Ο Μάριο Ντράγκι θέλει να συμπληρωθεί η ποσοτική
χαλάρωση με μεταρρυθμίσεις από τις κυβερνήσεις. «Σκοντάφτει» στην
ενίσχυση των κομμάτων διαμαρτυρίας και στον κίνδυνο πρόωρων εκλογών
κυρίως στην Ελλάδα. Η κρίσιμη συνεδρίαση της Πέμπτης.
Μόλις δύο ημέρες πριν τη συνεδρίαση της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ενώ τα μεγέθη για την οικονομία της
ευρωζώνης αποδεικνύονται απογοητευτικά, όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν
ανοιχτά. Η προσοχή του Μάριο Ντράγκι όμως, μπορεί να μην στρέφεται τόσο
στο «μέτωπο» της οικονομίας, αλλά κυρίως στο «μέτωπο» της πολιτικής.Σε εκτενές άρθρο, το πρακτορείο Bloomberg εξηγεί πως η ΕΚΤ αποδεικνύεται δέσμια των πολιτικών εξελίξεων
στον ευρωπαϊκό Νότο και κυρίως στην Ελλάδα. «Σε κάθε ομιλία τους, οι
κεντρικοί τραπεζίτες και κυρίως ο Μάριο Ντράγκι, καλούν τις κυβερνήσεις
να συμπληρώσουν τις δράσεις της ΕΚΤ με αναδιάρθρωση των οικονομιών τους
και μεταρρυθμίσεις ώστε να ενισχθούν οι επενδύσεις. Η απάντηση – από την
κωλυσιεργία σε ό,τι αφορά στις μεταρρυθμίσεις, μέχρι το επενδυτικό
πρόγραμμα του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ που ακόμη αργεί – απογοητεύει»
σχολιάζει το Bloomberg.
Επισημαίνει πως οι πολιτικές εξελίξεις, η άνοδος των κομμάτων διαμαρτυρίας και ο κίνδυνος πρόωρων εκλογών καθιστά ακόμη δυσκολότερη την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και κατά συνέπεια τη θέση της ΕΚΤ.
«Από τον πυρήνα της ευρωζώνης στη Γαλλία, μέχρι την Ελλάδα στην περιφέρεια, οι κυβερνήσεις είναι δέσμιες της μεγάλης δημοτικότητας που απολαμβάνουν τα κόμματα διαμαρτυρίας. Αυτό περιορίζει τη δυνατότητά τους να προχωρήσουν σε αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις όπως τη χαλάρωση των κανόνων για μετακίνηση εργαζομένων από μη παραγωγικές θέσεις στην επανεκπαίδευση ή την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης. Η απειλή πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα, την Καταλονία, την Ιταλία και την Αυστρία αφήνει την ΕΚΤ να απελπισμένη καθώς περιορίζονται οι ήδη μικρές ευκαιρίες για δράση» αναφέρει το δημοσίευμα.
«Ο Φρανσουά Ολάντ, ο λιγότερο δημοφιλής πρόεδρος της σύγχρονης Γαλλίας, καταδιώκεται από την επιτυχία του Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λε Πεν, που τηρεί αντιμεταναστευτική και αντιευρωπαϊκή στάση και κέρδισε τις περισσότερες ψήφους στις ευρωεκλογές του Μαΐου. Ανησυχεί επίσης ότι μπορεί να ηττηθεί από τον πρώην πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί ο οποίος κερδίζει την κεντροδεξιά αντιπολίτευση με ρητορική η οποία δεν υπόσχεται τη συνεργασία που θα ήθελε η ΕΚΤ.
Στην Ελλάδα, το αντιμνημονιακό κόμμα της αντιπολίτευσης που ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, ο Σύριζα, ηγείται στις δημοσκοπήσεις και θέλει πρόωρες εκλογές. Στην Ισπανία, η ανεργία βρίσκεται στο 24% και το αντικαθεστωτικό κίνημα Podemos που δημιουργήθηκε πέρσι, είναι πολύ πιο δημοφιλές από τα δύο βασικά κόμματα που υπάρχουν από τη δεκαετία του 1980. Σε ότι αφορά την πατρίδα του κ. Ντράγκι, την Ιταλία, οι προσπάθειες μεταρρυθμίσεις του Ματέο Ρέντσι εμποδίζονται από το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο που ήρθε δεύτερο στις ευρωεκλογές.»
«Η πολιτική ατμόσφαιρα καθιστά για μία ακόμη φορά την ΕΚΤ το μόνο θεσμό που μπορεί να αποτρέψει την περαιτέρω επιδείνωση μίας ήδη κακής κατάστασης, εξηγεί ο Ρίτσαρντ Μπάργουελ, της Royal Bank of Scotland και συμπληρώνει: «Για την ΕΚΤ καταλύτης θα ήταν ένα «διαρθρωτικό συμβόλαιο» με τις χώρες που θα παραδώσουν την κυριαρχία τους. Αυτό όμως, δεν πρόκειται να συμβεί. Έτσι, το χειρότερο σενάριο είναι η απραξία και από τις δύο πλευρές».
Το ερώτημα για τον Ντράγκι και το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ στις 4 Δεκεμβρίου είναι να αποφασίσουν εάν θα προχωρήσουν σε ένα πλήρες πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων – δηλαδή σε ποσοτική χαλάρωση – ανεξαρτήτως από το τι θα κάνουν ή δεν θα κάνουν οι κυβερνήσεις. Με πληθωρισμό στο 0,3% η απόφαση είναι μάλλον δύσκολη.
Κατερίνα Παράσχου
Επισημαίνει πως οι πολιτικές εξελίξεις, η άνοδος των κομμάτων διαμαρτυρίας και ο κίνδυνος πρόωρων εκλογών καθιστά ακόμη δυσκολότερη την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και κατά συνέπεια τη θέση της ΕΚΤ.
«Από τον πυρήνα της ευρωζώνης στη Γαλλία, μέχρι την Ελλάδα στην περιφέρεια, οι κυβερνήσεις είναι δέσμιες της μεγάλης δημοτικότητας που απολαμβάνουν τα κόμματα διαμαρτυρίας. Αυτό περιορίζει τη δυνατότητά τους να προχωρήσουν σε αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις όπως τη χαλάρωση των κανόνων για μετακίνηση εργαζομένων από μη παραγωγικές θέσεις στην επανεκπαίδευση ή την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης. Η απειλή πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα, την Καταλονία, την Ιταλία και την Αυστρία αφήνει την ΕΚΤ να απελπισμένη καθώς περιορίζονται οι ήδη μικρές ευκαιρίες για δράση» αναφέρει το δημοσίευμα.
«Ο Φρανσουά Ολάντ, ο λιγότερο δημοφιλής πρόεδρος της σύγχρονης Γαλλίας, καταδιώκεται από την επιτυχία του Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λε Πεν, που τηρεί αντιμεταναστευτική και αντιευρωπαϊκή στάση και κέρδισε τις περισσότερες ψήφους στις ευρωεκλογές του Μαΐου. Ανησυχεί επίσης ότι μπορεί να ηττηθεί από τον πρώην πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί ο οποίος κερδίζει την κεντροδεξιά αντιπολίτευση με ρητορική η οποία δεν υπόσχεται τη συνεργασία που θα ήθελε η ΕΚΤ.
Στην Ελλάδα, το αντιμνημονιακό κόμμα της αντιπολίτευσης που ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, ο Σύριζα, ηγείται στις δημοσκοπήσεις και θέλει πρόωρες εκλογές. Στην Ισπανία, η ανεργία βρίσκεται στο 24% και το αντικαθεστωτικό κίνημα Podemos που δημιουργήθηκε πέρσι, είναι πολύ πιο δημοφιλές από τα δύο βασικά κόμματα που υπάρχουν από τη δεκαετία του 1980. Σε ότι αφορά την πατρίδα του κ. Ντράγκι, την Ιταλία, οι προσπάθειες μεταρρυθμίσεις του Ματέο Ρέντσι εμποδίζονται από το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο που ήρθε δεύτερο στις ευρωεκλογές.»
«Η πολιτική ατμόσφαιρα καθιστά για μία ακόμη φορά την ΕΚΤ το μόνο θεσμό που μπορεί να αποτρέψει την περαιτέρω επιδείνωση μίας ήδη κακής κατάστασης, εξηγεί ο Ρίτσαρντ Μπάργουελ, της Royal Bank of Scotland και συμπληρώνει: «Για την ΕΚΤ καταλύτης θα ήταν ένα «διαρθρωτικό συμβόλαιο» με τις χώρες που θα παραδώσουν την κυριαρχία τους. Αυτό όμως, δεν πρόκειται να συμβεί. Έτσι, το χειρότερο σενάριο είναι η απραξία και από τις δύο πλευρές».
Το ερώτημα για τον Ντράγκι και το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ στις 4 Δεκεμβρίου είναι να αποφασίσουν εάν θα προχωρήσουν σε ένα πλήρες πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων – δηλαδή σε ποσοτική χαλάρωση – ανεξαρτήτως από το τι θα κάνουν ή δεν θα κάνουν οι κυβερνήσεις. Με πληθωρισμό στο 0,3% η απόφαση είναι μάλλον δύσκολη.
Κατερίνα Παράσχου