Του Γιάννου Χαραλαμπίδη
- Ο νέος γεωπολιτικός χάρτης με κέντρο την ενέργεια
- Ποια ανταλλάγματα θα ζητήσει η Τουρκία από την
Ουάσιγκτον για τη στήριξή της στην κρίση της Συρίας, και οι σχέσεις
Κύπρου, Ισραήλ, Ελλάδας και Αιγύπτου
- ΤΟ ΘΕΜΑ των Βάσεων, η κρίση, το ΝΑΤΟ και η στάση της Κύπρου
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρουν οι ευρύτερες μεταβολές που μπορούν να προκύψουν και σχετίζονται με το Ισραήλ και την Αίγυπτο και τις σχέσεις τους τόσο με την Κύπρο όσο και με την Τουρκία, η οποία θα πρέπει να τονιστεί ότι, μετά το όχι της Βρετανίας στην άμεση εμπλοκή της σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, εμφανίστηκε ως ο πιο στενός σύμμαχος των ΗΠΑ.
Η αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές η Τουρκία προτίθεται να ζητήσει από τις ΗΠΑ, για τη στήριξή της στη κρίση της Συρίας, τα εξής ανταλλάγματα:
1. Να μη δημιουργηθεί κουρδική αυτόνομη περιοχή στη Συρία.
2. Να ασκεί επιρροή επί του καθεστώτος που θα προκύψει, εάν και όταν πέσει ο Άσαντ.
3. Να εισπράξει ανταλλάγματα στο Κυπριακό και δη στην υπογραφή λύσης επί τη βάσει του σχεδίου Ανάν καθώς και στο ζήτημα του φυσικού αερίου, στο πλαίσιο της διευθέτησης του προβλήματος.
Οι άξονες αυτοί εμπίπτουν στη λογική της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής, που σημαίνει την αλλαγή το νομικού και γεωπολιτικού καθεστώτος και σκηνικού που επικρατεί στην περιοχή μας, με την Τουρκία να επιδιώκει την ανάδειξή της σε κύρια περιφερειακή δύναμη, μια εξέλιξη που προκαλεί προβλήματα στο Ισραήλ.
Αυτή η αναθεωρητική πολιτική προνοεί:
Α. τη διχοτόμηση του Αιγαίου.
Β. τη μετατροπή της θαλάσσιας περιοχής από τη Μαρμαρίδα ώς την Αλεξανδρέττα σε τουρκική λίμνη, που σημαίνει ότι:
α. σε περίπτωση λύσης του Κυπριακού θα είναι δύσκολη αν όχι αδύνατη η επιστροφή της Καρπασίας. Ό,τι και αν συμβεί οι Τούρκοι θα θέλουν να έχουν στρατό στην Καρπασία.
β. την αλλαγή των ΑΟΖ στην περιοχή μας και δη της κυπριακής σε σχέση με την Τουρκία.
Η κυπριακή ΑΟΖ όπως και ο καθορισμός της τουρκικής είναι συναφές ζήτημα με την υλοποίηση ή όχι της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής. Εάν ενωθούν η ελληνική και η κυπριακή ΑΟΖ και αν δεν διχοτομηθεί το Αιγαίο και εφαρμοστεί το δίκαιο της θάλασσας, τότε η Άγκυρα φοβάται ότι, αντί της τουρκικής λίμνης από την Αλεξανδρέττα στη Μαρμαρίδα, θα δημιουργηθεί μια ελληνική θάλασσα από το Αιγαίο ώς τα ανοιχτά του Ισραήλ και της Μέσης Ανατολής.
Εάν, μάλιστα, αυτή η εξέλιξη συνδυαστεί με μια στρατηγική συνεργία Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, τότε δημιουργείται μια νέα τριμερής ενεργειακή εκτός των άλλων περιφερειακή δύναμη, με το Ισραήλ να είναι η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη. Ως αποτέλεσμα τούτου θα είναι η αποτροπή της αναθεωρητικής τουρκικής πολιτικής και ο περιορισμός της επιθετικότητάς της, η οποία τροφοδοτείται από την αδυναμία των Αθηνών και της Λευκωσίας.
Η συμμαχία με το Ισραήλ και η Αίγυπτος
Η ενίσχυση Κύπρου και Ελλάδας μέσω μιας συμμαχίας με το Ισραήλ αυξάνει την αποτρεπτική τους ικανότητα ή και περιορίζει την τουρκική απειλή, ενώ ταυτοχρόνως στερεί από την Άγκυρα τη δυνατότητα να ενώσει τη δική της ΑΟΖ με εκείνην της Αιγύπτου. Εκ των πραγμάτων είναι ορθή η κίνηση της Λευκωσίας περί συμμαχίας με την Αίγυπτο και την Ελλάδα, καθότι, εκτός των άλλων:
α. Το υφιστάμενο καθεστώς της Αιγύπτου απολαμβάνει της σιωπηρής στήριξη των ΗΠΑ.
β. Η Τουρκία τάχθηκε υπέρ του Μόρσι και των Αδελφών Μουσουλμάνων και εναντίον του υφιστάμενου καθεστώτος.
γ. Το Ισραήλ προτιμά να είναι το υφιστάμενο καθεστώς στην Αίγυπτο, δηλαδή η συνέχεια του Μουμπάρακ, που ήταν επί σειράν ετών σταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή και δη στις σχέσεις με τα Ιεροσύλημα.
δ. Η Αίγυπτος δεν έχει να φοβάται από εμάς ή από το Ισραήλ, αλλά από την Τουρκία, η οποία θέλει να της κλέψει τον ηγετικό ρόλο στον μουσουλμανικό και αραβικό κόσμο.
Εάν, λοιπόν, δέσει το σκηνικό μεταξύ Ελλάδας, Ισραήλ, Κύπρου και Αιγύπτου, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την αποτροπή της πολιτικής εκείνης που θέτει σε εφαρμογή η Τουρκία και θέλει να εμφανίζει εαυτήν ως την κυρίαρχη οδό της ενέργειας, χωρίς να έχει δικά της αποθέματα. Εάν γίνουν πράξη οι τριμερείς συμμαχίες Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας και Αιγύπτου, Κύπρου, Ελλάδας, τότε θα αλλάξουν δραματικά τα ισοζύγια δυνάμεων και τα συμφέροντα. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι κατά πόσον η Κύπρος θα υιοθετήσει πολιτική που θα δυσκολεύει τον τουρκικό επεκτατισμό ή θα τον βοηθά;
Το ζήτημα των Βάσεων και το ΝΑΤΟ
ΕΝΟΨΕΙ κρίσης εγείρεται ζήτημα Βάσεων. Και είναι ορθή η θέση ότι δεν μπορεί να είναι ορμητήριο, διότι δεν μπορεί να τίθενται σε κίνδυνο οι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας επειδή έτσι θέλει το Λονδίνο. Όπως είναι ορθή η θέση ότι οι Βάσεις είναι αποικιοκρατικό κατάλοιπο. Οι φωνασκίες, όμως, δεν αρκούν. Είναι πρόδηλο ότι οι αντιδράσεις γίνονται ως επί το πλείστον για εσωτερική κατανάλωση και δεν έχουν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Διότι, ποτέ δεν εγείραμε επίσημα θέμα Βάσεων υπό το πρόσχημα ότι, εφόσον υπάρχει το Κυπριακό, δεν μπορούμε να ανοίξουμε δύο μέτωπα. Το αντίθετο θα έπρεπε να γίνει.
Οι Βάσεις, από ζήτημα που μας προκαλεί αδυναμία θα έπρεπε να το μετατρέψουμε σε αχίλλειο πτέρνα της Βρετανίας και ως χαλινάρι στη φιλοτουρκική της πολιτική. Επειδή, όμως, βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε θα είναι αφελής κάποιος να πιστεύει ότι εάν οι Βρετανοί αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν τις Βάσεις ως ορμητήριο, θα ρωτήσουν την Κυπριακή Κυβέρνηση. Και αν τη ρωτήσουν θα είναι για τυπικούς λόγους.
Συνεπώς, όπως και στην περίπτωση του τουρκικού στρατού κατοχής, εφόσον ο ελληνικός στρατός δεν μπορεί να διώξει τον Αττίλα, θα πρέπει να βρούμε μιαν άλλη πιο ισχυρή των Τούρκων δύναμη, έτσι και στην περίπτωση των Βάσεων θα πρέπει να εξευρεθεί μια άλλη δύναμη πέραν της Βρετανίας. Και στις δύο περιπτώσεις η δύναμη αυτή είναι οι ΗΠΑ και μέσω αυτών το ΝΑΤΟ, αφού αν σκεφτεί κάποιος ορθολογιστικά, κατανοεί ότι η Κύπρος είναι ούτως ή άλλως ΝΑΤΟ. Από τη χρήση της Κύπρου έχουν οφέλη οι Τούρκοι, οι Βρετανοί, οι Αμερικανοί και άλλοι πλην ημών, οι οποίοι στο τέλος της ημέρας κινδυνεύουμε να πληρώσουμε τις όποιες ζημιές, και να έχουμε κόστος και στο Κυπριακό.
Η κοινωνία συμφερόντων
ΛΕΖΑΝΤΑ
ΑΚΟΜΗ και ο Πούτιν δήλωσε ότι, εάν επιβεβαιωθεί η χρήση χημικών από το καθεστώς, δεν θα είναι αντίθετος με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
ΣΤΗΝ παρούσα φάση εγείρεται και ένα ηθικό ζήτημα υπό τη μορφή διαλεκτικού ερωτήματος: Εφόσον χρησιμοποιήθηκαν χημικά όπλα που αποτελούν έγκλημα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας, το έγκλημα αυτό θα πρέπει να μείνει ατιμώρητο; Βεβαίως, όχι. Και οι πρώτοι που θα πρέπει να ζητούμε την τιμωρία είμαστε εμείς, οι οποίοι αποτελούμε θύματα της τουρκικής εισβολής και κατοχής.
Εάν δεν είμαστε υπέρ της τιμωρίας και εάν η Τουρκία συνεχίσει να προβάλλει ως το δεξί χέρι των ΗΠΑ χωρίς εμείς να μένουμε πιστοί σε θέματα αρχών, λόγω αριστερών συνδρόμων, τότε είναι που θα τιμωρήσουμε τους εαυτούς μας, καθότι η Άγκυρα θα ζητήσει ανταλλάγματα για τη στάση της στο φυσικό αέριο και στο Κυπριακό, στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας που θα νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της εισβολής και το έγκλημα του 1974. Ας μην ξεχνούμε ότι το καθεστώς Άσαντ ήταν ολοκληρωτικό. Καταπιεστικό. Και καθόλου δημοκρατικό. Ακόμη και ο Πούτιν δήλωσε ότι εάν επιβεβαιωθεί η χρήση χημικών από το καθεστώς δεν θα είναι αντίθετος με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Άρα συμφωνούν όλοι με την τιμωρία των ενόχων. Και η δική μας θέση θα πρέπει να είναι σαφής: Να τιμωρηθούν οι ένοχοι, είτε είναι το καθεστώς Άσατ είτε και η αντιπολίτευση και ειδικότερα οι Τζιχατιστές, οι οποίοι δεν αποτελούν εναλλακτική του Άσαντ επιλογή. Είναι χειρότερη επιλογή. Και δεν βοηθούν καθόλου τα συμφέροντα του Ισραήλ. Ούτε και των ΗΠΑ, αλλά ούτε και τα δικά μας. Άρα το ζητούμενο δεν είναι εάν θα χρησιμοποιηθούν οι Βάσεις αλλά εάν είναι ορθή ή όχι η τιμωρία των ενόχων ενός εγκλήματος και εάν μια δική μας αρνητική στάση βοηθά την Τουρκία και την αναθεωρητική της πολιτική, που περιλαμβάνει και τη μετατροπή της Κύπρου σε δικό της προτεκτοράτο, που δεν συμφέρει ούτε το Ισραήλ ούτε τις ΗΠΑ.
Εάν πέσει η Κύπρος υπό πλήρη τουρκικό έλεγχο μέσω μιας ομοσπονδίας, τότε είναι που το Ισραήλ θα πάθει στρατηγική ασφυξία. Και θα συμβεί αυτό διότι δεν διαθέτει στρατηγικό βάθος και ως εκ τούτου εάν τεθούν Συρία και Κύπρος υπό τον έλεγχο της Τουρκίας, το Ισραήλ θα είναι υπό πολιορκία! Και η Τουρκία θα κάνει σημαντικά βήματα στην αναθεωρητική της πολιτική. Η χειρότερη όμως επίπτωση από μια τέτοια εξέλιξη θα αφορά την αποσταθεροποίηση της περιοχής και την όξυνση των σχέσεων Τουρκίας - Ισραήλ, που θα συνιστά μια νέα βόμβα στα χέρια των ΗΠΑ.
Γι΄ αυτό, η ενίσχυση της Τουρκίας μέσω της κρίσης στη Συρία θα αποβεί σε βάρος των κυπριακών, των εβραϊκών, των αιγυπτιακών και των ίδιων των αμερικανικών συμφερόντων. Και αναφερόμαστε στην Αίγυπτο, διότι και αυτή απειλείται από την τουρκική αναθεωρητική πολιτική, καθότι δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί τον εαυτό της ως κυρίαρχη δύναμη στον μουσουλμανικό κόσμο. Έναν ρόλο που διεκδικεί σήμερα αντί του Καΐρου η Άγκυρα. Δημιουργείται λοιπόν μια κοινωνία συμφερόντων μεταξύ Κύπρου, Ισραήλ, Αιγύπτου και ΗΠΑ με προέκταση την Ελλάδα, που είναι αντίθετη με την τουρκική αναθεωρητική πολιτική, γεγονός που θα πρέπει διπλωματικά να αναδειχθεί.
Νέος στόχος, νέα στρατηγική
Για να μην πληρώσουμε κόστος από την κρίση, ουδόλως θα πρέπει να είμαστε αντίθετοι με την ηθική πλευρά του προβλήματος, όπως τη θέτουν οι ΗΠΑ, δηλαδή της τιμωρίας του εγκλήματος ή των εγκλημάτων στη Συρία. Από πολιτικής άποψης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι ΗΠΑ θα εμπλακούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο Κυπριακό. Συνεπώς, εάν εμείς δεν έχουμε ορθολογιστική στάση και πολιτική, από την κρίση στη Συρίας, η Τουρκία είναι αυτή που θα καρπωθεί τα οφέλη. Και στο Κυπριακό και στο φυσικό αέριο. Κατά το παρελθόν αληθές είναι ότι είχαμε τάσεις αυτοχειρίας.
Βεβαίως, το τραγικό είναι άλλο: Εφόσον ο στόχος της κομματικής ηγεσίας είναι η ομοσπονδία, τότε ακόμη και αν δοθεί πλήρης στήριξη στις ΗΠΑ, το όφελος θα το έχει και πάλιν η Τουρκία. Ως εκ τούτου, η όποια νέα στρατηγική και η φιλική προς τις ΗΠΑ πολιτική της Κύπρου θα πρέπει να συνοδευτεί από την αυτονόητη θέση περί δημοκρατικής λύσης αρχών στο πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι της ομοσπονδίας των δύο συνιστώντων κρατών, που τελικά θα καταστήσουν την Κύπρο προτεκτοράτο και θα οξύνουν τον ακήρυκτο πόλεμο Τουρκίας - Ισραήλ, το οποίο Ισραήλ εκ των πραγμάτων θα κινδυνέψει από την τουρκική στρατηγική ασφυξία.
Το κτύπημα και η αξιοπιστία των ΗΠΑ
ΟΙ ΗΠΑ και ο Πρόεδρος Ομπάμα έχουν φέρει την κατάσταση σε τέτοιο σημείο που, εάν υποχωρήσουν, θα συνιστά ήττα της Αμερικής και του γοήτρου της ως παγκόσμιας υπερδύναμης, ενώ από την άλλη θα θεωρηθεί νίκη, έστω και προσωρινή, του καθεστώτος Άσαντ από τη μια και της Ρωσίας από την άλλη, η οποία για πρώτη φορά μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου θα επανέλθει με έντονο τρόπο στο προσκήνιο. Εάν τελικά κτυπήσουν οι ΗΠΑ, θα επιβεβαιώσουν την παντοδυναμία τους και δη στην περιοχή μας.
Όσο δε για τη Ρωσία, τελικώς θα αποδειχθεί ότι προβάλλει μεν εμπόδια στις ΗΠΑ, αλλά δεν είναι σε θέση να αλλάξει το σκηνικό και να την αποτρέψει από προειλημμένες αποφάσεις του Λευκού Οίκου που αφενός στηρίζονται στην ηθική, αφού τα κτυπήματα έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα, αφετέρου, όμως, κενό υπάρχει ως προς τον έλεγχο και τη διαμόρφωση της κατάστασης εντός και εκτός Συρίας την επόμενη μέρα. Και αυτό πλέον είναι φαινόμενο, που παρατηρείται και τείνει να γίνει κανόνας από την 11η Ιουλίου και εντεύθεν, μέσα από το Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Λιβύη. Σε καμιά των περιπτώσεων δεν υπάρχει σταθερότητα και ασφάλεια.
Όπως δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι υπάρχει δημοκρατικότητα. Προς επίρρωση δε τούτων, θα μπορούσε να αναφερθεί η αραβική άνοιξη, που κατά γενική ομολογία μετατράπηκε σε βαρύ χειμώνα. Βεβαίως, υπάρχει και ο ισχυρισμός ότι εάν κτυπήσουν οι ΗΠΑ θα προκύψουν τρομοκρατικά αντίποινα. Είναι ορθός ο ισχυρισμός, όμως, από την άλλη, εάν η τρομοκρατία αποτρέπει την τιμωρία εγκλημάτων, τότε θα πρόκειται για νίκη των τρομοκρατών και ήττα της δημοκρατίας. Επειδή το διεθνές σύστημα δεν διαθέτει αυτόνομους μηχανισμούς πέρα από εκείνους των ανεξάρτητων κρατών για την επιβολή τιμωρητικών μέτρων, αυτό αναλαμβάνεται κυρίως από την εκάστοτε υπερδύναμη, είτε κατά μόνας είτε συμμαχικά είτε με είτε χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ασφαλείας.