28 Νοεμβρίου 2013

ΜΙΛΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΑΛΛΙΩΣ ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΚΑΘΟΛΟΥ Δυο επίσημες γλώσσες δεν μπορεί να επιβάλει κανένας με το στανιό!

Εκείνοι που πραγματικά ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα της μουσουλμανικής 
μειονότητας και τη δυνατότητά τους να είναι ισότιμοι πολίτες αυτού του κράτους, ας στρέψουν το βλέμμα τους στην εκπαίδευση
Oι οργανωτές του συνεδρίου δεν ένιωσαν καμιά απολύτως υποχρέωση να καλέσουν κανένα ομιλητή ούτε από την Οικουμενική  Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών, ούτε από τον Σύλλογο ή την Ένωση Ιμβρίων  λες και οι Κωνσταντινουπολίτες ή οι Ίμβριοι δεν υπήρξαν οι τραγικοί πρωταγωνιστές των «μειονοτικών ρυθμίσεων» της Συνθήκης της Λωζάνης
Πήρε φωτιά το διαδίκτυο από τις δηλώσεις των μειονοτικών βουλευτών και πολιτευτών που βάλουν εναντίον του γενικού γραμματέα του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων Γιώργου Καλαϊτζή επειδή ζήτησε το πιο φυσιολογικό πράγμα σε μια δημόσια εκδήλωση. Να ομιλούν οι Έλληνες πολίτες, και μάλιστα μορφωμένοι και δημοσιογράφοι που τους ζήτησαν να συμμετέχουν ως ομιλητές, την ελληνική γλώσσα σε ημερίδα που έγινε στην Κομοτηνή για την συνθήκη της Λωζάνης. Σε μία ημερίδα όπου η επίσημη γλώσσα είναι η ελληνική και στην οποία φυσικά δόθηκε η δυνατότητα μετάφρασης σε καλεσμένους ομιλητές από το εξωτερικό, στους οποίους καμία υποχρέωση δεν προκύπτει να γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα. Προσπαθούμε να καταλάβουμε που είναι το παράλογο όταν από την αντίπερα όχθη προσπαθούν σύσσωμοι πλέον όλοι να μας πείσουν ότι είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν έστω και άτυπα, γιατί αυτός είναι ο σκοπός τους, την τουρκική στην περιοχή ως δεύτερη επίσημη γλώσσα. 
Στο πηγαδάκι της κρίσης, πριν αρχίσει το συνέδριο, όπως πληροφορούμαστε, η κυρία Φραγκουδάκη ρώτησε ευθέως τον γενικό γραμματέα γιατί αμφισβητεί το δικαίωμα ενός Έλληνα πολίτη να μιλήσει την τουρκική. Βέβαια το ίδιο το ερώτημα της δεν χρειάζεται καν απάντηση όπως τέθηκε εκ του πονηρού γι’ αυτό και η απάντηση που ήρθε από τον γενικό γραμματέα ήταν άμεση, ότι δηλαδή ο ίδιος ως εκπρόσωπος της ελληνικής πολιτείας δεν μπορεί  να παραβρεθεί σε μια δημόσια εκδήλωση και να ακούει κάποιον να απευθύνει επίσημο χαιρετισμό στα τουρκικά. Και μάλιστα τους τόνισε «δικαίωμα σας είναι να το κάνετε και να πράξετε ό,τι θέλετε, αλλά δικαίωμα μου είναι να μην μιλήσω και να μην συμμετέχω, αλλά και να αποχωρήσω».

Βέβαια τον δημοσιογράφο που ήθελε να μιλήσει στα τουρκικά προφανώς τον ακύρωσαν οι δύο άλλοι μειονοτικοί δημοσιογράφοι που παρέμειναν και μίλησαν στα ελληνικά, δηλαδή ο Τζεμήλ Καπζά και ο Αϊντίν Μποσταντζή. Πήραν το μάθημα τους, ότι δυο επίσημες γλώσσες τελικά δεν μπορεί να επιβάλει κανένας με το στανιό. Στο πάνελ των ομιλητών επρόκειτο να τοποθετηθούν και οι Ιλχάν Αχμέτ, δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω, πρώην βουλευτής, Αϊχάν Καραγιουσούφ, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Ροδόπης, και Μουσταφά Μουσταφά. Ωστόσο, επειδή δεν επετράπη στον δημοσιογράφο Εβρέν Ντεντέ να εκφωνήσει την ομιλία του στα τουρκικά για το «πώς βλέπει η μειονότητα την εφαρμογή του Ισλαμικού Θρησκευτικού Δικαίου», οι τρεις ομιλητές δεν δέχτηκαν να συμμετάσχουν στις εργασίες.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΗΚΑΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΤΕΣ Ή ΙΜΒΡΙΟΙ
Στον αντίποδα, όπως σημειώνει σε κείμενο του, ο Λεωνίδας Κουμάκης (http://koumakis.analyst.gr), οι οργανωτές του συνεδρίου για τις μειονοτικές ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάνης δεν ένιωσαν καμιά απολύτως υποχρέωση να καλέσουν κανένα ομιλητή ούτε από την Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών (εκπροσωπεί 25 Συλλόγους και Σωματεία Κωνσταντινουπολιτών σε ολόκληρο τον κόσμο), ούτε από τον Σύλλογο ή την Ένωση Ιμβρίων  λες και οι Κωνσταντινουπολίτες ή οι Ίμβριοι δεν υπήρξαν οι τραγικοί πρωταγωνιστές των «μειονοτικών ρυθμίσεων» της Συνθήκης της Λωζάνης, αφού από 120.000 άτομα που ήταν κατά την υπογραφή της Συνθήκης το 1923, σήμερα σώζονται μόλις 2.000! 

Λες και αυτοί δεν έχουν ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη από ένα γενναίο «Πρόγραμμα Εκπαίδευσης των Παίδων της Ελληνικής Μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη»! Κλήθηκαν 27 ομιλητές, μεταξύ των οποίων και διάσημα «γιουσουφάκια» του σύγχρονου νέο-οθωμανικού επεκτατισμού, να μιλήσουν για τις «μειονοτικές ρυθμίσεις» στα πλαίσια της «Συνθήκης της Λωζάνης» 90 χρόνια μετά την σύναψη της. Μερικοί από αυτούς, για να εκφράσουν με κροκοδείλια δάκρυα την «οδύνη» τους διότι όταν το 1923 υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάνης οι Έλληνες μουσουλμάνοι της Ελληνικής Θράκης ήταν 80.000 άτομα και σήμερα (σύμφωνα με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας) είναι μόνο 150.000, ενώ αν δεν υπήρχε η «αφόρητη καταπίεση» του Ελληνικού Κράτους θα ήταν περισσότεροι από 200.000 – αυτά δηλαδή που υποστηρίζει η Τουρκική διπλωματία σε όλα τα διεθνή φορά εδώ και ολόκληρες δεκαετίες!
ΤΑ ΚΡΙΣΙΜΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Τα κρίσιμα ερωτήματα πάντως στα οποία κλήθηκαν να τοποθετηθούν οι προσκεκλημένοι ομιλητές από τον χώρο της επιστήμης, της πολιτικής, της Δικαιοσύνης, της διπλωματίας, της δημοσιογραφίας, αλλά και μέλη της μειονότητας και της πλειονότητας ήταν άλλα και όχι αν κάποιος ομιλητής θέλει επίτηδες να δυναμιτίσει το κλίμα. Τα ερωτήματα αυτά είναι να διατηρηθεί ή να καταργηθεί η σαρία; Μειονοτικό ή δημόσιο σχολείο; Υπέρ ή κατά των θετικών διακρίσεων; 

«Ένα πρόκειται να υπάρξει αλλαγή αυτή θα ξεκινήσει από τους μουσουλμάνους και τις μουσουλμάνες της Θράκης, θα αποκτήσει μορφή πρότασης ή προτάσεων από τους μουσουλμάνους και τις μουσουλμάνες της Θράκης και μετά θα γίνει αντικείμενο συζήτησης με την Ελληνική Πολιτεία», υπογράμμισε ο γενικός γραμματέας Θρησκευμάτων του υπουργείου Παιδείας Γιώργος Καλαντζής στην εισήγησή του για το θέμα του Ισλαμικού Νόμου σημειώνοντας πως «για την Ελληνική Πολιτεία δεν υφίσταται ζήτημα μονομερούς κατάργησης των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του μουφτή». «Ποτέ καμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να καταργήσει τη Σαρία αν η μουσουλμανική μειονότητα δεν το ζητήσει η ίδια» ανέφερε και πρόσθεσε πως η αιτία που «η μειονότητα δεν είναι ενταγμένη ισότιμα στην ελληνική κοινωνία, δεν είναι ούτε η Σαρία ούτε, πολύ περισσότερο, το Ισλάμ. Η βασική αιτία είναι η έλλειψη γνώσης της ελληνικής γλώσσας». Υπέρ της κατάργησης της Σαρίας τάχθηκε ο λέκτορας Νομικής Σχολής Κομοτηνής και επίκουρος καθηγητής Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου Γιάννης Κτιστάκις, υπογραμμίζοντας πως η «Σαρία δεν μπορεί σήμερα να είναι συμβατή με το ευρωπαϊκό Δίκαιο» και πως «η Σαρία και ο ιεροδίκης μπορούν να καταργηθούν με απλό νόμο».  

Η ΕΚΛΟΓΗ ΜΟΥΦΤΗ ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗΜΕ ΤΟ ΙΣΛΑΜ
Σε ό,τι αφορά το θέμα του μουφτή, ο κ. Στυλιανίδης ανέφερε τα εξής «Οι μουφτήδες της Θράκης είναι διορισμένοι όπως στα περισσότερα μουσουλμανικά κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας. Οι απόψεις, που υποστηρίζουν την εκλογή, είναι σαφές ότι εκπορεύονται από πολιτικές ή εθνικιστικές σκοπιμότητες και έρχονται σε αντίθεση με την ιερή παράδοση του Ισλάμ καθώς και με το ελληνικό δίκαιο».

Σχολιάζοντας τις απόψεις υπέρ της κατάργησης της Σαρίας, σημείωσε πως «όσο κι αν προβάλλονται σαν προοδευτικές από τους εκφραστές τους είναι μάλλον παρεμβατικές και αντιδημοκρατικές, όσον αφορά την εσωτερική λειτουργία των μουσουλμάνων. Σε μια δημοκρατική κοινωνία σαν την Ελληνική η κατάργηση της «Σαρία» και του «Φερετζέ» είναι ζήτημα, που αφορά την ίδια τη μειονότητα και δεν επιτρέπεται να επιβάλλεται διά νόμου από το κράτος, όπως στην Κεμαλική Τουρκία. Ιδιαίτερα όταν το μοντέλο αυτό έχει αποδειχθεί διαχρονικά επιτυχημένο, διότι δίνει στο άτομο την ελευθερία επιλογής, δεν έχει δημιουργήσει συγκρούσεις, φανατισμούς ή ακρότητες και έχει συμβάλει στην ανάπτυξη της ανοχής στη διαφορετικότητα, διευκολύνοντας την ενίσχυση της μετριοπάθειας και την ομαλή ένταξη των Μουσουλμάνων στη δημοκρατική ευρωπαϊκή πραγματικότητα».

Πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι η διατήρηση του Ιερού Ισλαμικού Νόμου στη Θράκη για τα προσωπικά ζητήματα δεν συνδέεται εξ ανάγκης με τη Συνθήκη της Λωζάνης ούτε είναι θέμα αμοιβαιότητας με την παραχώρηση αντίστοιχων δικαιωμάτων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο καθώς η Τουρκία όχι απλώς αποστέρησε κάθε δικαίωμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίστοιχο, αλλά δεν αναγνωρίζει ούτε καν το θρησκευτικό γάμο ενώ απαγορεύει ακόμα και τη συμμετοχή των Κληρικών στη διοίκηση των ναών.

ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΔΥΟ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΜΟΝΟΓΛΩΣΣΙΕΣ
Τις θετικές συνέπειες του μέτρου της ποσόστωσης για την εισαγωγή των παιδιών της μειονότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ανέλυσε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Νέλλη Ασκούνη, δίνοντας έμφαση και στο γεγονός ότι λειτούργησε ευεργετικά ως προς την ευρύτερη κοινωνική ένταξη της μειονότητας.

Από την πλευρά της, η καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θάλεια Δραγώνα, που μαζί με την ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο ίδιο Πανεπιστήμιο, Άννα Φραγκουδάκη «τρέχουν» το πρόγραμμα εκπαίδευσης μουσουλμανοπαίδων, υποστήριξε ότι «το ζητούμενο για την εκπαίδευση της μειονότητας είναι «η ενδυνάμωση των μαθητών, των εκπαιδευτικών (τόσο της μειονότητας όσο και της πλειονότητας) και των γονιών» υπογραμμίζοντας πως απαιτείται πρωτίστως διάλογος και διαπραγμάτευση μεταξύ πλειονότητας και μειονότητας, αφού «για καιρό εκπέμπονται παράλληλοι μονόλογοι». 

Όπως παρατήρησε η κ. Φραγκουδάκη, η σημερινή εμπειρία δείχνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με δίγλωσσα σχολεία, αλλά με δύο παράλληλες μονογλωσσίες γι' αυτό και θα έπρεπε να υπάρχει ένα είδος πιο σύγχρονης διγλωσσίας.

Στο θέμα της εκπαίδευσης και κυρίως της γνώσης της ελληνικής γλώσσας, αναφέρθηκε και ο γενικός γραμματέας Θρησκευμάτων, λέγοντας τα εξής: «Η αιτία που η μειονότητα δεν είναι ενταγμένη ισότιμα στην ελληνική κοινωνία, δεν είναι ούτε η Σαρία ούτε, πολύ περισσότερο, το Ισλάμ. Η βασική αιτία είναι η έλλειψη γνώσης της ελληνικής γλώσσας. Το γλωσσικό τείχος είναι αξεπέραστο και είναι η μητέρα όλων των κακών.

Εκείνοι λοιπόν που πραγματικά ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας και την δυνατότητά τους να είναι ισότιμοι πολίτες αυτού του κράτους, ας στρέψουν το βλέμμα τους στην εκπαίδευση. Παρατηρώ πολλές φορές ότι ακριβώς διάφοροι συμπολίτες μας που είναι ειλικρινείς υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν αντιλαμβάνονται καθόλου τα αποτελέσματα από την ύπαρξη αυτού του γλωσσικού τείχους ούτε, βέβαια, την πολιτιστική γενοκτονία των Πομάκων μέσω του μειονοτικού εκπαιδευτικού συστήματος γιατί οι Πομάκοι δεν έχουν φωνή και οργάνωση. Εκείνοι που διεξάγουν τον ωραίο και καλό αγώνα για τα δικαιώματα εκείνων που δεν έχουν φωνή, ας ασχοληθούν και με εκείνους που πραγματικά δεν έχουν φωνή».

• Αμείλικτοι αριθμοί: 90 χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης από τους περίπου 90.000 Έλληνες που εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής, παραμένουν στην Τουρκία περίπου 2.500-3.000 κυρίως ηλικιωμένοι. Αντιθέτως, ενώ περίπου ίδιος αριθμός Μουσουλμάνων παρέμειναν στην Ελλάδα, αυτοί έχουν αυξηθεί και στην περιοχή της Θράκης υπολογίζονται στους 115.000-120.000. Αυτό τα λέει όλα για τις πολιτικές των δύο κρατών.

• Δεν υπάρχει εξίσωση ευθυνών: Επιχειρείται συστηματικά τα τελευταία χρόνια να φανεί ότι Ελλάδα και Τουρκία παραβίαζαν εξ ίσου τα μειονοτικά δικαιώματα. Αναφέρεται ότι στη Θράκη δεν έφυγε ο κόσμος διότι ήταν αγροτικός πληθυσμός. Αντιθέτως, πιο εύκολα διώχνεις αστικό πληθυσμό όπως τους Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη. Εάν είναι έτσι, τότε γιατί άδειασε η Ίμβρος και η Τένεδος από τον αγροτικό τους πληθυσμό;
http://www.xronos.gr/detail.php?ID=90845