31 Μαΐου 2013
«Δεν ξέρω και δεν με ενδιαφέρει ποιος είσαι»
Του Αθανασιου Ελλις
Το χθεσινό πέρασμα έξω από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, στην Ουάσιγκτον, ήταν το έναυσμα για να έρθει στη σκέψη μια από τις πληγές της σύγχρονης Ελλάδας, η απουσία ισονομίας.
Η Αμερική έχει πολλά τρωτά και μπορεί κανείς να αφιερώσει άπειρο χρόνο ασκώντας κριτική σε αυτά. Ομως, ένας βασικός συνεκτικός κρίκος και πυλώνας της εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνίας είναι η αίσθηση ισονομίας που επικρατεί. Προφανώς υπάρχουν ατέλειες, προφανώς γίνονται εξυπηρετήσεις, προφανώς σημειώνονται ατασθαλίες. Είναι αυτονόητο ότι δεν είναι όλα νόμιμα. Αλλά υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση ότι, σε μεγάλο βαθμό, οι πολίτες είναι ίσοι έναντι του νόμου.
Δεν έχει σημασία εάν είσαι κόρη του προέδρου της Αμερικής. Εάν οδηγείς υπό την επήρεια αλκοόλ, θα συλληφθείς. Δεν έχει σημασία εάν είσαι επώνυμος δισεκατομμυριούχος, γνωστή ηθοποιός ή δήμαρχος της πρωτεύουσας. Ο απλός αστυνομικός που ανακαλύπτει κάποια παράβαση έχει τη θεσμική ισχύ και πλήρη κάλυψη της υπηρεσίας του για να προβεί στις ενέργειες που προβλέπονται, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ταυτότητα του παραβάτη.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, οι «επώνυμοι» και οι γνωστοί και φίλοι τους απολαμβάνουν μια ιδιότυπη ασυλία που δεν είναι μόνον άδικη, είναι και προκλητική και έχει συντελέσει στην ηθική διολίσθηση που έχει βιώσει η χώρα τις προηγούμενες δεκαετίες με καταστροφικές συνέπειες για την κοινωνική συνοχή, ενώ έχει συμβάλει και στα αδιέξοδα της οικονομίας καθώς η συμπεριφορά κρατικοδίαιτων δήθεν μεγαλοεπιχειρηματιών έχει αλλοιώσει την έννοια του υγιούς ανταγωνισμού.
Μια επιπρόσθετη συνέπεια της πρακτικής αυτής είναι η εύλογη έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και η απαξίωση των πολιτικών, των κρατικών λειτουργών, των δικαστών και όλων εκείνων που συνθέτουν το «σύστημα».
«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» είναι η γνωστή «προειδοποίηση» που εκτοξεύουν κάποιοι που αντλούν την ισχύ και το θράσος τους από την ανομία και τη σήψη που ευφυώς έχουν καλλιεργήσει στον τρόπο που λειτουργεί η χώρα, ώστε να απολαμβάνουν πρώτοι αυτοί τα οφέλη και να βρίσκονται στο απυρόβλητο. Ελπίζεται ότι η προσαρμογή που επιβάλλεται στην ελληνική κοινωνία την τελευταία τριετία δεν θα περιορισθεί στη βίαιη περικοπή μισθών και τις αυξήσεις φόρων, αλλά θα επεκταθεί και στην εξάλειψη αυτού του φαινομένου.
Θυμάμαι, όταν πριν από μερικά χρόνια βρισκόμουν στο αεροδρόμιο της Ουάσιγκτον και περίμενα να περάσω από τον έλεγχο για να πάω στη Νέα Υόρκη, όπου διεξαγόταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Μπροστά μου βρισκόταν ο Χαβιέ Σολάνα. Ο αστυνομικός του αεροδρομίου τον είχε αναγκάσει να περάσει τρεις φορές από έλεγχο. Είχε βγάλει παπούτσια, σακάκι, ζώνη. Η διαδικασία συνεχιζόταν. Τόλμησα να ψιθυρίσω στον αστυνομικό που διενεργούσε τον έλεγχο «μην ανησυχείτε, ο κύριος είναι υπουργός Εξωτερικών της Ευρώπης. Δεν κινδυνεύουμε». Με άγριο ύφος μού απάντησε: «Κύριε, δεν ξέρω και δεν με ενδιαφέρει ποιος είναι. Θα κάνει αυτό που λέει ο νόμος, αλλιώς δεν μπαίνει στο αεροπλάνο». Θυμήθηκα την περίπτωση γνωστού Ελληνα πολιτικού και πρώην υπουργού, ο οποίος είχε καταγγείλει «στοχοποίησή του» και είχε δημιουργήσει επεισόδιο όταν αστυνομικός του αεροδρομίου επέμενε να περάσει από το μηχάνημα ανίχνευσης μετάλλων.
Θα κλείσω με ακόμη ένα περιστατικό που έζησα. Ηταν Φεβρουάριος του 1998. Ημασταν στην είσοδο του Λευκού Οίκου. Σε λίγη ώρα θα έδιναν κοινή συνέντευξη Τύπου ο Μπιλ Κλίντον και ο Τόνι Μπλερ. Μπροστά μου βρισκόταν ο Στρόουμπ Τάλμποτ, αναπληρωτής υπ. Εξωτερικών, ο οποίος μάλιστα, λόγω απουσίας της Μαντλίν Ολμπράιτ στη Μέση Ανατολή, εκτελούσε χρέη υπουργού. Ο φρουρός δεν του επιτρέπει να εισέλθει γιατί το όνομά του δεν υπάρχει στον σχετικό κατάλογο που έχει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Ο Τάλμποτ δέχεται την απόφαση νηφάλια, βγαίνει από τη σειρά και τηλεφωνεί στη γραμματέα του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Της εξηγεί το πρόβλημα και της ζητεί να στείλει το όνομά του στην αρμόδια υπηρεσία του Λευκού Οίκου. Καθώς έχω περάσει τον έλεγχο και περπατώ στον κήπο του Λευκού Οίκου, κοιτάζω πίσω μου και βλέπω τον επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας να περιμένει σιωπηλά να διευθετηθεί το θέμα ώστε να εισέλθει στον Λευκό Οίκο και προσπαθώ να φανταστώ ένα ανάλογο περιστατικό στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου ο αστυνομικός υπηρεσίας θα απαγόρευε την είσοδο στον τότε υπουργό Εξωτερικών, Θεόδωρο Πάγκαλο...