Η επιλογή του προέδρου Μπαράκ
Ομπάμα να τοποθετήσει τον Τζον Κέρι επικεφαλής της αμερικανικής
διπλωματίας στη δεύτερη θητεία του στον Λευκό Οίκο, άνοιξε το δρόμο στο
φιλέλληνα Δημοκρατικό γερουσιαστή Μπομπ Μενέντες να διεκδικήσει με
αξιώσεις την προεδρία στην πανίσχυρη Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της
Γερουσίας.
Ο κουβανικής καταγωγής γερουσιαστής, που επανεκλέχθηκε πρόσφατα
στην Πολιτεία του Νιου Τζέρσεϊ, διατηρεί στενές σχέσεις με το
ελληνοαμερικανικό λόμπι και πρωτοστατεί στην προώθηση των ελληνικών
θεμάτων στο Κογκρέσο.
* Τι σημαίνει η δεύτερη θητεία Ομπάμα για θέματα που αφορούν την Ελλάδα, όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό, η ονομασία των Σκοπίων, το ενεργειακό, το Πατριαρχείο;
«Πιστεύω ότι ο πρόεδρος Ομπάμα αντιλαμβάνεται το σημαντικό ρόλο της Ελλάδας ως συμμάχου των ΗΠΑ και το πόσο σημαντική είναι η συνεργασία μας, αν λάβουμε υπόψη το ότι οι στρατιωτικές μας βάσεις βρίσκονται στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι είναι αρκετά ευαίσθητος σε ό,τι αφορά τα παραπάνω ζητήματα και ειδικά από τη μεριά του Κογκρέσου, όσοι από εμάς εργαζόμαστε εκεί και προσπαθούμε να ενισχύσουμε το θετικό κλίμα σχετικά με αυτά τα θέματα, στο πρόσωπο του Ομπάμα βρίσκουμε κατανόηση και συνεργασία.
Αντιλαμβάνεται πλήρως και κατανοεί ότι μοιραζόμαστε τους ίδιους στόχους περί θρησκευτικής ελευθερίας και της δυνατότητας του Οικουμενικού Πατριαρχείου να ελέγχεται καθαρά από την εκκλησία και όχι από την κυβέρνηση της Τουρκίας,για την επανένωση της Κύπρου, την αναγκαιότητα της σταθερότητας στο Αιγαίο, καθώς και το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει υπάρξει μακροχρόνιος σύμμαχος των ΗΠΑ και ότι αυτό αποτελεί αναγκαίο συσταστικό για τις σχέσεις μας με τον υπόλοιπο κόσμο».
* Εκτιμάτε ότι θα συνεχίσει να υποστηρίζει την Ελλάδα στο θέμα της αντιμετώπισης του χρέους»;
«Ο πρόεδρος Ομπάμα καταλαβαίνει πλήρως τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν η ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός στην προσπάθειά τους να επαναφέρουν τη σταθερότητα και να χτίσουν θεμέλια για μια σταθερή οικονομία μέσα από σκληρές περικοπές. Είμαι σίγουρος ότι θα στηρίξει την Ελλάδα και τις δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν γιατί θέλει να τη δει και πάλι να προοδεύει ξανά».
* Μεταξύ των Ελληνοαμερικανών υπάρχει όμως δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι δεν κράτησε τις υποσχέσεις του.
«Δεν είμαι σε θέση να μιλήσω εκ μέρους του Ομπάμα. Πιστεύω ότι η αμέλεια οφείλεται κυρίως στο ότι οι γενικότερες εξελίξεις στον κόσμο, σε συνδυασμό με τις εγχώριες οικονομικές κρίσεις, τους δύο πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν, τη σύλληψη του Μπιν Λάντεν, η όλο και αυξανόμενη πυρηνική απειλή του Ιράν και η επιθυμία του για δημιουργία πυρηνικών όπλων, όλα αυτά τα ζητήματα έχουν βάλει μερικά πολύ σημαντικά ελληνικά ζητήματα σε αναμονή.
Το ζήτημα της Κύπρου καθώς και το Μακεδονικό ζήτημα είναι πολύ σημαντικά, καθώς από αυτά εξαρτάται η σταθερότητα της περιοχής και μια αναστάτωση στα Βαλκάνια είναι το τελευταίο πράγμα που θέλουμε. Παρ' όλ' αυτά πιστεύω ότι στη δεύτερη θητεία Ομπάμα, με την οικονομία να αναπτύσσεται και τις ΗΠΑ να έχουν αποχωρήσει από το Ιράκ και να μειώνουν την παρουσία τους στο Αφγανιστάν, πιστεύω ότι τα ελληνικά ζητήματα θα έχουν προτεραιότητα και εμείς θα φροντίσουμε για αυτό».
* Το αγκάθι όμως για την επίλυση και την προώθησή τους σκοντάφτει πάντα στο γεγονός ότι η Τουρκία αντιμετωπίζεται ως προνομιακός συνομιλητής στην Ουάσιγκτον.
«Η Τουρκία πάντα θα προκαλεί επιπλοκές στην εξίσωση της διακυβέρνησης των ΗΠΑ. Αρκετοί πιστεύουν ότι η Τουρκία είναι σημαντικός σύμμαχος και σε μερικές περιπτώσεις έχει επαληθευτεί, σε άλλες πάλι όχι όπως θα περιμέναμε. Για παράδειγμα, οι διαμάχες της με Ισραήλ και Κύπρο και οι ισχυρισμοί της ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν σε εξερεύνηση για πετρέλαιο και φυσικό αέριο, η σταθερή άρνηση για απελευθέρωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τον έλεγχό της και οι συζητήσεις περί θρησκευτικής ελευθερίας. Από την άλλη, η θέση που έχει λάβει στο θέμα της Συρίας είναι ενθαρρυντική, αλλά σε σχέση με το Ιράν όχι.
Στην ουσία η Τουρκία θα μπορούσε να αποτελεί έναν καλό σύμμαχο για τις ΗΠΑ αλλά μέχρι στιγμής οι προσδοκίες μας δεν έχουν ικανοποιηθεί και αυτό, για όσους από εμάς συμμετέχουμε στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, αποτελεί βασικό ζήτημα».