28 Νοεμβρίου 2013

Η προγραμματική συμφωνία σε δεύτερη ανάγνωση

Μέχρι και την τελευταία στιγμή Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες διασταύρωναν τα ξίφη τους για το θέμα του κατώτατου μισθού. Πώς αξιολογούν οικονομολόγοι την τελική συμφωνία;  Η εισαγωγή ενός νομικά κατοχυρωμένου κατώτατου μισθού ήταν ένα από τα μεγάλα «αγκάθια» στις διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία. Ο συμβιβασμός που επετεύχθη προβλέπει την εισαγωγή ενός κατώτατου ωρομισθίου ύψους 8,5 ευρώ από το 2015, με μια μεταβατική περίοδο δύο ετών. 
Ο κατώτατος μισθός ήταν μια από τις βασικές προϋποθέσεις που είχαν θέσει οι Σοσιαλδημοκράτες για να συναινέσουν στην συγκυβέρνηση με το κόμμα της Μέρκελ. Στις τάξεις των Χριστιανοδημοκρατών το θέμα προκάλεσε ηχηρές αντιδράσεις και ενστάσεις. Όπως σχολιάζει ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Κολωνίας, Μίχαελ Χούτερ: «Ο κατώτατος μισθός δεν συνοδεύεται από οικονομικούς λόγους, αλλά είναι μια επίδειξη πολιτικής ισχύος των Σοσιαλδημοκρατών. Από οικονομική άποψη, στα 8,50 ευρώ αντιμετωπίζουμε κίνδυνο μείωσης της απασχόλησης». 
Τα υπέρ και τα κατά 
Σε ορισμένους κλάδους, ειδικά σε αδύναμες οικονομικά περιοχές της ανατολικής Γερμανίας καταβάλλονται μισθοί που αντιστοιχούν μόλις στο ήμισυ του προβλεπόμενου κατώτατου μισθού. Εάν το κράτος ορίσει το ύψος των αποδοχών σε αυτές τις περιπτώσεις, τότε αυτές οι θέσεις εργασίας θα χαθούν, εκτιμά ο ειδικός. Διαφορετική άποψη έχει ο Γκούσταβ Χορν, επικεφαλής του Ινστιτούτου Μακροοικονομίας και Οικονομικής Έρευνας του Ντίσελντορφ:

«Οι αντίπαλοι του κατώτατου μισθού ισχυρίζονται πάντα ότι ο μισθός που έχει ορίσει η αγορά είναι και ο σωστός. Πρόκειται, όμως, για μια αφελή προσέγγιση της αγοράς, γιατί οι μισθοί είναι και το αποτέλεσμα της ισχύος στην αγορά. Έτσι ειδικά στην ανατολική Γερμανία έχουμε περιπτώσεις μεμονωμένων κλάδων όπου οι εργαζόμενοι δεν έχουν δύναμη στην αγορά. Γι΄ αυτό και περιορίστηκαν τόσο δραστικά οι μισθοί τους». 

Ο ίδιος εκτιμά ότι η εισαγωγή του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει σε αύξηση του εισοδήματος για εκατομμύρια ανθρώπους και κατά συνέπεια σε αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία. Παρόλα αυτά όμως, ο Γκούσταβ Χορν χαρακτηρίζει απογοητευτική την προγραμματική συμφωνία, καθώς δεν φέρνει τίποτε καινούριο στο σημαντικότερο οικονομικό ζήτημα: 

«Μου λείπει η στρατηγική για την Ευρώπη. Η έως σήμερα ακολουθούμενη πολιτική έχει προφανώς αποτύχει. Είναι δουλειά της κυβέρνησης της μεγαλύτερης χώρας της ευρωζώνης να προσφέρει εναλλακτικές λύσεις. Και αυτό πρέπει να αποτυπώνεται στις διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης. Μέχρι στιγμής, όμως, δεν φαίνεται τίποτε από όλα αυτά». 

Χωρίς στρατηγική για τα μεγάλα θέματα; 
Αρνητικά αξιολογεί το τελικό κείμενο της συμφωνίας και ο Μίχαελ Χούτερ, αλλά για διαφορετικούς λόγους: «Το πρόβλημα των διαπραγματεύσεων είναι ότι σε κανένα σημείο δεν τίθεται το ερώτημα πώς προκύπτουν εισόδημα, απασχόληση και ανάπτυξη. Αυτό που θίγεται είναι απλά πώς μπορούν να αναδιανεμηθούν τα υπάρχοντα εισοδήματα και πώς μπορούν να δικαιολογηθούν οι κοινωνικο-πολιτικές παροχές».

Γενικότερα οι ειδικοί επιρρίπτουν στα δύο μεγάλα κόμματα ότι αναλώθηκαν σε λεπτομέρειες σε μια σειρά ζητημάτων όπως η αύξηση της συμμετοχής γυναικών σε διευθυντικές θέσεις επιχειρήσεων, αντί να ασχοληθούν με τα μεγάλα και καυτά θέματα, όπως η γήρανση του πληθυσμού ή η ευρωκρίση. 

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι αποφασίστηκε να δαπανηθούν επιπρόσθετα 23 δισ. ευρώ στην παιδεία και σε έργα υποδομής. Όπως σχολιάζει ο Γκούσταβ Χορν: 

«Έχουμε ένα μεγάλο πρόβλημα στη Γερμανία, πρόκειται για τις παραπαίουσες υποδομές μας. Οι διαμαρτυρίες δεν σταματούν. Η απάντηση που δόθηκε είναι ότι θα επενδυθούν 23 δισ. τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Πρόκειται αναλογικά για το 0,25 % του ΑΕΠ, είναι μια σταγόνα στον ωκεανό και τίποτα περισσότερο». 

Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί ότι ενδεχομένως οι αποφάσεις να μην υλοποιηθούν με τον τρόπο που παρουσιάζονται ή και καθόλου. Πρώτον, το κείμενο της συμφωνίας είναι απλώς ένα είδος δήλωσης προθέσεων της μελλοντικής κυβέρνησης. Κατά δεύτερον, εκκρεμεί το εσωκομματικό δημοψήφισμα στους Σοσιαλδημοκράτες επί της συμφωνίας που μπορεί θεωρητικά να βάλει πρόωρο τέλος στον μεγάλο συνασπισμό. 

Andreas Becker / Κώστας Συμεωνίδης 

Υπεύθ. σύνταξης: Άρης Καλτιριμτζής

Πηγή: Deutsche Welle


Πηγή:www.capital.gr