31 Μαΐου 2013

Οι Αγωγοί της Τουρκικής Ειρήνης

Του Μάριου Ευρυβιάδη*
Η καταναγκαστική διπλωματία που η Τουρκία εξασκεί συνεχώς κατά της Κύπρου είναι πολυεπίπεδη και εκφράζεται με διάφορους τρόπους,  μέσω του τύπου και σε διάφορα φόρα από εκπροσώπους και ενεργούμενους του ισλαμο-κεμαλικού πλέον καθεστώτος της Άγκυρας.  Στην ουσία η διπλωματία αυτή στοχεύει και απευθύνεται σε δύο κέντρα αποφάσεων, τις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον. Θεωρητικά θα έπρεπε να προσθέσουμε και δύο ακόμη τέτοια κέντρα, το Λονδίνο και τα Ηνωμένα Έθνη. Για το Λονδίνο δεν χρειάζονται σχόλια. Ως προς τον ΟΗΕ, τη Γραμματεία του δηλαδή, αυτή έχει πλέον καταντήσει ανδράποδο που  λογοδοτεί και ελέγχεται από το Λονδίνο, την Ουάσινγκτον και την Άγκυρα. Η δε παρουσία του Αλεξάντερ Ντάουνερ ως ειδικού αντιπροσώπου του ΟΗΕ στη Κύπρο, αποτελεί προσωποποίηση και ζωντανή μαρτυρία για την κατάντια της Γραμματείας του ΟΗΕ αλλά, δυστυχώς, και της κυπριακή πλευρά  που τον ανέχεται.

Ωστόσο, άμεσος στόχος της Τουρκικής διπλωματίας δεν είναι το καθ’ αυτό κυπριακό. Είναι το ενεργειακό.  Η Τουρκία επείγεται άμεσα  να προκαταλάβει εξελίξεις που εάν  αρχίσουν να υλοποιούνται θα περιορίσουν δραστικά τον ρόλο της ως κομβικού ενεργειακού διαμετακομιστή. Κάτι τέτοιο δεν θα μειώσει μόνο το  ειδικό βάρος της Τουρκίας να διαπραγματεύεται από θέση ισχύος και να καταναγκάζει, αλλά θα έχει και σημαντικές αρνητικές συνέπειες στην οικονομία της.    
Η μεταψυχροπολεμική στρατηγική στόχευση της Τουρκίας και ειδικά μετά την κατασκευή του ενεργειακού αγωγού Μπακού- Τυφλίδα - Τσεϊχάν (Baku- Tiflis- Ceyhan, BTC)  είναι να καταστεί ενεργειακός μονοπωλιακός άρχοντας και τροφοδότης της Ευρώπης με μη Ρωσικής προέλευσης πετρέλαιο και υγραέριο, εκτός  εάν και αυτό διακινείται μέσω Τουρκίας.  Η πολυδάπανη κατασκευή του αγωγού BTC ( 1995 - 1999) έγινε δυνατή στο πλαίσιο της Αμερικανικής υψηλής στρατηγικής να περιορισθεί στο ελάχιστο το μόνο αποτελεσματικό όπλο της Ρωσίας μεταψυχροπολεμικά, αυτό του τροφοδότη ενέργειας προς την Ευρώπη.  Υπό αυτό το πρίσμα ο αγωγός BTC δεν κατασκευάσθηκε με οικονομικά κριτήρια, αλλά πολιτικά. Κατασκευάστηκε για να δημιουργήσει αρνητικές γεωπολιτικές πραγματικότητες κατά της Ρωσίας  με εργαλείο την Τουρκία.
   
Ταυτόχρονα, ο αγωγός δημιούργησε και γεωπολιτικές πραγματικότητες υπέρ της Τουρκίας. Έτσι τα τελευταία χρόνια η Τουρκία  προσπαθεί να εφαρμόσει μια ενεργειακή στρατηγική που να αποκλείει διόδους προς την Ευρώπη από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες και τη Μέση Ανατολή, που να μην διασχίζουν την Τουρκία.
   
Η τουρκική στρατηγική αυτή απειλείται από δυο εξελίξεις. Αυτές είναι ο πόλεμος στη Συρία και η ανακάλυψη πλούσιων ενεργειακών αποθεμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, που ξαφνικά κατέστησαν  παίκτες Κύπρο και Ισραήλ.
   
Εάν προσεγγίσουμε τον πόλεμο στην Συρία γεωπολιτικά και υπό το πρίσμα της ενέργειας, η Τουρκική πολιτική γίνεται εύκολα κατανοητή.  Σε πρώτο χρόνο η Άγκυρα επιδίωξε να δορυφοριοποίησει τη Δαμασκό με το «καλό και με τα λόγια» και όταν αυτό απέτυχε, μέσω του καταναγκασμού και της βίας.  Αλλά γιατί; Διότι πριν πολλά χρόνια και προτού διαρρηχθούν οι σχέσεις Ιράκ – Συρίας, λειτουργούσε αγωγός πετρελαίου από το Ιράκ στα Μεσογειακά παράλια της Συρίας. Όταν αυτός έκλεισε οριστικά στις αρχές του 1980, αντικαταστάθηκε από ένα άλλο που κατέληγε πάλι στη Μεσόγειο, αλλά… μέσω Τουρκίας! Η μετά τον πόλεμο του 2003 εγκατάσταση  Σιιτικού καθεστώτος στο Ιράκ, δηλαδή μη- εχθρικού προς τη Δαμασκό, ευνοεί την επαναλειτουργία αγωγού μεταξύ Ιράκ και Συρίας. Μια τέτοια εξέλιξη αφήνει έξω την Τουρκία. Και όχι μόνο. Το 2011, Δαμασκός, Βαγδάτη και Τεχεράνη τούτη τη φορά υπέγραψαν συμφωνία για μεγάλο αγωγό υγραερίου από το Ιράν στη Μεσόγειο. Και αυτή η εξέλιξη αφήνει τη Τουρκία έξω.
   
Χωρίς μια Συρία ελεγχόμενη από την Τουρκία, η Άγκυρα δεν μπορεί να αξιοποιήσει τη στρατηγική  του μονοπωλίου των ενεργειακών δρόμων από τη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη. Ούτε και άλλη Σουνιτικοί σύμμαχοι της Τουρκίας και εχθροί της Δαμασκού, όπως είναι το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία.  
   
Παράλληλα και σχεδόν ταυτόχρονα η Τουρκία βρέθηκε αντιμέτωπη  και με ένα καινούργιο κίνδυνο  κατά της μονοπωλιακής της ενεργειακής στρατηγικής, τούτη την φορά από τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου, που ούτε αυτά μπορεί να ελέγξει. Η ρήξη Τουρκίας Ισραήλ διήρκησε τόσο χρονικό διάστημα όσο ήταν αρκετό (α) για να υπογραφεί δεσμευτική συμφωνία μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ σε ζητήματα ΑΟΖ, και (β) να πείσει ακόμη και τους πιο τουρκόλαγνους Ισραηλινούς ότι δεν μπορούν να τοποθετήσουν τα ενεργειακά τους  αυγά σε τουρκικό καλάθι, δηλαδή μέσω από την Τουρκία ελεγχόμενου αγωγού.
   
Είναι σ’ αυτό το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα με την Τουρκία να τρέχει να προκαταλάβει κινήσεις Κύπρου και Ισραήλ, μαζί ή ξεχωριστά, που θα προδιαγράφουν αρνητικές για την Τουρκία εξελίξεις.
   
Έναντι της Κύπρου το πράττει με τους γνωστούς της τρόπους, απειλώντας, εκβιάζοντας και προσπαθώντας να κερδίσει Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον.  Και έναντι στο Ισραήλ, υποσχόμενη άμεσα κέρδη λόγω των  ενεργειακών αναγκών της Τουρκίας.  Σε προπαγανδιστικό επίπεδο και με στόχο Κύπρο και Ισραήλ προβάλλει το προσωπείο του παραγωγού ειρήνης και σταθερότητας. Χαρακτηριστικές της προσέγγισης  αυτής είναι οι επαναλαμβανόμενες δηλώσεις του Υπουργού Ενέργειας της Τουρκίας Τανέρ Γιλντίζ. Όλοι λέει θα βγουν κερδισμένοι εφόσον ακολουθηθεί  η  μόνη οικονομικά συμφέρουσα αλλά και  κατά την Άγκυρα νομικά κατοχυρωμένη λύση. Αυτή θεωρείται η κατασκευή  αγωγών μέσω Τουρκίας. Μία είναι λοιπόν η λύση- η Τουρκική. Όπως και στη περίπτωση της Συρίας. Οτιδήποτε άλλο που αποκλείει την Τουρκία, παρουσιάζεται ως παράνομο, πολιτικά αποσταθεροποιητικό αλλά και αντιοικονομικό. Μόνο η Τουρκική ειρήνη νομιμοποιείται να υπάρχει και να  ανακατανέμει αγαθά και δικαιοσύνη.
   
Είναι ευτύχημα για τη Κύπρο που η Ιερουσαλήμ δεν άγεται πλέον από Τουρκικά σύνδρομα. Όσο πιο πολύ το Ισραήλ υιοθετεί στρατηγικές αυτονομίες στον ενεργειακό τομέα, ανάλογα θα ενισχύεται και η θέση της Κύπρου. Και η λογική  ότι χωρίς τη Τουρκία, δηλαδή χωρίς μια Τουρκική ειρήνη στη Κύπρο, δεν μπορεί η Κύπρος να εκμεταλλευτεί τον φυσικό της πλούτο , ακόμη και να υπάρχει ως κράτος, θα πάρει και αυτή την δική της νομοτελειακή άγουσα.

* Ο Μάριος Ευρυβιάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο