Σπύρος ΛίτσαςΣε πρόσφατο άρθρο μου στο επιστημονικό περιοδικό με κριτές «Israel
Affairs» από τον εκδοτικό οίκο Taylor and Francis με τίτλο «Bandwagoning
for Profit and Turkey: Alliance Formations and Volatility in the Middle
East», τόμ. 20, τεύχ. 1, σ. 125-139, αναλύω τη θέση ότι η Τουρκία
διαπνέεται από έναν δομικό αναθεωρητισμό. Αφορά:Το bandwagoning for profit που στα ελληνικά αποδίδεται ως «σύμπλευση
με στόχο το κέρδος» συναντιέται σε κάθε εξελικτικό στάδιο της Τουρκίας.
Κατά την πρώτη περίοδο η συγκεκριμένη στρατηγική εφαρμόζεται με στόχο
την είσοδο του κράτους στη νέα μεταπολεμική πραγματικότητα όπως αυτή
διαμορφώθηκε από τις νικήτριες δυνάμεις της Τριπλής Συνεννόησης (the
Wave of the Future).
Στη συνέχεια, και από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι
και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η Τουρκία επενδύει στη συγκέντρωση
κερδών (piling-on bandwagoning) μέσω της ενίσχυσης των πολιτικών της
σύμπλευσης με τον δυτικό κόσμο απέναντι στην ΕΣΣΔ. Η στρατηγική αυτή
απέδωσε αφού η Τουρκία κατάφερε και έγινε όχι μόνο κομβικός δρων για τη
λειτουργία του ΝΑΤΟ στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, αλλά και της
προσέφερε τη δυνατότητα να «καλύψει» επιθετικές ενέργειες προς την
Ελλάδα και την Κύπρο πίσω από τα δεδομένα που επέβαλε η μεγάλη εικόνα
της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης.Στην τρίτη φάση της εφαρμογής της συγκεκριμένης στρατηγικής η Τουρκία ακολουθεί μια προσέγγιση που αποδίδεται με τον όρο «η σύμπλευση του τσακαλιού» (Jackal bandwagoning) και χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά της από τον Ψυχρό Πόλεμο μέχρι και σήμερα. Υπό αυτό το πλαίσιο συμπεριφοράς η Τουρκία επιδιώκει να μεγιστοποιεί τα κέρδη της αναπτύσσοντας μια ασφυκτική σχέση με τον ηγέτη του συμμαχικού συνασπισμού που βρίσκεται σε διαδικασία ενεργητικής σύμπλευσης, δηλ. τις ΗΠΑ. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα μπορεί να παρακολουθηθεί με επιστημονική ορθότητα η ολική ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ με πρωτοβουλία της πρώτης, αλλά και οι προσπάθειες της Αγκυρας να υποβαθμίσει με έμμεσο τρόπο τις σχέσεις της Ουάσινγκτον με έτερους σημαντικούς δρώντες του ισλαμικού κόσμου, όπως είναι η Σαουδική Αραβία, η προσπάθεια κηδεμόνευσης της Αιγύπτου μέσα από την ξεκάθαρη οικονομική υποστήριξη της βραχύβιας κυβέρνησης των Αδελφών Μουσουλμάνων, η αποτυχημένη προσπάθεια ένταξης της μετακανταφικής Λιβύης στο δίκτυο επιρροής της Τουρκίας κ.ά.
Ο αναθεωρητισμός όμως αυτός μέσα από τη στρατηγική της σύμπλευσης με στόχο το κέρδος γεννά το «σύνδρομο του Βρούτου». Παράγει, δηλαδή, τις εσωτερικές αυτές ζυμώσεις στον πυρήνα των μηχανισμών λήψης αποφάσεων του κράτους ώστε να κινηθεί η Αγκυρα απέναντι στις θέσεις της Ουάσινγκτον. Οι κινήσεις αυτές ασφαλώς και δεν είναι στρατιωτικής φύσης, κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία για την Τουρκία, αλλά κινούνται στη βάση της διαρκούς ενδυνάμωσης της ίδιας με την ταυτόχρονη οικοδόμηση των προϋποθέσεων αυτών που θα οδηγήσουν τις ΗΠΑ σε αύξηση της φθοράς ισχύος της. Ως τέτοιες κινήσεις πρέπει να αναλυθούν οι επιδιώξεις της Τουρκίας να γίνει κι αυτή πυρηνική δύναμη και η εφαρμογή της στρατηγικής της κατατριβής τρίτων που τηρεί στις συγκρούσεις των Κούρδων και των τζιχαντιστών στο Κομπάνι.
Ως προς το τελευταίο η Τουρκία επιδιώκει τόσο την αλληλοεξόντωση Κούρδων και τζιχαντιστών όσο και τη χερσαία εμπλοκή των ΗΠΑ ώστε να δείξει στην αμερικανική ηγεσία αλλά και στα υπόλοιπα κράτη του Βορειοατλαντικού Συμφώνου ότι δίχως τη δική της εμπλοκή δεν μπορεί να υπάρξουν προοπτικές επίλυσης στον μεσοανατολικό λαβύρινθο. Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι με τις κινήσεις αυτές η Τουρκία μεγιστοποιεί την ισχύ της. Αντιθέτως, υποστηρίζω ότι αναδεικνύει μια δομική αφερεγγυότητα σε μια εποχή που τα πάντα επαναπροσεγγίζονται στη διεθνή κλίμακα ισχύος. Η Τουρκία μετατρέπεται σε αφερέγγυο δρώντα για τον δυτικό κόσμο κι αυτό είναι πλέον εμφανές στους πάντες.