ΑΜΕΣΩΣ μετά
την τουρκική εισβολή, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος εναπέθεσε πολλές ελπίδες
στην Ουάσινγκτον για τη διευθέτηση του Κυπριακού. Και δεν εδίστασε για
τον σκοπό αυτό, παρά το γεγονός ότι οι μνήμες ήταν πολύ νωπές για το
ρόλο που διαδραμάτισε στην τουρκική εισβολή ο Χένρι Κίσινγκερ, να τον
συναντήσει κατ' επανάληψη, με την ελπίδα ότι θα ασκούσε την επιρροή του
στην Άγκυρα για μια βιώσιμη λύση. Έκτοτε έχουν περάσει 40 χρόνια και η
Λευκωσία δεν έπαψε ποτέ, με οποιονδήποτε πρόεδρο, να επιδιώκει την
αμερικανική διαμεσολάβηση. Με δεκάδες Αμερικανούς επισήμους να
πηγαινοέρχονται μεταξύ Λευκωσίας-Άγκυρας και Αθήνας, κομιστές προτάσεων,
ιδεών και σχεδίων. Κάθε φορά που υπήρχαν προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ,
οι Έλληνες, με πολλή αφέλεια, εναπέθεταν τις ελπίδες τους στον νέο
πρόεδρο. Εν μέρει γιατί ο κάθε υποψήφιος πρόεδρος έδινε υποσχέσεις
προκειμένου να εισπράξει τη στήριξη των Ελληνοαμερικανών. Οι παλιότεροι
θα θυμούνται ότι χτύπησαν ακόμη και οι καμπάνες στη Λευκωσία μετά την
εκλογή του Τζίμι Κάρτερ!
Το ερώτημα είναι γιατί όλα αυτά τα χρόνια διαψεύστηκαν οι ελπίδες της
ελληνικής πλευράς για ένα εποικοδομητικό διαμεσολαβητικό αμερικανικό
ρόλο στο Κυπριακό. Είναι φανερό ότι οι Αμερικανοί εκτιμούσαν, για τα
συμφέροντά τους, ότι η Άγκυρα είχε μεγαλύτερη στρατηγική σημασία απ'
ό,τι η Λευκωσία και η Αθήνα. Μολονότι αυτό το επιχείρημα έχει τη
βαρύτητά του, δεν εξηγεί από μόνο του την αμερικανική στάση στο
Κυπριακό. Υπάρχει παράλληλα και η διαχείριση της ελληνικής πλευράς στο
θέμα αυτό. Και η ελληνική πλευρά, Λευκωσία και Αθήνα, δεν είχαν ποτέ μια
σωστή στρατηγική εμπλοκής των Αμερικανών στο Κυπριακό. Ήταν η πλευρά
που συρόταν εύκολα και συνεχώς σε υποχωρήσεις, και αυτό το γνώριζε η
Ουάσιγκτον, την ίδια ώρα που στην Άγκυρα υπήρχε μια σταθερή πολιτική
και μια σταθερή επιδίωξη στο Κυπριακό.
Από τη στιγμή λοιπόν που η ελληνική πλευρά διεκδικούσε το ελάχιστο και ακολουθούσε τη λεγόμενη πολιτική τού καλού παιδιού, ήταν φυσικό να δέχεται μονόπλευρα τις συνεχείς πιέσεις για υποχωρήσεις. Εξάλλου, μολονότι η στρατηγική σημασία της Τουρκίας ήταν και παραμένει σημαντική για την Ουάσιγκτον, θα έχανε κατά πολύ αν δεν διασυνδεόταν με την αντίστοιχη της Ελλάδας και της Κύπρου. Είναι γι 'αυτό που για χρόνια οι Αμερικανοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να διασώσουν τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Η ελληνική πλευρά, λόγω της έλλειψης στρατηγικής, δεν κατάφερε ποτέ να αναδείξει τη δική της γεωπολιτική σημασία για να τη χρησιμοποιήσει ως χαρτί στην επίλυση του Κυπριακού. Εν ολίγοις η Ουάσιγκτον εξελάμβανε πάντοτε την ελληνική πλευρά ως δεδομένη, σε αντίθεση με τη διεκδικητικότητα και την επιμονή της Άγκυρας στην προάσπιση των εθνικών της συμφερόντων. Κάπως έτσι φτάσαμε στο σχέδιο Ανάν που ικανοποιούσε όλες τις τουρκικές απαιτήσεις και κάπως έτσι κινδυνεύουμε να συρθούμε σε μια νέα λύση που δεν θα διαφέρει από το σχέδιο Ανάν, επειδή και σήμερα οι Αμερικανοί εκλαμβάνουν την ελληνική πλευρά ως δεδομένη. Έτσι θα πρέπει να αναλυθεί η πρόσφατη αμερικανική δραστηριότητα στο Κυπριακό, με την επιβολή του Κοινού Ανακοινωνθέντος που ικανοποιούσε την τουρκική πλευρά και τις συνεχείς παρεμβάσεις του Αμερικανού πρέσβη στη Λευκωσία, με αποκορύφωμα τη συμβουλή του να εμπιστευόμαστε την Άγκυρα.
Στο ίδιο μήκος κύματος οργανώθηκε η επίσκεψη Οζντίλ Ναμί στην Ουάσιγκτον, που την ακολούθησε ως αντίβαρο η επίσκεψη Κασουλίδη. Επιστέγασμα δε όλων αυτών, η αναμενόμενη επίσκεψη του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν στην Κύπρο. Όταν για χρόνια ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας συνομιλούσε με τον Αμερικανό πρέσβη στη Λευκωσία και παρουσιαζόταν έτοιμος να δεχτεί επαναφορά του σχεδίου Ανάν και κατηγορούσε μάλιστα τον Τάσσο Παπαδόπουλο για αδιαλλαξία, στολίζοντάς τον με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς, όπως μαθαίνουμε μέσα από τα δημοσιοποιηθέντα αμερικανικά έγγραφα, τι μπορεί να περιμένει κανείς σήμερα από την αμερικανική διαμεσολάβηση;
Την αμφισημία επομένως της αμερικανικής πολιτικής την καλλιεργούμε οι ίδιοι με την εγκατάλειψη αρχών και με την προθυμία μας να δεχτούμε τα ψυχία που μας προσφέρονται. Δεν είναι τυχαίο που οι Τούρκοι λένε ότι ο Μπάιντεν έρχεται για να προτείνει τη δημιουργία κοινής εταιρείας εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου -το αέριο είναι το μόνο πράγμα για το οποίο ενδιαφέρονται οι Αμερικανοί-, ενώ η πλευρά Αναστασιάδη διαρρέει ότι θα προτείνει σχέδιο ανοικοδόμησης του Βαρωσιού - των 6,4 τετραγωνικών χιλιομέτρων της περίκλειστης πόλης, εννοείται, διότι το λιμάνι και το υπόλοιπο μέρος έχουν εγκαταλειφθεί από καιρό...
Είναι άλλωστε τυχαίο που η επίσημη ανακοίνωση του Λευκού Οίκου αναφέρει ότι ο Μπάιντεν «θα συναντηθεί με πολιτικούς ηγέτες της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας, εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών και θρησκευτικούς ηγέτες»; Σαν να μη υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία, ούτε ο πρόεδρός της, αλλά κάποιοι πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες... Το κράτος μετατρέπεται σε κοινότητα ακόμη και πριν τη λύση!
*Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.