Δεν θα γράψω σήμερα για διεθνή πολιτική. Για ιδεολογίες ή
οράματα. Καλοκαίρι γαρ. Εστω και των συγκαιρινών βιαστικών βροχών και
των ξαφνικών καταιγίδων. Καλοκαίρι.Είναι φορές που τα στερεότυπα είναι καλά. Σ’ αυτό το moto
ανταποκρίνεται και το ελληνικό καλοκαίρι. Ενα στερεότυπο σε υψηλά
ντεσιμπέλ ωδής των τζιτζικιών· με παγωτά και βυσσινάδες στην αυλή το
απόγευμα, με μπάνια μέχρι ο ήλιος να βασιλέψει· με πλατείες χωριών που
αγκαλιάζουν τις πιο απίθανες συναντήσεις και με ένα μεγάλο «Εχει ο Θεός»
με την πρώτη γουλιά ελληνικού καφέ το πρωί. Βιβλία που δεν διαβάστηκαν
όλο τον χειμώνα, τραγούδια που προσεκτικά στοιβάχτηκαν στις γωνιές του
μυαλού, μια μεγάλη πανσέληνος πάνω από τους Γαργαλιάνους με την Πρώτη να
αχνοφαίνεται στο βάθος και τον ελαιόκαμπο να ασημίζει μέχρι τη θάλασσα
και λευκό κρασί από τα ορεινά της Αρκαδίας, με το βρεγμένο χώμα του
Μαινάλου και το γέλιο του Πάνα να αποτυπώνεται στη γεύση του.
Ενα όμορφο στερεότυπο είναι το ελληνικό καλοκαίρι. Που το φαγητό έχει ουσιαστική γεύση, που όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα ωραίο χαμόγελο, που όλα τα απογεύματα έναν ήχο χαρμολύπης από το τελευταίο χτύπημα της καμπάνας του Αϊ-Γιώργη στον εσπερινό. Ενα αληθινό στερεότυπο είναι το ελληνικό καλοκαίρι. Και όσοι ζήσαμε και τα άλλα, τα βόρεια, αν και δικά μας, αν και τα θυμόμαστε πάντα με αγάπη, δεν τα ερωτευτήκαμε ποτέ.
Ελληνικό καλοκαίρι. Κάποτε βαφτίστηκε άχαρα «τα μπάνια του λαού». Μου άφηνε μια πικρή γεύση αυτός ο χαρακτηρισμός, ώσπου σε ένα μπάνιο στις Κεχριές, νεοσύλλεκτος στην Κόρινθο -υποχρεωτική απογευματινή έξοδος ακριβώς απέναντι από το στρατόπεδο-, κατάλαβα τι δεν μου άρεσε. Η οχλοποίηση σε μια συνθήκη που είναι τόσο όμοια αλλά και τόσο διαφορετική για τον καθένα από εμάς. Για εμάς που είχαμε χωριό δίπλα στη θάλασσα, για φίλους που έμαθαν το καλοκαίρι στο βουνό, για τους λίγους που έμεναν στην πόλη και έμαθαν να λατρεύουν τον άδειο θερινό στο ΕΚΡΑΝ ή στο Θησείο, με τους δρόμους να αντηχούν την απουσία και το αστικό να περνά αραιά και πού.
Ελληνικό καλοκαίρι. Με όλη την οικογένεια, όλες οι γενιές να κάθονται ξανά γύρω από το μεσημεριανό τραπέζι. Με την ένταση του χειμώνα να εξαφανίζεται τις νύχτες. Ελληνικό καλοκαίρι, ακόμα κι αν από μακριά ετοιμάζεται να ξεσπάσει καταιγίδα. Δεν μας νοιάζει. Τουλάχιστον όχι τώρα. Καλοκαίρι γαρ.
Πάρτε ένα βιβλίο και γεμίστε τις σελίδες του, εκεί που ενώνεται η κάθε σελίδα με την επόμενη, άμμο ή βότσαλα. Το ελληνικό καλοκαίρι δεν είναι τόπος. Είναι παιδική μνήμη. Είναι σίγουρα φως. Είναι σίγουρα σκηνές, στιγμές ζωής σε μια αδιάκοπη φασματογραφία αναμνήσεων. Είναι αισθήσεις, βλέμματα και γεύσεις φιλιών που αντηχούν Ελύτη και Σεφέρη, που έχουν τη δροσιά της «βανίλιας υποβρύχιο» κάτω από τις μουριές της αυλής βουτηγμένες σε κρυστάλλινο νερό, με ήχους από ένα τάβλι στο βάθος που κλείνει οργισμένα μέσα σε πανδαιμόνιο γέλιων και πειραγμάτων. Ο χαμένος κερνάει τις μπίρες το βράδυ στην πλατεία.
Ελληνικό καλοκαίρι που ακυρώνει τον χειμώνα που έρχεται και αμβλύνει τον χειμώνα που πέρασε. Που κρατά μέσα του την προσμονή για τα καλύτερα που θα έρθουν. Που πρέπει να έρθουν. Που τα έχει τόσο ανάγκη αυτός ο λαός. Που τα έχει τόσο ανάγκη αυτός ο τόπος. Ελληνικό καλοκαίρι. Ενα ολόγιομο φεγγάρι στέκεται πάνω από την πλατεία στα Φιλιατρά, ασημίζει τα στενά της παλιάς πόλης στα Χανιά. Δικό μου, δικό μας. Τα στερεότυπά μας δεν τα κατατρέχουν αριθμοί· ξεχειλίζουν από αρώματα, από γέλια ανθρώπων, από ονόματα και τόπους ερώτων. Κάπου ένα βιβλίο γράφεται για τον έρωτα, για την πολιτική και τον πόλεμο και είναι η πρώτη Κυριακή του Αυγούστου. Τίποτα δεν έχει χαθεί!
Σπύρος Ν. Λίτσας
Ενα όμορφο στερεότυπο είναι το ελληνικό καλοκαίρι. Που το φαγητό έχει ουσιαστική γεύση, που όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα ωραίο χαμόγελο, που όλα τα απογεύματα έναν ήχο χαρμολύπης από το τελευταίο χτύπημα της καμπάνας του Αϊ-Γιώργη στον εσπερινό. Ενα αληθινό στερεότυπο είναι το ελληνικό καλοκαίρι. Και όσοι ζήσαμε και τα άλλα, τα βόρεια, αν και δικά μας, αν και τα θυμόμαστε πάντα με αγάπη, δεν τα ερωτευτήκαμε ποτέ.
Ελληνικό καλοκαίρι. Κάποτε βαφτίστηκε άχαρα «τα μπάνια του λαού». Μου άφηνε μια πικρή γεύση αυτός ο χαρακτηρισμός, ώσπου σε ένα μπάνιο στις Κεχριές, νεοσύλλεκτος στην Κόρινθο -υποχρεωτική απογευματινή έξοδος ακριβώς απέναντι από το στρατόπεδο-, κατάλαβα τι δεν μου άρεσε. Η οχλοποίηση σε μια συνθήκη που είναι τόσο όμοια αλλά και τόσο διαφορετική για τον καθένα από εμάς. Για εμάς που είχαμε χωριό δίπλα στη θάλασσα, για φίλους που έμαθαν το καλοκαίρι στο βουνό, για τους λίγους που έμεναν στην πόλη και έμαθαν να λατρεύουν τον άδειο θερινό στο ΕΚΡΑΝ ή στο Θησείο, με τους δρόμους να αντηχούν την απουσία και το αστικό να περνά αραιά και πού.
Ελληνικό καλοκαίρι. Με όλη την οικογένεια, όλες οι γενιές να κάθονται ξανά γύρω από το μεσημεριανό τραπέζι. Με την ένταση του χειμώνα να εξαφανίζεται τις νύχτες. Ελληνικό καλοκαίρι, ακόμα κι αν από μακριά ετοιμάζεται να ξεσπάσει καταιγίδα. Δεν μας νοιάζει. Τουλάχιστον όχι τώρα. Καλοκαίρι γαρ.
Πάρτε ένα βιβλίο και γεμίστε τις σελίδες του, εκεί που ενώνεται η κάθε σελίδα με την επόμενη, άμμο ή βότσαλα. Το ελληνικό καλοκαίρι δεν είναι τόπος. Είναι παιδική μνήμη. Είναι σίγουρα φως. Είναι σίγουρα σκηνές, στιγμές ζωής σε μια αδιάκοπη φασματογραφία αναμνήσεων. Είναι αισθήσεις, βλέμματα και γεύσεις φιλιών που αντηχούν Ελύτη και Σεφέρη, που έχουν τη δροσιά της «βανίλιας υποβρύχιο» κάτω από τις μουριές της αυλής βουτηγμένες σε κρυστάλλινο νερό, με ήχους από ένα τάβλι στο βάθος που κλείνει οργισμένα μέσα σε πανδαιμόνιο γέλιων και πειραγμάτων. Ο χαμένος κερνάει τις μπίρες το βράδυ στην πλατεία.
Ελληνικό καλοκαίρι που ακυρώνει τον χειμώνα που έρχεται και αμβλύνει τον χειμώνα που πέρασε. Που κρατά μέσα του την προσμονή για τα καλύτερα που θα έρθουν. Που πρέπει να έρθουν. Που τα έχει τόσο ανάγκη αυτός ο λαός. Που τα έχει τόσο ανάγκη αυτός ο τόπος. Ελληνικό καλοκαίρι. Ενα ολόγιομο φεγγάρι στέκεται πάνω από την πλατεία στα Φιλιατρά, ασημίζει τα στενά της παλιάς πόλης στα Χανιά. Δικό μου, δικό μας. Τα στερεότυπά μας δεν τα κατατρέχουν αριθμοί· ξεχειλίζουν από αρώματα, από γέλια ανθρώπων, από ονόματα και τόπους ερώτων. Κάπου ένα βιβλίο γράφεται για τον έρωτα, για την πολιτική και τον πόλεμο και είναι η πρώτη Κυριακή του Αυγούστου. Τίποτα δεν έχει χαθεί!
Σπύρος Ν. Λίτσας