑΤΟ.
Έτσι στερείται η Κυπριακή Δημοκρατία ισότιμης συμμετοχής στον μεγαλύτερο αμυντικό μηχανισμό στον κόσμο και δίδει την ευκαιρία στην Τουρκία, ακόμη και σήμερα, να μας εμφανίζει ως «επιτήδειους ουδέτερους» και να καρπούται, ανθ' ημών, πολιτικά, γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά, καθώς και άλλα οφέλη.

Βάση επί χρήμασι…
ΑΠΟ την εποχή που ήταν Υπουργός Εξωτερικών ο Γιώργος Λιλλήκας ώς την υφιστάμενη περίοδο του Γ. Κασουλίδη και σε ποιον δεν έχει δοθεί η Βάση «Ανδρέας Παπανδρέου», χωρίς, όμως, στρατηγικό σχεδιασμό και χωρίς να θεωρείται από εμάς ως μέσο για την επίτευξη ενός μεγαλύτερου στόχου. Απλώς, έχουμε μια Βάση την οποία δίδουμε σε ξένους επί χρήμασι!!! Στους Γάλλους, στους Γερμανούς, στους Ισραηλινούς και τώρα στους Ρώσους.

Το θέμα δεν είναι εάν τη δίδουμε και πού. Το ζήτημα είναι εάν υπάρχει στρατηγικός στόχος και εάν η χρήση της Βάσης και των λοιπών υποδομών είναι προς την κατεύθυνση της εξυπηρέτησης προκαθορισμένου στόχου. Η όλη εικόνα που παρουσιάζουμε είναι ως να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αποτελούμε τους Καζανόβες του διεθνούς και δη του περιφερειακού συστήματος. Ότι, δηλαδή, εμείς μπορούμε να πουλούμε γοητεία δεξιά και αριστερά, μέσω της Βάσης και της γεωστρατηγικής μας θέσης, και ότι μπορούμε να χειριζόμαστε με μαεστρία τους πάντες. Τρομάρα μας! Χωρίς όμως στρατηγικό όφελος.

Πώς να υπάρχει, όμως, στρατηγικό όφελος, όταν δεν υπήρχε ποτέ στρατηγική; Όπως, λοιπόν, και ο τυχοδιώκτης Καζανόβας, έτσι κι εμείς με την πολιτική που ακολουθούμε και αφού κάνουμε τις πολιτικές μας κουτοπονηράδες, που γίνονται αντιληπτές εκ των προτέρων, ή αφού παράσχουμε υπηρεσίας στη λογική του καλού παιδιού, στο τέλος της ημέρας μένουμε στο ράφι!

Φόρμουλα απαλλαγής από τον Αττίλα
Το βασικό ζητούμενο είναι η απαλλαγή μας από τα σύνδρομα του παρελθόντος και η ορθολογική πολιτική προσέγγιση, που είναι συναφής με τον καθορισμό στρατηγικού στόχου και διάθεσης μέσων για την επίτευξη του στόχου, όπως είναι η γεωστρατηγική θέση της Κύπρου και η Βάση «Ανδρέας Παπανδρέου», καθώς και άλλες σημαντικές στρατηγικές υποδομές. Και εφόσον δεν πρέπει να κάνουμε τα λάθη του ΄60, λογικό είναι:
1. Ο κύριος στόχος να μην είναι η τουρκική λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, την οποία ακόμη και το ΑΚΕΛ αφόριζε ως διχοτομική προ του ΄74. Πώς η προ του ΄74 διχοτομική λύση μετατράπηκε σε λύση επανένωσης και σημαία συμβιβασμού; Συνεπώς, ο στόχος είναι η διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή ενός ενιαίου κράτους και όχι η εφαρμογή ενός ομόσπονδου διζωνικού ή πολυπεριφερειακού, πολυζωνικού πολιτειακού εκτρώματος, που θα δημιουργεί στη μικρή Κύπρο κάθε πόλη και κράτος.
2. Η λύση του Κυπριακού να στηριχθεί σε δυο πυλώνες. Σε αυτόν της δημοκρατίας και σε εκείνον της ασφάλειας. Η δημοκρατικότητα της λύσης σημαίνει την πλήρη εφαρμογή των αρχών και αξιών της ΕΕ και του Διεθνούς Δικαίου, καθώς και του κοινοτικού κεκτημένου χωρίς αποκλίσεις. Εάν η λύση δεν είναι δημοκρατική, δεν μπορεί να είναι βιώσιμη. Εάν η λύση δεν στηρίζεται σε ισχυρούς πυλώνες ασφάλειας και πάλι δεν μπορεί να είναι βιώσιμη.
Εφόσον ο ελληνικός στρατός αδυνατεί να εκδιώξει τον τουρκικό στρατό, όπως έχει νομικό, ηθικό και εθνικό καθήκον, τότε θα πρέπει να βρούμε έναν άλλο στρατό πιο ισχυρό από τον τουρκικό, για να πετύχουμε τον στόχο μας. Και αυτός ο στρατός -ο Οργανισμός- είναι του ΝΑΤΟ, που μπορεί να λειτουργήσει στη λογική και πρακτική του win -win situation. Εφόσον η Κύπρος θα είναι ΝΑΤΟ:
α. δεν θα υπάρχει λόγος παρουσίας τουρκικού στρατού, εφόσον καμιά απειλή δεν θα διατρέχουν -όπως σήμερα ισχυρίζονται- Τουρκοκύπριοι και Τουρκία από την ελληνοκυπριακή πλειοψηφία.
2. δεν θα υπάρχει λόγος για ξένες εγγυήσεις και επεμβατικά δικαιώματα, εφόσον θα ανήκουμε στην ίδια Συμμαχία.

Από τον Φιντέλ στον Ραούλ…
Είτε το πολιτικό σύστημα θα σκεφτεί ορθολογιστικά και θα ενεργήσει με στρατηγική, είτε θα στροβιλίζουμε στη δίνη των συνδρόμων του παρελθόντος και των τυχοδιωκτικών πολιτικών στη λογική του Καζανόβα. Άλλωστε, είναι μακριά η Κούβα για να συνεχίζουμε να την έχουμε ως πρότυπο. Ένα πρότυπο επανάστασης που φθίνει στον χρόνο και μετατρέπεται σε ένα δικτατορικό καθεστώς, που θα το ζήλευαν ακόμη και οι βασιλείς, αφού από τον Φιντέλ Κάστρο, «η εξουσία του λαού», χωρίς εκλογές, πέρασε στα χέρια του αδελφού του Ραούλ...