Του Τάσου Παππά
Ο καλύτερος σύμμαχος στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις είναι ο πρώην αντίπαλος. Εχει αλλάξει στρατόπεδο -ομολογία λανθασμένης επιλογής και έμπρακτη αυτοκριτική-, ξέρει τα επιχειρήματα της προηγούμενης στράτευσής του, αλλά και τα αδύνατα σημεία της, κι έτσι μπορεί να γίνει η αιχμή του δόρατος εναντίον της υπόθεσης για την οποία, μέχρι τη στιγμή της αποστασίας του, αγωνιζόταν. Στην Ελλάδα ο φιλελευθερισμός δεν έχει να επιδείξει μεγάλους στοχαστές και θεωρητικούς με εκτόπισμα στα πεδία της φιλοσοφίας και της πολιτικής επιστήμης. Κάλυπτε τα κενά και τις ανεπάρκειές του αναμασώντας ό,τι σοβαρό κυκλοφορούσε στην ευρωπαϊκή σκηνή (Αρόν, Μπερλίν, Πόπερ κ.ά.). Με ιδεολογικά δάνεια (ενίοτε κακοχωνεμένα) πορεύθηκε προσπαθώντας να σταθεί στην αναμέτρηση με τον εγχώριο μαρξισμό.
Ηταν άλλωστε πάντα μειοψηφικό ρεύμα, αφού σε παλιότερες εποχές το πάνω χέρι είχαν πάρει οι πιο χυδαίοι εκφραστές του αντικομμουνισμού σε συνεργασία με τους πρώην κομμουνιστές, Θ. Παπακωνσταντίνου, Γ. Γεωργαλά, Σ. Κωνσταντόπουλο. Εξαιτίας του εμφυλίου, ακόμη και εκείνοι που δεν ανήκαν στον σκληρό πυρήνα του καθεστώτος, είχαν κάνει τον αντικομμουνισμό σημαία τους. Για παράδειγμα, το Κέντρο τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 δεν διέφερε και πολύ στη ρητορική του από τη σκληρή Δεξιά, ενώ τα πιο φωτεινά μυαλά του συντηρητισμού (Π. Κανελλόπουλος, Κ. Τσάτσος), λόγω της άμεσης εμπλοκής τους στην πολιτική σύγκρουση, δεν δίστασαν να θυσιάσουν το επιστημονικό κύρος τους για να υπηρετήσουν τον ιδεολογικό φανατισμό του κοινοβουλευτικού βραχίονα της παράταξής τους.
Στις μέρες μας είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι την πιο επιθετική γραμμή κατά της ριζοσπαστικής Αριστεράς ακολουθούν διανοούμενοι και δημοσιολόγοι που έχουν περάσει από την Αριστερά (δογματική, ανανεωτική, ελευθεριακή), οι περισσότεροι εκ των οποίων πάντως δηλώνουν ότι παραμένουν στους κόλπους της. Λένε ότι θέλουν να έχουν σημείο αναφοράς μια Αριστερά που δεν θα έχει καμία σχέση με τον σταλινισμό (τον εντοπίζουν σε μεγάλη πυκνότητα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ), τον λαϊκισμό (διάχυτος, όπως ισχυρίζονται, στον επίσημο λόγο της αξιωματικής αντιπολίτευσης) και τον αντιευρωπαϊσμό (με τον οποίο υποτίθεται ότι φλερτάρει δειλά η ηγεσία της Κουμουνδούρου και ανοιχτά το υπολογίσιμο από άποψη μεγέθους «Αριστερό Ρεύμα»).
• Από αυτόν τον χώρο διακινήθηκε ξαναζεσταμένη η «θεωρία των δύο άκρων». Μετά την πήραν και την ανέδειξαν η Δεξιά και ο Ευάγγ. Βενιζέλος.
• Από αυτόν τον χώρο προήλθαν οι καταγγελίες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποθάλπει φαινόμενα βίας, ανέχεται την κινηματική παραβατικότητα και στεγάζει αντιλήψεις που ερωτοτροπούν με την ένοπλη ανυπακοή. Καταγγελίες που ασμένως υιοθέτησε η κυβερνητική προπαγάνδα.
• Από αυτόν τον χώρο καταβάλλονται εργώδεις προσπάθειες να ανασυνταχθεί η Κεντροαριστερά άρον άρον και όπως όπως (με το ΠΑΣΟΚ φυσικά σε περίοπτη θέση) για να γίνει το αντίπαλο δέος στον επικίνδυνο για τη χώρα και τους δημοκρατικούς θεσμούς ΣΥΡΙΖΑ.
• Από αυτόν τον χώρο ασκήθηκε κριτική στη ΔΗΜΑΡ επειδή αποχώρησε από την κυβέρνηση και από αυτόν τον χώρο επίσης εκτοξεύονται σήμερα προειδοποιήσεις στον Φ. Κουβέλη να μη μετατρέψει το κόμμα του σε «ήπια συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ». Για όσο καιρό η ΔΗΜΑΡ συνεργαζόταν με τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, αφού το σκεπτικό ήταν ότι και οι τρεις αντάμα έσωζαν την πατρίδα από την καταστροφή, στην οποία θα πήγαινε στα σίγουρα αν έπεφτε στα νύχια των έξαλλων της Κουμουνδούρου.
• Από αυτόν τον χώρο εκπορεύονται απόψεις που χαρακτηρίζουν έγκλημα καθοσιώσεως τον διάλογο με τη ριζοσπαστική Αριστερά, όχι όμως με τη Δεξιά του Αντ. Σαμαρά και το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγ. Βενιζέλου.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν γίνονται γιατί πιστεύουμε ότι η ριζοσπαστική Αριστερά είναι υπεράνω κριτικής. Τα λάθη της, οι αστοχίες της, οι υπερβολές της πρέπει να επισημαίνονται και οι επιβιώσεις στο εσωτερικό της λογικών που έλκουν την καταγωγή τους από το δυσώνυμο μοντέλο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» πρέπει να στιγματίζονται. Ωστόσο είναι άλλο πράγμα η κριτική και άλλο η κατεδάφιση, άλλο η ιδεολογική σύγκρουση και άλλο η δαιμονοποίηση και η συκοφαντία. Προφανώς η Αριστερά δεν είναι ενιαία. Ποτέ, άλλωστε, δεν ήταν. Στο εσωτερικό της υπήρχαν και υπάρχουν πολλά ρεύματα και οι εμφύλιοι δεν ήταν η εξαίρεση. Μάλλον ήταν, και εξακολουθούν να είναι, ο κανόνας. Δυστυχώς γι’ αυτήν. Ευτυχώς για τους εχθρούς της.
t.pappas@efsyn.gr
Ο καλύτερος σύμμαχος στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις είναι ο πρώην αντίπαλος. Εχει αλλάξει στρατόπεδο -ομολογία λανθασμένης επιλογής και έμπρακτη αυτοκριτική-, ξέρει τα επιχειρήματα της προηγούμενης στράτευσής του, αλλά και τα αδύνατα σημεία της, κι έτσι μπορεί να γίνει η αιχμή του δόρατος εναντίον της υπόθεσης για την οποία, μέχρι τη στιγμή της αποστασίας του, αγωνιζόταν. Στην Ελλάδα ο φιλελευθερισμός δεν έχει να επιδείξει μεγάλους στοχαστές και θεωρητικούς με εκτόπισμα στα πεδία της φιλοσοφίας και της πολιτικής επιστήμης. Κάλυπτε τα κενά και τις ανεπάρκειές του αναμασώντας ό,τι σοβαρό κυκλοφορούσε στην ευρωπαϊκή σκηνή (Αρόν, Μπερλίν, Πόπερ κ.ά.). Με ιδεολογικά δάνεια (ενίοτε κακοχωνεμένα) πορεύθηκε προσπαθώντας να σταθεί στην αναμέτρηση με τον εγχώριο μαρξισμό.
Ηταν άλλωστε πάντα μειοψηφικό ρεύμα, αφού σε παλιότερες εποχές το πάνω χέρι είχαν πάρει οι πιο χυδαίοι εκφραστές του αντικομμουνισμού σε συνεργασία με τους πρώην κομμουνιστές, Θ. Παπακωνσταντίνου, Γ. Γεωργαλά, Σ. Κωνσταντόπουλο. Εξαιτίας του εμφυλίου, ακόμη και εκείνοι που δεν ανήκαν στον σκληρό πυρήνα του καθεστώτος, είχαν κάνει τον αντικομμουνισμό σημαία τους. Για παράδειγμα, το Κέντρο τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 δεν διέφερε και πολύ στη ρητορική του από τη σκληρή Δεξιά, ενώ τα πιο φωτεινά μυαλά του συντηρητισμού (Π. Κανελλόπουλος, Κ. Τσάτσος), λόγω της άμεσης εμπλοκής τους στην πολιτική σύγκρουση, δεν δίστασαν να θυσιάσουν το επιστημονικό κύρος τους για να υπηρετήσουν τον ιδεολογικό φανατισμό του κοινοβουλευτικού βραχίονα της παράταξής τους.
Στις μέρες μας είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι την πιο επιθετική γραμμή κατά της ριζοσπαστικής Αριστεράς ακολουθούν διανοούμενοι και δημοσιολόγοι που έχουν περάσει από την Αριστερά (δογματική, ανανεωτική, ελευθεριακή), οι περισσότεροι εκ των οποίων πάντως δηλώνουν ότι παραμένουν στους κόλπους της. Λένε ότι θέλουν να έχουν σημείο αναφοράς μια Αριστερά που δεν θα έχει καμία σχέση με τον σταλινισμό (τον εντοπίζουν σε μεγάλη πυκνότητα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ), τον λαϊκισμό (διάχυτος, όπως ισχυρίζονται, στον επίσημο λόγο της αξιωματικής αντιπολίτευσης) και τον αντιευρωπαϊσμό (με τον οποίο υποτίθεται ότι φλερτάρει δειλά η ηγεσία της Κουμουνδούρου και ανοιχτά το υπολογίσιμο από άποψη μεγέθους «Αριστερό Ρεύμα»).
• Από αυτόν τον χώρο διακινήθηκε ξαναζεσταμένη η «θεωρία των δύο άκρων». Μετά την πήραν και την ανέδειξαν η Δεξιά και ο Ευάγγ. Βενιζέλος.
• Από αυτόν τον χώρο προήλθαν οι καταγγελίες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποθάλπει φαινόμενα βίας, ανέχεται την κινηματική παραβατικότητα και στεγάζει αντιλήψεις που ερωτοτροπούν με την ένοπλη ανυπακοή. Καταγγελίες που ασμένως υιοθέτησε η κυβερνητική προπαγάνδα.
• Από αυτόν τον χώρο καταβάλλονται εργώδεις προσπάθειες να ανασυνταχθεί η Κεντροαριστερά άρον άρον και όπως όπως (με το ΠΑΣΟΚ φυσικά σε περίοπτη θέση) για να γίνει το αντίπαλο δέος στον επικίνδυνο για τη χώρα και τους δημοκρατικούς θεσμούς ΣΥΡΙΖΑ.
• Από αυτόν τον χώρο ασκήθηκε κριτική στη ΔΗΜΑΡ επειδή αποχώρησε από την κυβέρνηση και από αυτόν τον χώρο επίσης εκτοξεύονται σήμερα προειδοποιήσεις στον Φ. Κουβέλη να μη μετατρέψει το κόμμα του σε «ήπια συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ». Για όσο καιρό η ΔΗΜΑΡ συνεργαζόταν με τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, αφού το σκεπτικό ήταν ότι και οι τρεις αντάμα έσωζαν την πατρίδα από την καταστροφή, στην οποία θα πήγαινε στα σίγουρα αν έπεφτε στα νύχια των έξαλλων της Κουμουνδούρου.
• Από αυτόν τον χώρο εκπορεύονται απόψεις που χαρακτηρίζουν έγκλημα καθοσιώσεως τον διάλογο με τη ριζοσπαστική Αριστερά, όχι όμως με τη Δεξιά του Αντ. Σαμαρά και το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγ. Βενιζέλου.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν γίνονται γιατί πιστεύουμε ότι η ριζοσπαστική Αριστερά είναι υπεράνω κριτικής. Τα λάθη της, οι αστοχίες της, οι υπερβολές της πρέπει να επισημαίνονται και οι επιβιώσεις στο εσωτερικό της λογικών που έλκουν την καταγωγή τους από το δυσώνυμο μοντέλο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» πρέπει να στιγματίζονται. Ωστόσο είναι άλλο πράγμα η κριτική και άλλο η κατεδάφιση, άλλο η ιδεολογική σύγκρουση και άλλο η δαιμονοποίηση και η συκοφαντία. Προφανώς η Αριστερά δεν είναι ενιαία. Ποτέ, άλλωστε, δεν ήταν. Στο εσωτερικό της υπήρχαν και υπάρχουν πολλά ρεύματα και οι εμφύλιοι δεν ήταν η εξαίρεση. Μάλλον ήταν, και εξακολουθούν να είναι, ο κανόνας. Δυστυχώς γι’ αυτήν. Ευτυχώς για τους εχθρούς της.
t.pappas@efsyn.gr