dimanche 20 janvier 2013, par Karabel Jerome, [Βασιλοπούλου Κορίνα (μτφ)]
Υπόθεση Πετρέους, ένταση στη Μέση Ανατολή, ανάγκη
συμφωνίας με τους Ρεπουμπλικάνους για τη μείωση των ελλειμμάτων. Η
έναρξη της δεύτερης θητείας του Μπαράκ Ομπάμα τον βρίσκει με μια βαριά
φορτωμένη ατζέντα. Σε ποια κοινωνική βάση θα μπορεί να στηριχθεί για να
αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που τον αναμένουν ;Από τότε που ξέσπασε ο
Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος πριν από 150 χρόνια μέχρι σήμερα, μόνο
τέσσερεις πρόεδροι από το Δημοκρατικό Κόμμα επανεξελέγησαν στο αξίωμά
τους : ο Γούντροου Γουίλσον, ο Φράνκλιν Ντιλέινο Ρούσβελτ, ο Μπιλ
Κλίντον και ο Μπαράκ Ομπάμα. Ανάμεσα σε αυτούς τους τέσσερεις, μόνο δύο
κέρδισαν και τις δυο φορές την προεδρία με πάνω από το 50% των ψήφων. Ο
πρώτος ήταν ο Ρούσβελτ ενώ ο Μπαράκ Ομπάμα, στις 6 Νοεμβρίου του 2012,
ήταν ο δεύτερος.
Η νίκη του Ομπάμα ήταν ιστορικής σημασίας, ωστόσο, δεν
ήταν εκείνη η καταιγιστική επανεκλογή που στο παρελθόν μπορούσε να
σηματοδοτήσει και τον επαναπροσδιορισμό της χώρας χάρη σε μια « μείζονα
πολιτική νέα συμμαχία » -όχι απλώς, δηλαδή, χάρη σε μια νέα πλειοψηφική
πολιτική συμμαχία, αλλά και « σε βαθιές δομικές αλλαγές » και στη
« δημιουργία μιας νέας κοσμοθεωρίας ή μιας νέας κυρίαρχης ιδεολογίας » [1].
Ίσως τα δύο πλέον αξιομνημόνευτα παραδείγματα για τέτοιες συντριπτικές
εκλογικές νίκες τον 20ο αιώνα να ήταν οι θρίαμβοι του Ρούσβελτ το 1936
(61% προς 31%) και του Ρίγκαν το 1984 (58-40%). Αντιθέτως, ο Ομπάμα – ο
οποίος κληρονόμησε τη χειρότερη οικονομική κατάσταση από την εποχή της
Μεγάλης Ύφεσης και αντιμετώπισε ανελέητη αντιπολίτευση από ένα
αντιδραστικό ρεπουμπλικανικό Κόμμα – επανεξελέγη με μια μικρή διαφορά
της τάξης του 3% (51% προς 48%), συγκριτικά με τη μεγαλύτερη των 7
μονάδων διαφορά που είχε πετύχει το 2008 (53% προς 46%). Αν αυτή είναι η
« Ανερχόμενη Δημοκρατική Πλειοψηφία » την οποία εξήραν το 2002 ο John
Judis και ο Ruy Teixeira στο ομώνυμο βιβλίο τους [2], τότε δείχνει ακόμα ιδιαίτερα εύθραυστη.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά συμπεράσματα των τελευταίων
εκλογών ήταν η αδυναμία του Ομπάμα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του,
να αμβλύνει τις φυλετικές διαφορές που μαστίζουν την Αμερική από την
απαρχή της. Ως υποψήφιος το 2008, ο Ομπάμα φαινόταν να είναι σε μοναδική
θέση για να αλλάξει τον φυλετικό χαρακτήρα της αμερικανικής πολιτικής –
χάρη στην καταγωγή του που πατά τόσο στη λευκή όσο και στη μαύρη
Αμερική, στην ηρεμία του και το συμφιλιωτικό ταμπεραμέντο του (σε
αντίθεση με τον Τζέσε Τζάκσον, τον μαύρο υποψήφιο για το χρίσμα των
Δημοκρατικών το 1984 και το 1988), καθώς και στο ενωτικό του μήνυμα. Ο
Ομπάμα έλαβε το 43% της λευκής ψήφου το 2008 (όπως και ο Κλίντον το
1996). Κανένας δημοκρατικός δεν είχε πετύχει καλύτερα αποτελέσματα
μεταξύ των λευκών από το 1976, όταν ο Τζίμι Κάρτερ, με καταγωγή και ο
ίδιος από τον βαθύ Νότο, υποστηρίχθηκε από το 47% των λευκών ψηφοφόρων.
Ως το 2012, εκείνο το νούμερο είχε πέσει κάτω από το 40%, ενώ είχε
αναδυθεί ένα φυλετικό χάσμα της τάξης του 20%, με το 59% των λευκών να
ψηφίζουν υπέρ του Ρόμνεϊ και 39% υπέρ του Ομπάμα. Θα έλεγε κανείς ότι
επιστρέψαμε στα χρόνια του Ρίγκαν, όταν ο πρώην κάου-μπόι του Χόλυγουντ
εγκαινίαζε τη δεύτερη θητεία του έχοντας λάβει το 64% της ψήφου των
λευκών.
Στη Λευκή Αμερική σήμερα, η απλή αλήθεια είναι ότι οι
εκάστοτε προεδρικές εκλογές σημαίνουν γενναία ποσοστά για τους
Ρεπουμπλικάνους. Από το 2000, η απόκλιση για τους Ρεπουμπλικάνους δεν
ήταν ποτέ μικρότερη των 12 μονάδων (2000 και 2008) και στην καταιγιστική
επανεκλογή του Ρίγκαν το 1984, οι λευκοί προτίμησαν τον ρεπουμπλικανό
υποψήφιο με 29 μονάδες διαφορά (64% έναντι 35%).
Η έξοδος των WASP (White Anglo-Saxon Protestant/ Λευκοί
Αγγλοσάξωνες Προτεστάντες) από το Δημοκρατικό Κόμμα έχει βαθιές ρίζες
και χρονολογείται τουλάχιστον από το 1964, όταν το ίνδαλμα των
Ρεπουμπλικάνων, ο Μπάρι Γκολντγουότερ, με την αντίθεσή του στο Νόμο για
τα Πολιτικά Δικαιώματα, πέτυχε εντυπωσιακές νίκες στο Μισισιπή, στην
Αλαμπάμα, στη Τζόρτζια, στη Νότια Καρολίνα και στη Λουϊζιάνα. Εάν υπήρχε
η όποια αμφιβολία για την κεντρική θέση που κατείχαν στην ευρύτερη
στρατηγική του Ρεπουμπλικανικού κόμματος τα φυλετικά μηνύματα προς τους
λευκούς ψηφοφόρους, αυτή έληξε το 1980, όταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν εγκαινίασε
την προεκλογική του εκστρατεία με μια γενναία υπεράσπιση των
« δικαιωμάτων των πολιτειών » [3]
σε μια ομιλία του στη Φιλαδέλφεια του Μισισιπή – στην ίδια ακριβώς πόλη
όπου είχαν δολοφονηθεί 16 χρόνια νωρίτερα οι εργάτες και μάρτυρες του
αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα Τζέιμς Τσένι, Αντριου Γκούντμαν και
Μάικλ Σουέρνερ. Το « δίκαιο των πολιτειών » ήταν βέβαια μια καλά
κωδικοποιημένη διατύπωση το νόημα της οποίας – η άρνηση της αναγνώρισης
της ίσης πολιτικής μεταχείρισης μεταξύ λευκών και μαύρων – δεν διέφευγε
από κανένα. Αυτή η έμμεση ευλογία που δόθηκε στις πολιτικές του
φυλετικού διαχωρισμού εδραίωσε τη δημοτικότητα του Ρόναλντ Ρίγκαν στο
« Βαθύ Νότο ».
Ποια κυβερνητική πλειοψηφία
Η μεγάλη πλειοψηφία που πέτυχαν στους κόλπους του λευκού
εκλογικού σώματος βοήθησαν τους Ρεπουμπλικάνους να παραμείνουν στην
εξουσία ως το 1992 οπότε ο Μπιλ Κλίντον, επίσης Νότιος, μετατόπισε το
Δημοκρατικό Κόμμα προς την κεντροδεξιά. Το κατόρθωμα του Κλίντον και
στις δύο νίκες του ήταν να συγκρατήσει την ψήφο των μαύρων, μειώνοντας
παράλληλα το προβάδισμα των Ρεπουμπλικανών μεταξύ των λευκών. Η δική του
φόρμουλα, η οποία έδινε έμφαση στο « τέλος του κράτους πρόνοιας με τη μορφή που το γνωρίζαμε »,
είχε έτσι σχεδιαστεί ώστε να αμβλύνει τις φυλετικές ανησυχίες των
λευκών και όντως κατάφερε να δημιουργήσει ρήγματα στις συμμαχίες των
Ρεπουμπλικάνων, χωρίς ωστόσο να δημιουργήσει μια καθαρή δημοκρατική
πλειοψηφία.
Ως το 2008, με το έθνος ολοένα περισσότερο απογοητευμένο
με τον πόλεμο του Μπους στο Ιράκ και με τα προβλήματα στην οικονομία να
διογκώνονται, το εκλογικό τοπίο είχε βελτιωθεί σημαντικά για τους
Δημοκρατικούς. Ο Ομπάμα, με τον αέρα που του προσέφερε η έγκαιρη
αντίθεσή του στον πόλεμο στο Ιράκ, η εξαιρετική ρητορική του ικανότητα, η
μοναδική οικογενειακή του ιστορία, μια εντυπωσιακά οργανωμένη
προεκλογική εκστρατεία και ο παθιασμένος ενθουσιασμός των υποστηρικτών
του, τις επιθυμίες των οποίων είχε κατακτήσει χάρη στο ασαφές, αλλά
εμπνευσμένο κάλεσμα για « ελπίδα » και « αλλαγή », κέρδισε το χρίσμα του
Δημοκρατικού Κόμματος, γεγονός που τον έφερε ένα βήμα πριν την εκλογή
του ως του πρώτου μαύρου προέδρου του έθνους. Οι λευκοί ψηφοφόροι της
εργατικής τάξης ωστόσο, ιδιαίτερα σε βιομηχανικές πολιτείες όπως η
Πενσιλβάνια και το Οχάιο, αποδείχθηκαν ανθεκτικοί στη γοητεία του Ομπάμα
ψηφίζοντας μαζικά τη Χίλαρι Κλίντον στη φάση των προκριματικών εκλογών.
Η νίκη του Ομπάμα επί του Μακέιν στις προεδρικές εκλογές
του 2008 συνιστούσε μια εντυπωσιακή πρωτιά ιστορικών διαστάσεων (ποιος
θα φανταζόταν ότι ένας μαύρος με το όνομα Μπαράκ Χουσεϊν Ομπάμα θα
εκλεγόταν πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ;). Εν μέσω των πανηγυρισμών
για την εκλογή του ως ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στην ιστορία της χώρας,
έμοιαζε ανάρμοστο να αναρωτηθεί κανείς μήπως, παρόλα αυτά, το χρώμα του
δέρματός του είχε κάποιο αρνητικό αντίκτυπο στο μέγεθος της νίκης του
(53% έναντι 46%). Ο πολιτικός επιστήμονας από το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα,
Μάικλ Σ. Λιούις-Μπεκ και οι συνάδελφοί του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι
« σε μια κοινωνία χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις, ο Ομπάμα θα είχε πετύχει, κατά πάσα πιθανότητα, μια συντριπτική νίκη » [4]
Υπάρχει μια μικρή ομάδα λευκών Αμερικανών – ίσως κάπου
ανάμεσα στο 3%-5% - οι οποίοι, με βάση τις γενικές πολιτικές και
ιδεολογικές τους θέσεις και τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά, πιθανό
να ψήφιζαν ένα δημοκρατικό υποψήφιο με ανάλογες ιδιότητες αν ήταν
λευκός. Με δεδομένη την τεταμένη φυλετική ιστορία της Αμερικής, είναι
εντυπωσιακό – και ταυτόχρονα, ενθαρρυντικό – ότι ο αριθμός τους είναι
τόσο μικρός.
Ωστόσο, αν και η προκατάληψη απέναντι στους μαύρους
παραμένει ένα από τα χαρακτηριστικά της αμερικανικής πολιτικής, αυτή
πλέον λειτουργεί μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό φυλετικό και εθνικό
σκηνικό σε σχέση με τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν επινοήθηκε η
« Στρατηγική του Νότου ». Εκείνη την εποχή, οι λευκοί αποτελούσαν πάνω
από το 90% του εκλογικού σώματος. Το 2012, οι λευκοί ψηφοφόροι ήταν μόνο
72%.
Η πρόσκληση « αυτοαπέλασης » προς τους ξένους
Στις δημογραφικές αυτές διαφορές βρίσκεται το κλειδί της
νίκης του Ομπάμα : στο εξαιρετικά υψηλό ποσοστό υποστήριξης που έλαβε
όχι μόνο από τους Αφροαμερικανούς (93%), αλλά και από τους Λατίνους
(71%) και τους ασιατικής καταγωγής Αμερικανούς (73%). Μέχρι πρόσφατα, το
να συγκεντρώσει κάποιος λιγότερες από τις τέσσερεις στις δέκα ψήφους
των λευκών – όπως έγινε με τον Ομπάμα το 2012 – θα μπορούσε να αποβεί
μοιραίο. Τώρα όμως, το 44% όλων των ψήφων προς τους Δημοκρατικούς
προέρχεται από μειονότητες, συγκριτικά με το 11% μόλις των ψήφων προς
τους Ρεπουμπλικάνους. Καθώς η ψήφος των μειονοτήτων προορίζεται να
παίξει ένα ολοένα σημαντικότερο ρόλο στην αμερικανική πολιτική, η
« Στρατηγική του Νότου » που εξασφάλισε τη ρεπουμπλικανική κυριαρχία για
ένα τέταρτο του αιώνα μεταξύ 1968 και 1992 – μοιάζει παρωχημένη.
Δεν είναι βέβαιο πάντως, ότι η νέα φόρμουλα των
Δημοκρατικών αποτελεί μια στέρεη βάση για μια « ανερχόμενη δημοκρατική
πλειοψηφία ». Μόλις το 2004, το 44% των ψήφων των Λατίνων πήγαν υπέρ του
Μπους. Και οι γυναίκες, προνομιακός στόχος της τελευταίας καμπάνιας,
είναι πολύ περισσότερο διχασμένες πολιτικά από όσο θα επέτρεπε να
υποθέσουμε η ρητορική των Δημοκρατικών περί του « πολέμου των Ρεπουμπλικανών κατά των γυναικών ». Το 2012, το 44% των γυναικών κι ένα αξιοσημείωτο 56% των λευκών γυναικών ψήφισαν τον Ρόμνεϊ.
Ωστόσο, οι Δημοκρατικοί επί Ομπάμα έχουν κάνει
σημαντικές προόδους σε άλλες ανερχόμενες, από δημογραφική άποψη, ομάδες.
Οι νέοι – τους οποίους προσελκύει ο Ομπάμα με τη φιλελεύθερη πολιτική
του ως προς αναπαραγωγικά δικαιώματα, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων,
την προσπάθειά του να καταστήσει τις πανεπιστημιακές σπουδές πιο
προσιτές καθώς και το χαλαρό προσωπικό του στυλ – διέψευσαν δυο φορές
την κυρίαρχη αντίληψη που ήθελε τους νέους να μην προσέρχονται στην
κάλπη σε ποσοστό ικανό να επηρεάσει ουσιαστικά το εκλογικό αποτέλεσμα.
Οι νέοι ψηφοφόροι από 18 ως 29 ετών ήταν περισσότεροι το 2012 από ό,τι
το 2008 (18% του συνόλου προς 17%) και ψήφισαν στο μεγαλύτερο μέρος τους
τον Ομπάμα (60% το 2012 και 66% το 2008).
Η στροφή υπέρ του Ομπάμα ήταν σημαντική και στους
Ασιάτες από 62% το 2008 στο 73% το 2012. Ως το 1992, το 55% των
ασιατικής καταγωγής Αμερικανών υποστήριζε τον υποψήφιο των
Ρεπουμπλικανών. Μεταξύ δε των Ισπανόφωνων, η υποστήριξη απέναντι στο
Δημοκρατικό Κόμμα αυξάνεται διαρκώς, με αποκορύφωμα τις εκλογές του
2012, πράγμα διόλου παράξενο λαμβάνοντας υπόψη τις διαρκείς αναφορές του
Μιτ Ρόμνεϊ στην « αυτοαπέλαση » των παράνομων μεταναστών.
Είναι πολύ πιθανό οι ψηφοφόροι που σκιαγράφησαν πριν από
10 χρόνια οι Judis και Teixeira στο « Η ανερχόμενη δημοκρατική
πλειοψηφία » – ψηφοφόροι προερχόμενοι από μειονότητες, ανάμεσά τους
μαύροι, Λατίνοι και Ασιάτες, γυναίκες, κυρίως εργαζόμενες, ανύπαντρες
και με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και επαγγελματίες – να αποτελούν τώρα μια
συμμαχία η οποία ενδεχομένως να κυριαρχήσει στην Αμερική τα επόμενα
χρόνια. Κατά ένα περίεργο τρόπο, ο σπόρος αυτής συμμαχίας φυτεύτηκε στα
τέλη της δεκαετίας του ‘60 από την ίδια τη « Στρατηγική του Νότου », η
οποία επέτρεψε στο ρεπουμπλικανικό κόμμα να κυβερνήσει για τόσο μεγάλο
διάστημα. Αλλά, στο πολύ διαφορετικό δημογραφικό πλαίσιο του 21ου αιώνα,
το λευκό χρώμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (περίπου το 98% των
αντιπροσώπων στο Εθνικό Συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ήταν
λευκοί) έχει εξελιχθεί σε ένα εν δυνάμει μοιραίο μειονέκτημα.
Κατά τη διάρκεια της μονομαχίας με τη Χίλαρι Κλίντον για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις αρχές του 2008, ο Ομπάμα τόνισε ότι « ο Ρόναλντ Ρίγκαν άλλαξε την πορεία της αμερικανικής πολιτικής με τρόπο που δεν το είχε καταφέρει ο Μπιλ Κλίντον »
και υπογράμμισε τη φιλοδοξία του να γίνει ο πρόεδρος της αλλαγής.
Μολονότι ο Ομπάμα βρίσκεται στο Λευκό Οίκο εδώ και τέσσερα χρόνια, δεν
έχει συμβεί ακόμα καμία τέτοια αλλαγή. Ακόμα και η πολυδιαφημισμένη
μεταρρύθμισή του στο σύστημα υγείας (« Obamacare »), η οποία, σύμφωνα με
εκτιμήσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, θα αφήσει χωρίς
ιατρική ασφάλιση 30 εκατομμύρια Αμερικανούς το 2022, [5]
έχει βγει λαβωμένη εξαιτίας της αντιδραστικής πολιτικής των
Ρεπουμπλικάνων. Αλλά, και η στρατηγική του προέδρου να διαπραγματεύεται
μυστικά συμφωνίες με τις φαρμακευτικές και νοσοκομειακές βιομηχανίες
αντί να υποστηρίξει τα δίκαια του αμερικανικού λαού, δεν είναι άσχετη με
αυτή την ημι-αποτυχία [6].
Σε αντίθεση με τον Θίοντορ Ρούσβελτ ή με τον Φράνκλιν
Ρούσβελτ, που και οι δυο τους είχαν τη βούληση να αντιπαρατεθούν στα
μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της εποχής τους, στην προσπάθεια να
επιβάλλουν την ευρύτερη ατζέντα τους, ο Ομπάμα κινείται πολύ προσεκτικά
στην προσέγγισή του με τις μεγάλες επιχειρήσεις, κάτι που μπορεί να
είναι μεν στοιχείο του χαρακτήρα του, αλλά και που προδίδει μια πολιτική
παράδοσης ή, αν μη τι άλλο, συστηματικού συμβιβασμού. Αν έχει πράγματι
την φιλοδοξία, όπως δηλώνει, να γίνει ο πρόεδρος της αλλαγής, θα πρέπει
να μάθει να συγκρούεται με την τεράστια συσσώρευση οικονομικών και
πολιτικών εξουσιών που χαρακτηρίζει την εποχή μας.
Notes
[1]
Σε σχέση με την έννοια των « πολιτικών συμμαχιών » διαβάστε John Judis
και Ruy Teixeira « The Emerging Democratic Majority », New York City,
Scribner, 2002.
[2] όπ.π.
[3]
States’ rights : όρος που αναφέρεται στο δικαίωμα της εκάστοτε
πολιτείας σύμφωνα με το άρθρο 10 του συντάγματος να ασκεί τη δική της
πολιτική σε θέματα που δεν προσδιορίζει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση
[4]
Michael S. Lewis Beck, Charles Tien, and Richard Nadeau. « Obama’s
Missed Landslide : A Racial Cost ? », « PS : Political Science and
Politics », τεύχος 43, νούμερο 1, Ουάσινγκτον 2010
[5]
Congressional Budget Office, « Estimates for the Insurance Coverage
Provisions of the Affordable Care Act Updated for the Recent Supreme
Court Decision. Ουάσινγκτον », Ιούλιος 2012. Για τη στρατηγική
διαπραγμάτευσης του Ομπάμα με τις εταιρίες του κλάδου της ιατρικής βλ.
Paul Starr, « Remedy and Reaction », New Haven : Yale University Press,
2011, σελ. 194-238
[6] Charles Krauthammer. « The Choice », « The Washington Post », 1 Νοεμβρίου 2012