Στην τρίτη φάση της εφαρμογής της συγκεκριμένης στρατηγικής η Τουρκία ακολουθεί μια προσέγγιση που αποδίδεται με τον όρο «η σύμπλευση του τσακαλιού» (Jackal bandwagoning) και χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά της από τον Ψυχρό Πόλεμο μέχρι και σήμερα. Υπό αυτό το πλαίσιο συμπεριφοράς η Τουρκία επιδιώκει να μεγιστοποιεί τα κέρδη της αναπτύσσοντας μια ασφυκτική σχέση με τον ηγέτη του συμμαχικού συνασπισμού που βρίσκεται σε διαδικασία ενεργητικής σύμπλευσης, δηλ. τις ΗΠΑ. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα μπορεί να παρακολουθηθεί με επιστημονική ορθότητα η ολική ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ με πρωτοβουλία της πρώτης, αλλά και οι προσπάθειες της Αγκυρας να υποβαθμίσει με έμμεσο τρόπο τις σχέσεις της Ουάσινγκτον με έτερους σημαντικούς δρώντες του ισλαμικού κόσμου, όπως είναι η Σαουδική Αραβία, η προσπάθεια κηδεμόνευσης της Αιγύπτου μέσα από την ξεκάθαρη οικονομική υποστήριξη της βραχύβιας κυβέρνησης των Αδελφών Μουσουλμάνων, η αποτυχημένη προσπάθεια ένταξης της μετακανταφικής Λιβύης στο δίκτυο επιρροής της Τουρκίας κ.ά.
Ο αναθεωρητισμός όμως αυτός μέσα από τη στρατηγική της σύμπλευσης με στόχο το κέρδος γεννά το «σύνδρομο του Βρούτου». Παράγει, δηλαδή, τις εσωτερικές αυτές ζυμώσεις στον πυρήνα των μηχανισμών λήψης αποφάσεων του κράτους ώστε να κινηθεί η Αγκυρα απέναντι στις θέσεις της Ουάσινγκτον. Οι κινήσεις αυτές ασφαλώς και δεν είναι στρατιωτικής φύσης, κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία για την Τουρκία, αλλά κινούνται στη βάση της διαρκούς ενδυνάμωσης της ίδιας με την ταυτόχρονη οικοδόμηση των προϋποθέσεων αυτών που θα οδηγήσουν τις ΗΠΑ σε αύξηση της φθοράς ισχύος της. Ως τέτοιες κινήσεις πρέπει να αναλυθούν οι επιδιώξεις της Τουρκίας να γίνει κι αυτή πυρηνική δύναμη και η εφαρμογή της στρατηγικής της κατατριβής τρίτων που τηρεί στις συγκρούσεις των Κούρδων και των τζιχαντιστών στο Κομπάνι.
Ως προς το τελευταίο η Τουρκία επιδιώκει τόσο την αλληλοεξόντωση Κούρδων και τζιχαντιστών όσο και τη χερσαία εμπλοκή των ΗΠΑ ώστε να δείξει στην αμερικανική ηγεσία αλλά και στα υπόλοιπα κράτη του Βορειοατλαντικού Συμφώνου ότι δίχως τη δική της εμπλοκή δεν μπορεί να υπάρξουν προοπτικές επίλυσης στον μεσοανατολικό λαβύρινθο. Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι με τις κινήσεις αυτές η Τουρκία μεγιστοποιεί την ισχύ της. Αντιθέτως, υποστηρίζω ότι αναδεικνύει μια δομική αφερεγγυότητα σε μια εποχή που τα πάντα επαναπροσεγγίζονται στη διεθνή κλίμακα ισχύος. Η Τουρκία μετατρέπεται σε αφερέγγυο δρώντα για τον δυτικό κόσμο κι αυτό είναι πλέον εμφανές στους πάντες.