Του Ανδρέα Παπαδάκη για το 7imeres.gr
Δεν χρειάζεται PhD κανείς για να αντιληφθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει
απεγνωσμένα να γοητεύσει τον χώρο στον οποίο άλλοτε ήταν επικυρίαρχο το
ΠΑΣΟΚ. Και έχει απόλυτο δίκιο να επιδιώκει κάτι τέτοιο, καθώς η ηγεσία
του γνωρίζει πως με την ατζέντα του περσυνού ΣΥΡΙΖΑ του 4% δεν πρόκειται
να απεγκλωβιστεί από τα ποσοστά στα οποία τόσο αναπάντεχα σκαρφάλωσε σε
χρόνο ρεκόρ εδώ κι ένα χρόνο.
Η ραγδαία και ριζοσπαστική μετεξέλιξη αυτή από έναν συνασπισμό κομμάτων
της κομμουνιστικής και κομμουνιστογενούς αριστεράς, σε ένα ενιαίο
πολυσυλλεκτικό κόμμα που καλύπτει και όλο το ενδιάμεσο χώρο μέχρι τις
παρυφές της κεντροδεξιάς, είναι δυστυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ καταδικασμένη να
αποτύχει για έναν κυρίως λόγο.Δεν πείθει. Και δεν πείθει διότι το μόνο που μπορεί να συνδέει σήμερα έναν μετριοπαθή κεντρώο, χαλαρό πρώην ψηφοφόρο της ΝΔ, με έναν νεαρό αναρχικό υπερασπιστή των καταλήψεων και έναν οπαδό της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι τα αντιμνημονιακά αισθήματα. Αυτά όμως δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν την κολλητική ουσία που χρειάζεται ένα κόμμα αν βλέπει στο μέλλον με ορίζοντα πέραν της κρίσης. Γιατί πολύ απλά, στάση του κάθε πολίτη υπέρ ή κατά του μνημονίου δεν είναι ιδεολογία. Και αυτό που ενώνει τα κόμματα με προοπτική είναι μόνο η ιδεολογία. Γι αυτό το λόγο, ιστορικά, τα κόμματα διαμαρτυρίας δεν είχαν ποτέ μέλλον. Ξεφούσκωσαν το ίδιο αναπάντεχα όσο φούσκωσαν.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να αποτελέσει έναν ακόμα διάττοντα αστέρα, έχει καλώς. Αν όχι, τότε μάλλον κοροϊδεύει, χαϊδεύει αυτιά, προσπαθώντας να “ξεγελάσει” τον παραδοσιακό ψηφοφόρο της κεντροαριστεράς που είναι θυμωμένος, ναι, οργισμένος σίγουρα, αλλά δεν μπορεί να συγκατοικήσει στο μεταμνημονιακό μέλλον με τύπους σαν τον Διαμαντόπουλο για παράδειγμα.
Διαβάζοντας τη συνέντευξη του διευθυντή του πολιτικού γραφείου του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκου Παππά, στην εφημερίδα “Παραπολιτικά” το περασμένο σαββατοκύριακο, διακρίνει κανείς το άγχος της ηγεσίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο πρώτος υπαρκτός κίνδυνος είναι η εσωτερική αντιπολίτευση της “Αριστερής Πλατφόρμας” του Παναγιώτη Λαφαζάνη και ο δεύτερος το ταβάνι που φαίνεται να έχει κτυπήσει το κόμμα σε ό,τι αφορά τα εκλογικά του ποσοστά. Η τραγική ειρωνία είναι ότι κάθε προσπάθεια του κόμματος να σπάσει αυτό το ταβάνι και να ανοιχτεί προς μετριοπαθέστερα κοινωνικά στρώματα, ισχυροποιεί τα επιχειρήματα των “αντάρτικων” συνιστωσών που έχουν συσπειρωθεί γύρω από τον Λαφαζάνη.
Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι κυρίως ένα και είναι δυσεπίλυτο. Η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του, ιδεολογικά δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον σκληρό πυρήνα της ηγεσίας. Πώς να πείσεις τον “νοικοκυραίο” πρώην πασοκτζή ότι τα συμφέροντά του εκπροσωπούνται από τον κ. Τσίπρα σήμερα; Πώς να πείσεις ότι ο κ. Τσίπρας, που αν δεν στηρίζει ενεργά, τουλάχιστον βλέπει με κατανόηση τα παιδιά με τις μολότοφ, μπορεί να ικανοποιήσει και τις ανάγκες του μεσοαστού, πρώην βολεμένου στα επιδόματα του δημοσίου και τα εύκολα καταναλωτικά δάνεια ψηφοφόρου του ΠΑΣΟΚ.
Και μπορεί ο κ. Παππάς να υποστηρίζει ότι “το κόμμα μας έχει γίνει ο κυρίαρχος πολιτικός σχηματισμός στο προοδευτικό φάσμα του ελληνικού πολιτικού συστήματος” και ότι “αυτό σηματοδοτεί μια νέα ηγεμονία των αριστερών ιδεών και της Αριστεράς στον χώρο όπου κάποτε κυρίαρχο ήταν το ΠΑΣΟΚ”, αλλά κάποιος θα πρέπει να του θυμίσει ότι αυτό που λέει έχει περισσότερο σχέση με την τακτική, αλλά καμία με την πολιτική. Αν “η νέα πλειοψηφία που ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να διαμορφώσει είναι και ριζοσπαστική και αριστερή πρόταση”, όπως λέει ο στενός συνεργάτης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κάποιος θα πρέπει να του πει επίσης ότι το κυρίαρχο ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα στην Ελλάδα ήταν ανέκαθεν το κέντρο. Και αυτό ισχύει και σήμερα, στην καρδιά της κρίσης.
Στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στα “Παραπολιτικά” ο κ. Παππάς τελικά δίνει μια σαφή απάντηση στην ερώτηση τι κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και σε ποιους απευθύνεται. Λέει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι “μια πολιτική συμμαχία από τα αριστερά της Αριστεράς έως τα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας”. Αυτό το σαφές στίγμα όμως, το θολώνει με τη φράση “μη ριζοσπαστικό και μη αριστερό είναι ό,τι είναι ικανό να αφήσει τον κ. Σαμαρά στην κυβέρνηση”. Δηλαδή, λέει ότι “ναι, είμαστε αριστεροί, αλλά υπάρχει χώρους για όλους όσους βρίσκονται απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση”. Για όλους; Για τους δεξιότατους Ανεξάρτητους Έλληνες είναι σαφέστατο πλέον μετά και την ανάγκη που ένιωσε ο κ. Τσίπρας να υπερασπιστεί το κόμμα του κ. Καμμένου όταν ο Γερμανός δημοσιογράφος το αποκάλεσε “ημι-φασιστικό”. Για το ΚΚΕ επίσης, μόνο που ο Περισσός έχει αντίθετη άποψη και δεν “τσιμπάει”. Και για την αναποφάσιστη ΔΗΜΑΡ υπάρχει χώρος μετά την αποχώρησή της από την κυβέρνηση, μόνο που είναι ζήτημα προς τα πού θα κατευθυνθούν οι εναπομείναντες ψηφοφόροι της. Η ναζιστική Χρυσή Αυγή που επίσης στέκεται απέναντι στην κυβέρνηση όμως είναι κατά τον κ. Παππά “μη αριστερό και ριζοσπαστικό” κόμμα, μόνο και μόνο επειδή αντιστέκεται στο μνημόνιο;
Με απλά λόγια και για να μην το “παιδεύουμε” το πράγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τρεις επιλογές:
α. Να απαρνηθεί την ιστορία και το παρελθόν του και να πει ανοιχτά και γενναία ότι “από εδώ και πέρα είμαι εγώ η κεντροαριστερά”, τινάζοντας από πάνω του σαν παράσιτα τις ριζοσπαστικές συνιστώσες. Αυτό όμως έχει πρόσκαιρο κόστος γιατί θα πληγεί το αριστερό του προφίλ, αλλά μακροπρόθεσμα, αν πείσει, μπορεί να ελπίζει πως ήρθε για να μείνει.
β. Να μείνει πιστός στις αρχές του και σε αυτό που εκπροσωπούσε πάντα, να παραμείνει ριζοσπαστικός και να προσπαθεί να πείσει τον πολίτη ότι στόχος είναι η μετάλλαξη της κοινωνίας. Αλλά αυτό έχει ως συνέπεια ότι όχι μόνο δεν θα σπάσει το ταβάνι των ποσοστών του, αλλά θα δει σιγά σιγά αυτά τα ποσοστά να μειώνονται μέχρι να φτάσουν στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε.
γ. Να προσπαθήσει να γοητεύσει και τους μεν και τους δε, με διφορούμενες και ασαφείς δηλώσεις και απόψεις, με στήριξη του κάθε διαμαρτυρόμενου, με χάιδεμα αυτιών, με αντιφατικές κινήσεις των στελεχών του. Αυτό όμως, μπορεί να του δώσει πρόσκαιρα κέρδη, αλλά θα τον οδηγήσει σύντομα στην απαξίωση, γιατί δεν μπορείς να τους έχεις όλους ικανοποιημένους. Και στο τέλος θα τους χάσεις όλους.
Άλλη επιλογή δεν υπάρχει. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι επέλεξε την τελευταία.
[Ο Ανδρέας Παπαδάκης είναι δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής ]