Η σχέση της Γερμανίας με τη Δύση υπήρξε
ανέκαθεν περιπλεγμένη. Από τη μία, πολλές από τις θεμελιώδεις
φιλοσοφικές αρχές της Δύσης προήλθαν από τη Γερμανία, ενώ από την άλλη, ο
ιδιότυπος γερμανικός εθνικισμός απείλησε επανειλημμένως τα δυτικά
πολιτικά πρότυπα.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Δυτική Γερμανία συμμετείχε ενεργά στην
υπόθεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, φθάνοντας στο σημείο να αναπτύξει
στρατό στα ΝΑΤΟϊκά πεδία μαχών των Βαλκανίων και του Αφγανιστάν, όπως
επισημαίνει σε άρθρο στην επιθεώρηση Foreign Affairs ο Χανς Κουντάνι.
Την τελευταία δεκαετία, όμως, η στάση της Γερμανίας απέναντι στη Δύση έχει αλλάξει. Ο τότε καγκελάριος Σρέντερ έκανε μάλιστα λόγο για «γερμανική οδό», καταγγέλλοντας την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003.
Ο κύριος λόγος πίσω από την πρόσφατη στροφή στη γερμανική εξωτερική πολιτική είναι η πεποίθηση στη χώρα πως ο δυτικός προσανατολισμός δεν αποτελεί πλέον στρατηγική αναγκαιότητα. Μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, Ε.Ε. και ΝΑΤΟ επεκτάθηκαν για να εντάξουν στους κόλπους τους κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Περικυκλωμένη πλέον από φιλικά κράτη, η Γερμανία έπαψε έτσι να εξαρτάται από τις ΗΠΑ, ως στρατηγικό αντίβαρο στη Ρωσία.
Την ίδια στιγμή, η γερμανική οικονομία ενίσχυσε την εξαγωγική της δραστηριότητα, ιδιαίτερα προς τα κράτη της Ασίας. Την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, καθώς η εσωτερική ζήτηση παρέμεινε αναιμική, η εξάρτηση της Γερμανίας από τις εξαγωγές ενισχύθηκε περαιτέρω.
Πίσω από τη μεταβολή της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής κρύβεται επίσης η όξυνση του αντιαμερικανισμού των Γερμανών. Η κρίση του 2008 έπεισε πολλούς Γερμανούς για την αποτυχία του αγγλοσαξονικού καπιταλιστικού προτύπου και την ορθότητα του «καπιταλισμού με κοινωνικά κριτήρια». Οι αποκαλύψεις του 2013 για το πρόγραμμα καθολικής ηλεκτρονικής παρακολούθησης από την αμερικανική NSA ενίσχυσαν και άλλο τον αντιαμερικανισμό.
Παρότι η προσήλωση της Γερμανίας στην υπόθεση της δυτικής ολοκλήρωσης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, άγνωστο παραμένει εάν θα συνεχίσει να συντάσσεται με τους δυτικούς της εταίρους, όπως έδειξε άλλωστε ο δισταγμός του Βερολίνου για τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς στη Λιβύη.
Η χώρα μοιάζει έτσι έτοιμη για νέα γεωπολιτική μετατόπιση, αυτή τη φορά προς την Ανατολή. Τη νέα τάση απέδειξε η αμφίρροπη στάση της καγκελαρίου Μέρκελ απέναντι στη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας. Η χλιαρή στήριξη που προσέφερε η καγκελάριος στις δυτικές κυρώσεις με στόχο τη Μόσχα συνάντησε έντονες αντιδράσεις, όχι μόνο από τον γερμανικό επιχειρηματικό κόσμο, αλλά και από το γερμανικό κοινό, που συνειδητοποιεί την αξία των ρωσικών ενεργειακών πόρων.
Η Γερμανία έχει προσεγγίσει επίσης την Κίνα, προμηνύοντας μια ακόμη κρίσιμη μετατόπιση στις γεωπολιτικές προτεραιότητες του Βερολίνου. Η Κίνα έχει άλλωστε αναδειχθεί στη μεγαλύτερη αγορά γερμανικών προϊόντων, όπως τα πολυτελή οχήματα Mercedes και Volkswagen.
Για το Βερολίνο, η σχέση αυτή είναι πρωτίστως οικονομική. Για το Πεκίνο, όμως, που ευνοεί την ενίσχυση της Ευρώπης ως αντίβαρου στην αμερικανική ηγεμονία, η σχέση αυτή έχει μεγάλη γεωπολιτική αξία.
Η σύσφιγξη του άξονα Βερολίνου-Πεκίνου σημειώνεται σε μια στιγμή κατά την οποία η Ουάσιγκτον επιλέγει να σκληρύνει τη στάση απέναντι στην Κίνα, στο πλαίσιο της πολυδιαφημισμένης μετατόπισης της στρατηγικής της προσοχής προς την Ασία. Αυτό θα σήμαινε πως σε περίπτωση αντιπαράθεσης της Κίνας με τη Δύση, η Γερμανία ίσως να επέλεγε αυστηρή ουδετερότητα.
Οι φόβοι περί γερμανικής ουδετερότητας δεν είναι πρωτότυποι και ανάγονται στη δεκαετία του 1970, όταν η γερμανική Ostpolitik (πολιτική προσέγγιση με την Ανατολή) είχε θορυβήσει τον Χένρι Κίσινγκερ. Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Την τελευταία δεκαετία, όμως, η στάση της Γερμανίας απέναντι στη Δύση έχει αλλάξει. Ο τότε καγκελάριος Σρέντερ έκανε μάλιστα λόγο για «γερμανική οδό», καταγγέλλοντας την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003.
Ο κύριος λόγος πίσω από την πρόσφατη στροφή στη γερμανική εξωτερική πολιτική είναι η πεποίθηση στη χώρα πως ο δυτικός προσανατολισμός δεν αποτελεί πλέον στρατηγική αναγκαιότητα. Μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, Ε.Ε. και ΝΑΤΟ επεκτάθηκαν για να εντάξουν στους κόλπους τους κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Περικυκλωμένη πλέον από φιλικά κράτη, η Γερμανία έπαψε έτσι να εξαρτάται από τις ΗΠΑ, ως στρατηγικό αντίβαρο στη Ρωσία.
Την ίδια στιγμή, η γερμανική οικονομία ενίσχυσε την εξαγωγική της δραστηριότητα, ιδιαίτερα προς τα κράτη της Ασίας. Την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, καθώς η εσωτερική ζήτηση παρέμεινε αναιμική, η εξάρτηση της Γερμανίας από τις εξαγωγές ενισχύθηκε περαιτέρω.
Πίσω από τη μεταβολή της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής κρύβεται επίσης η όξυνση του αντιαμερικανισμού των Γερμανών. Η κρίση του 2008 έπεισε πολλούς Γερμανούς για την αποτυχία του αγγλοσαξονικού καπιταλιστικού προτύπου και την ορθότητα του «καπιταλισμού με κοινωνικά κριτήρια». Οι αποκαλύψεις του 2013 για το πρόγραμμα καθολικής ηλεκτρονικής παρακολούθησης από την αμερικανική NSA ενίσχυσαν και άλλο τον αντιαμερικανισμό.
Παρότι η προσήλωση της Γερμανίας στην υπόθεση της δυτικής ολοκλήρωσης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, άγνωστο παραμένει εάν θα συνεχίσει να συντάσσεται με τους δυτικούς της εταίρους, όπως έδειξε άλλωστε ο δισταγμός του Βερολίνου για τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς στη Λιβύη.
Η χώρα μοιάζει έτσι έτοιμη για νέα γεωπολιτική μετατόπιση, αυτή τη φορά προς την Ανατολή. Τη νέα τάση απέδειξε η αμφίρροπη στάση της καγκελαρίου Μέρκελ απέναντι στη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας. Η χλιαρή στήριξη που προσέφερε η καγκελάριος στις δυτικές κυρώσεις με στόχο τη Μόσχα συνάντησε έντονες αντιδράσεις, όχι μόνο από τον γερμανικό επιχειρηματικό κόσμο, αλλά και από το γερμανικό κοινό, που συνειδητοποιεί την αξία των ρωσικών ενεργειακών πόρων.
Η Γερμανία έχει προσεγγίσει επίσης την Κίνα, προμηνύοντας μια ακόμη κρίσιμη μετατόπιση στις γεωπολιτικές προτεραιότητες του Βερολίνου. Η Κίνα έχει άλλωστε αναδειχθεί στη μεγαλύτερη αγορά γερμανικών προϊόντων, όπως τα πολυτελή οχήματα Mercedes και Volkswagen.
Για το Βερολίνο, η σχέση αυτή είναι πρωτίστως οικονομική. Για το Πεκίνο, όμως, που ευνοεί την ενίσχυση της Ευρώπης ως αντίβαρου στην αμερικανική ηγεμονία, η σχέση αυτή έχει μεγάλη γεωπολιτική αξία.
Η σύσφιγξη του άξονα Βερολίνου-Πεκίνου σημειώνεται σε μια στιγμή κατά την οποία η Ουάσιγκτον επιλέγει να σκληρύνει τη στάση απέναντι στην Κίνα, στο πλαίσιο της πολυδιαφημισμένης μετατόπισης της στρατηγικής της προσοχής προς την Ασία. Αυτό θα σήμαινε πως σε περίπτωση αντιπαράθεσης της Κίνας με τη Δύση, η Γερμανία ίσως να επέλεγε αυστηρή ουδετερότητα.
Οι φόβοι περί γερμανικής ουδετερότητας δεν είναι πρωτότυποι και ανάγονται στη δεκαετία του 1970, όταν η γερμανική Ostpolitik (πολιτική προσέγγιση με την Ανατολή) είχε θορυβήσει τον Χένρι Κίσινγκερ. Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ