Μου προκαλεί μεγάλη έκπληξη πώς ένας πολιτικός ή διαμορφωτής της
κοινής γνώμης μπορεί με ευκολία να αλλάζει γνώμη και άποψη στη δημόσια
σφαίρα, και όχι μόνο να μην αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογήσει την
αλλαγή αυτή, αλλά να προσπαθεί να πείσει ότι η αλλαγή δεν υφίσταται και
ότι πάντα είχε τη σημερινή θέση. Επειτα από μια εβδομάδα ή έναν μήνα,
μια νέα οβιδιακή μεταμόρφωση θα λάβει ξανά χώρα. Σε κανένα άλλο μέρος
του δυτικού κόσμου ο δημόσιος διάλογος δεν εξελίσσεται περιπτωσιολογικά,
δίχως δηλαδή ο πολιτικός, ο δημοσιογράφος, ο πανεπιστημιακός ή ο
αναλυτής να λειτουργούν υπό το ωφέλιμο άγος τού τι ο ίδιος ή ίδια είχε
υποστηρίξει με φανατισμό πριν από λίγο καιρό!
Αν μελετηθούν με ποιοτικά κριτήρια οι δημοσκοπήσεις στο εσωτερικό του ελληνικού χώρου, όλες, όχι μόνο τώρα, κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά και πριν, αναδεικνύουν τη ρευστότητα της κοινής γνώμης ως προς τις κεντρικές νόρμες που διαμορφώνουν τις πρωτογενείς θέσεις της κοινωνίας. Η ρευστότητα αυτή διαμορφώνεται με βάση το σήμερα, δεν έχει διάρκεια και αδιαφορεί για το τι έχει ειπωθεί το προηγούμενο διάστημα. Για την ελληνική κοινωνία κάθε ημέρα είναι και μια νέα αρχή.
Επομένως, η πολιτική της στάση διαμορφώνεται από το τι θα ακούσει εκείνη τη στιγμή. Η πολιτική τάση στο εσωτερικό της Πολιτείας δεν προκρίνει συγκριτικές αναλύσεις και αντεπιχειρήματα αλλά αναλώνεται σε λεονταρισμούς, παλικαρισμούς, κρύες ατάκες και παράλληλους μονολόγους. Αυτό γίνεται φανερό από το πώς διενεργούνται οι προεκλογικές λογομαχίες των πολιτικών αρχηγών. Ο διάλογος είναι απαγορευτικός. Ο κάθε αρχηγός προσέρχεται, καταθέτει την άποψή του και αποχωρεί. Είμαστε ένας λαός με κοντή μνήμη, όχι γιατί λειτουργούμε ως χρυσόψαρα μέσα σε γυάλα, αλλά γιατί το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα προκρίνει αυτού του είδους τις συμπεριφορές.
Παρατηρήστε αντικειμενικά μια πολιτική τηλεοπτική εκπομπή. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, το σύνολο των προσκεκλημένων χρησιμοποιεί επιχειρήματα που δεν στέκουν, εξακοντίζει αριθμούς στον αέρα που είναι γεννήματα της φαντασίας του και προβαίνει με στόμφο σε «διεθνείς αναλύσεις» που μοιάζουν με νουβέλες του Λε Καρέ και όχι με ρεαλιστικές προσεγγίσεις για το τι συμβαίνει στον κόσμο και πώς οι εξελίξεις επηρεάζουν την καθημερινότητά μας.
Συνάδελφος στη Μακροοικονομία σε πανεπιστήμιο των ΗΠΑ μού ομολόγησε ξεσπώντας σε γέλια ότι δείχνει στους φοιτητές του μεταγλωττισμένες αναλύσεις Ελληνα δημοσιογράφου που «μεγαλουργεί» με τις οικονομικές του σοφιστείες και εμφανίζεται καθημερινά σε δελτίο ειδήσεων πανελλήνιας συχνότητας εκτοξεύοντας αριθμούς, στοιχεία, δείκτες, πίνακες, γινόμενα, υπόλοιπα, τετραγωνικές ρίζες και πυθαγόρεια θεωρήματα που... απλώς δεν βγάζουν νόημα. Οπως ο καλός φίλος συνέχισε γελώντας, ακούγοντάς τον του έρχεται στο μυαλό η εξαιρετική ατάκα του Κώστα Τσάκωνα από την ταινία «Μάθε παιδί μου γράμματα». Εξι χρόνια στο δημοτικό, έξι χρόνια στο γυμνάσιο, έξι χρόνια στο πανεπιστήμιο, έξι χρόνια στον Στρατό... Τα άλλα έξι πού πήγαν;
Για να ανέλθει ο δημόσιος διάλογος σε επίπεδο ουσίας, θα πρέπει η κοινή γνώμη να μπορεί να θυμάται, να συγκρίνει και να αντιλαμβάνεται ότι τα επιχειρήματα όποιου μετέχει στον δημόσιο διάλογο διαμορφώνουν το προφίλ του. Ο πολίτης θα πρέπει να δίνει προσοχή στο τι υποστηρίζαμε πριν από μερικές ημέρες, τι επιχειρήματα ανταλλάσσαμε, ποιες θεωρητικές νόρμες καταθέταμε στον δημόσιο διάλογο, στα γραπτά μας, σε δημόσιες τοποθετήσεις μας. Είναι αυτά που υποστηρίζαμε τότε ακόλουθα με ό,τι συμβαίνει σήμερα; Προσοχή, όχι για να καταδικάσουμε αυτόν που άλλαξε γνώμη και άποψη.
Αλλωστε, όπως επιχειρηματολογεί και ο Κομφούκιος, μόνο οι πραγματικοί σοφοί και οι ηλίθιοι δεν αλλάζουν γνώμη. Η επαναξιολόγηση όμως είναι κρίσιμη, κυρίως απέναντι σε όλους όσοι διαμορφώνουν με τις τοποθετήσεις και τις αναλύσεις τους τον δημόσιο διάλογο. Στο τέλος της ημέρας, ο δημόσιος διάλογος και η ποιότητα των επιχειρημάτων που ανταλλάσσονται ενισχύουν ή αποδυναμώνουν αντιστοίχως την πολιτική καθημερινότητα του τόπου αυτού.
Σπύρος Λίτσας
Αν μελετηθούν με ποιοτικά κριτήρια οι δημοσκοπήσεις στο εσωτερικό του ελληνικού χώρου, όλες, όχι μόνο τώρα, κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά και πριν, αναδεικνύουν τη ρευστότητα της κοινής γνώμης ως προς τις κεντρικές νόρμες που διαμορφώνουν τις πρωτογενείς θέσεις της κοινωνίας. Η ρευστότητα αυτή διαμορφώνεται με βάση το σήμερα, δεν έχει διάρκεια και αδιαφορεί για το τι έχει ειπωθεί το προηγούμενο διάστημα. Για την ελληνική κοινωνία κάθε ημέρα είναι και μια νέα αρχή.
Επομένως, η πολιτική της στάση διαμορφώνεται από το τι θα ακούσει εκείνη τη στιγμή. Η πολιτική τάση στο εσωτερικό της Πολιτείας δεν προκρίνει συγκριτικές αναλύσεις και αντεπιχειρήματα αλλά αναλώνεται σε λεονταρισμούς, παλικαρισμούς, κρύες ατάκες και παράλληλους μονολόγους. Αυτό γίνεται φανερό από το πώς διενεργούνται οι προεκλογικές λογομαχίες των πολιτικών αρχηγών. Ο διάλογος είναι απαγορευτικός. Ο κάθε αρχηγός προσέρχεται, καταθέτει την άποψή του και αποχωρεί. Είμαστε ένας λαός με κοντή μνήμη, όχι γιατί λειτουργούμε ως χρυσόψαρα μέσα σε γυάλα, αλλά γιατί το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα προκρίνει αυτού του είδους τις συμπεριφορές.
Παρατηρήστε αντικειμενικά μια πολιτική τηλεοπτική εκπομπή. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, το σύνολο των προσκεκλημένων χρησιμοποιεί επιχειρήματα που δεν στέκουν, εξακοντίζει αριθμούς στον αέρα που είναι γεννήματα της φαντασίας του και προβαίνει με στόμφο σε «διεθνείς αναλύσεις» που μοιάζουν με νουβέλες του Λε Καρέ και όχι με ρεαλιστικές προσεγγίσεις για το τι συμβαίνει στον κόσμο και πώς οι εξελίξεις επηρεάζουν την καθημερινότητά μας.
Συνάδελφος στη Μακροοικονομία σε πανεπιστήμιο των ΗΠΑ μού ομολόγησε ξεσπώντας σε γέλια ότι δείχνει στους φοιτητές του μεταγλωττισμένες αναλύσεις Ελληνα δημοσιογράφου που «μεγαλουργεί» με τις οικονομικές του σοφιστείες και εμφανίζεται καθημερινά σε δελτίο ειδήσεων πανελλήνιας συχνότητας εκτοξεύοντας αριθμούς, στοιχεία, δείκτες, πίνακες, γινόμενα, υπόλοιπα, τετραγωνικές ρίζες και πυθαγόρεια θεωρήματα που... απλώς δεν βγάζουν νόημα. Οπως ο καλός φίλος συνέχισε γελώντας, ακούγοντάς τον του έρχεται στο μυαλό η εξαιρετική ατάκα του Κώστα Τσάκωνα από την ταινία «Μάθε παιδί μου γράμματα». Εξι χρόνια στο δημοτικό, έξι χρόνια στο γυμνάσιο, έξι χρόνια στο πανεπιστήμιο, έξι χρόνια στον Στρατό... Τα άλλα έξι πού πήγαν;
Για να ανέλθει ο δημόσιος διάλογος σε επίπεδο ουσίας, θα πρέπει η κοινή γνώμη να μπορεί να θυμάται, να συγκρίνει και να αντιλαμβάνεται ότι τα επιχειρήματα όποιου μετέχει στον δημόσιο διάλογο διαμορφώνουν το προφίλ του. Ο πολίτης θα πρέπει να δίνει προσοχή στο τι υποστηρίζαμε πριν από μερικές ημέρες, τι επιχειρήματα ανταλλάσσαμε, ποιες θεωρητικές νόρμες καταθέταμε στον δημόσιο διάλογο, στα γραπτά μας, σε δημόσιες τοποθετήσεις μας. Είναι αυτά που υποστηρίζαμε τότε ακόλουθα με ό,τι συμβαίνει σήμερα; Προσοχή, όχι για να καταδικάσουμε αυτόν που άλλαξε γνώμη και άποψη.
Αλλωστε, όπως επιχειρηματολογεί και ο Κομφούκιος, μόνο οι πραγματικοί σοφοί και οι ηλίθιοι δεν αλλάζουν γνώμη. Η επαναξιολόγηση όμως είναι κρίσιμη, κυρίως απέναντι σε όλους όσοι διαμορφώνουν με τις τοποθετήσεις και τις αναλύσεις τους τον δημόσιο διάλογο. Στο τέλος της ημέρας, ο δημόσιος διάλογος και η ποιότητα των επιχειρημάτων που ανταλλάσσονται ενισχύουν ή αποδυναμώνουν αντιστοίχως την πολιτική καθημερινότητα του τόπου αυτού.
Σπύρος Λίτσας