Γιώργος Παυλόπουλος
Ας ξεκαθαρίσουμε, καταρχήν, κάτι: όπως
έχουν σήμερα τα πράγματα, η κυβέρνηση δεν κινδυνεύει να πέσει εξαιτίας
της διαφωνίας για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Πέρα από το ότι δεν
βγαίνουν τα νούμερα στη Βουλή, δεν υπάρχει η σχετική πολιτική βούληση
από αυτούς που διαμαρτύρονται, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ.Παρ'
όλα αυτά, το θέμα είναι σοβαρό και προκαλεί τριγμούς και μάλιστα σε μια
περίοδο που, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, έχουν αυξηθεί οι πολίτες που
εμπιστεύονται το τρικομματικό σχήμα στο τιμόνι της χώρας. Γιατί,
λοιπόν, επέλεξε ο πρωθυπουργός να προκαλέσει τριγμούς και να χαλάσει την
καλή εικόνα; Και, για να πάμε ένα βήμα παραπέρα, γιατί έδωσε τη
δυνατότητα στους εταίρους του να διαφοροποιηθούν και μάλιστα
εμφανιζόμενοι ως πιο δημοκράτες από αυτόν; Προφανώς, θα είχε κάποιο λόγο
για να το κάνει...
Μήπως ο Αντ. Σαμαράς συμπαθεί κρυφά τη Χρυσή
Αυγή; Μήπως βρίσκεται σε εξέλιξη προσπάθεια προσέγγισης των δύο
κομμάτων, ενδεχομένως με τη διαμεσολάβηση κάποιων Νεοδημοκρατών οι
οποίοι είναι αποδεκτοί στον χώρο της Ακροδεξιάς; Ή μήπως ο Μιχαλολιάκος
έχει εισέλθει σε τροχιά εκδημοκρατισμού και δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι;
Προφανώς, τίποτε από αυτά δεν είναι αλήθεια. Αυτό που συμβαίνει, όμως,
είναι ότι ο Σαμαράς αντιγράφει τη συνταγή την οποία εφάρμοσαν, στο
πρόσφατο παρελθόν, ηγέτες όμορων (δεξιών) κομμάτων σε άλλες ευρωπαϊκές
χώρες, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τη δική τους Ακροδεξιά. Διότι
ναι μεν αυτού του είδους τα πολιτικά μορφώματα μπορεί να αποδειχθούν
πολύτιμα για το σύστημα σε περιόδους μεγάλων κρίσεων και κοινωνικών
εκρήξεων, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του παρακράτους, ωστόσο η ταχεία και
ανεξέλεγκτη ενίσχυσή τους μπορεί, εν δυνάμει, να απειλήσει ολόκληρο το
παραδοσιακό οικοδόμημα -μαζί με αυτούς που το διαχειρίζονται.
Τι
έκαναν, λοιπόν, ο Νικολά Σαρκοζί στη Γαλλία και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι
στην Ιταλία; Πολύ απλά, προσπάθησαν να ενσωματώσουν βασικά στοιχεία της
πολιτικής των ακροδεξιών και ξενοφοβικών σχημάτων στις θέσεις και το
πρόγραμμα των δικών τους κομμάτων -και, σε γενικές γραμμές, τα
κατάφεραν.
Στη Γαλλία, συγκεκριμένα, η «τρομοκρατική» επίδοση του
Ζαν-Μαρί Λεπέν στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2002, όταν
είχε καταφέρει να αποκλείσει από το δεύτερο γύρο τον υποψήφιο των
Σοσιαλιστών, Λιονέλ Ζοσπέν, ανάγκασε το σύστημα να ανασκουμπωθεί. Αφού ο
Ζακ Σιράκ κέρδισε πανηγυρικά την προεδρία παίζοντας το χαρτί της
«δημοκρατικής πανστρατιάς», στη συνέχεια έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο
«ξεδοντιάσματος» του Εθνικού Μετώπου. Ενα σχέδιο το οποίο συνέχισε ο
Σαρκοζί, μετά το 2007, με τις θεωρίες περί μηδενικής ανοχής απέναντι
στους μετανάστες που κυριαρχούν στα προάστια του Παρισιού, αλλά και με
την εχθρική του στάση έναντι του Ισλάμ.
Έτσι, ανάγκασε την κόρη
του Λεπέν, προκειμένου να ανακάμψει, να στρέψει το κέντρο βάρους της
αλλού: στο ευρώ και την κυριαρχία των Γερμανών. Κι εδώ, αποδεικνύεται
ότι ο φίλος του Σαρκοζί, ο Μπερλουσκόνι, είναι πιο διορατικός και
ικανός: Αρχικά, κατάφερε να διαλύσει τη νεοφασιστική Εθνική Συμμαχία του
Τζανφράνκο Φίνι, ενσωματώνοντάς την στον Λαό της Ελευθερίας το 2007.
Στη συνέχεια, εγκαίρως, διάνθισε τον πολιτικό λόγο του με αντι-ευρώ και
αντιγερμανικές «κορόνες», αναγνωρίζοντας το ρεύμα που δημιουργείται στην
ιταλική κοινωνία και τραβώντας, έτσι, το χαλί κάτω από τα πόδια της
Ακροδεξιάς και των εθνικιστών της Λίγκας του Βορρά.
Κάτι ανάλογο επιχειρεί ο Σαμαράς, κλείνοντας το μάτι στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής.