Τον τελευταίο καιρό
ακούγονται διάφορα για την πιθανότητα μονομερών ελληνικών ενεργειών στο
Αιγαίο, ειδικά σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Τέτοιου είδους
μονομερείς ενέργειες προέρχονται από τη γνωστή εθνικιστική σχολή σκέψης
στην Ελλάδα που στόχο έχει να δυναμιτίσει την ελληνοτουρκική ύφεση που
παραπαίει τα τελευταία χρόνια. Η άποψη περί μονομερών ενεργειών φαίνεται
να μη γνωρίζει το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική. Στη Σύμβαση
του Δικαίου της Θάλασσας (1982) τα σχετικά άρθρα είναι ξεκάθαρα στο θέμα
αυτό. Τόσο στην περίπτωση της υφαλοκρηπίδας όσο και την περίπτωση της
ΑΟΖ όταν πρόκειται για κράτη με αντικείμενες ή γειτνιάζουσες ακτές δεν
νοείται μονομερής οριοθέτηση από ένα παράκτιο κράτος, αλλά η από κοινού
οριοθέτηση στη βάση συμφωνίας (κατόπιν διαπραγματεύσεων) ή με προσφυγή
για οριοθέτηση με τις άλλες μεθόδους ειρηνικής επίλυσης των διαφορών
(Διεθνές Δικαστήριο Χάγης, Δικαστήριο Αμβούργου για το Δίκαιο της
Θάλασσας, διαιτητικό δικαστήριο, συνδιαλλαγή, μεσολάβηση, κ.ά.).
Το ζητούμενο δεν είναι να οδηγηθούμε και πάλι στην ελληνοτουρκική αντιπαλότητα που βλάπτει και τις δύο χώρες και σημαίνει συνέχιση των εξωφρενικών εξοπλισμών (που βλάπτουν ειδικά την Ελλάδα στη δεινή οικονομική θέση που βρίσκεται, βλ. εύστοχο άρθρο Γιάννη Καρτάλη, 13-1-2013), αλλά να επιλύσουμε το ταχύτερο τη διένεξη του Αιγαίου και έτσι να μπορούν και οι δύο χώρες του Αιγαίου να εκμεταλλευτούν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του (αν βέβαια είναι εκμεταλλεύσιμες). Αν μη τι άλλο, μια οριστική επίλυση θα αποδέσμευε τεράστια ποσά που τώρα ξοδεύονται για εξοπλισμούς (εν πολλοίς άσκοπους), πτήσεις-αναχαιτίσεις πολεμικών αεροσκαφών και ανάλογες δαπανηρές δραστηριότητες από τα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού.
Ενας νέος ουσιαστικός διάλογος με στόχο την επίλυση στο άμεσο μέλλον δεν μπορεί να αρχίσει από το μηδέν, αλλά πρέπει να στηριχθεί στους προηγούμενους δύο ουσιαστικούς διαλόγους μεταξύ των δύο χωρών, στις συνομιλίες του 1976-81 και του 2002-3. Ειδικά στις τελευταίες η προσπάθεια αυτή ναυάγησε, κυριολεκτικά στο παρά πέντε, λόγω ελληνικών εκλογών και ανάληψης της εξουσίας από την περιδεή στην εξωτερική πολιτική κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή το 2004.
Από τον διάλογο της περιόδου 1976-1981 συνάγονται ορισμένες πολύτιμες κατευθυντήριες γραμμές στη λογική, θα έλεγα, ενός «μεγάλου πακέτου»:
1. Το Αιγαίο Πέλαγος δεν αποτελεί «ελληνική λίμνη», σαν να μην υπήρχε άλλη παράκτια χώρα στη θάλασσα αυτή.
2. Η επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας με διαπραγματεύσεις ή παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔ).
3. Στόχος της επίλυσης σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα η ανεύρεση μιας δίκαιης λύσης.
4. Η τουρκική υφαλοκρηπίδα δεν θα πρέπει να περικυκλώνει ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
5. Η ελληνική υφαλοκρηπίδα δεν θα πρέπει να
κλείνει τις υπάρχουσες τέσσερις εξόδους της Τουρκίας στην ανοικτή
θάλασσα του Αιγαίου.
6. Η Ελλάδα δεν θα επεκτείνει μονομερώς την
αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 10 ή 12 ναυτικά μίλια (αφού άλλωστε δεν είναι
μόνη της στο Αιγαίο και δεν πλέουν μόνο ελληνικά πλοία στη θάλασσα
αυτή).
7. Η ανάγκη εναρμονισμού του ελληνικού εναέριου
χώρου με την αιγιαλίτιδα της ζώνης όπως συμβαίνει με όλες ανεξαιρέτως
τις παράκτιες χώρες στον κόσμο.
8. Ο μη περιορισμός της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας
(ανοικτή θάλασσα) στο Αιγαίο Πέλαγος το οποίο αποτελεί σημαντικότατο
κόμβο για τη διεθνή ναυσιπλοΐα.
9. Η επίλυση του ζητήματος της
αποστρατιωτικοποίησης των νήσων του ανατολικού Αιγαίου στη βάση της
αίσθησης ασφάλειας και για τις δύο χώρες.
10. Η μη δημιουργία ΑΟΖ στο Αιγαίο.
Οι δεύτερες συνομιλίες ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2002 σε συνέχεια της Απόφασης της Συνόδου Κορυφής του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999). Η Τουρκία έγινε υποψήφια χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, υπό τον όρο - κατόπιν απαιτήσεως της κυβέρνησης Σημίτη - ότι θα επιλύονταν οι συνοριακές διαφορές της με την Ελλάδα (βλ. Αιγαίο). Στις συνομιλίες του 2002-3 υπήρξε σύγκλιση στα εξής σημεία, εν είδει «μικρού πακέτου»: (1) η παραπομπή του θέματος της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο, (2) η μερική επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης πέρα από τα 6 μίλια για την ελληνική ηπειρωτική χώρα και ενδεχομένως και για τα νησιά που βρίσκονται πλησίον της Ελλάδας, εφόσον η επέκταση αυτή δεν θα έκλεινε την ανοικτή θάλασσα του Αιγαίου, και (3) η ταυτόχρονη εναρμόνιση του ελληνικού εναερίου χώρου με την αιγιαλίτιδα ζώνη που θα είχε συμφωνηθεί.
Καταλήγοντας, το κλειδί για την επίλυση της χρονίζουσας διένεξης του Αιγαίου είναι (α) η αποδοχή από την Ελλάδα ότι το Αιγαίο δεν είναι - και δεν μπορεί ποτέ να γίνει - «ελληνική θάλασσα» (μια και η Ελλάδα δεν είναι η μόνη παράκτια χώρα) και (β) η αποδοχή από την Τουρκία ότι η Ελλάδα έχει περισσότερα ερείσματα στο Αιγαίο (λόγω των πολλών νησιών) και ότι ως εκ τούτου δεν χωράει διαμοιρασμός του Αιγαίου στο δύο ως προς την υφαλοκρηπίδα, την ΑΟΖ ή την εναέρια κυκλοφορία (FIR). Για όσους γνωρίζουν σε βάθος τη διένεξη του Αιγαίου το κλειδί βρίσκεται στα 6 μίλια της αιγιαλίτιδας ζώνης. Αν η Ελλάδα παρέμενε σε αυτά (όπως συνιστούσαν οι σοφοί περί τα ελληνοτουρκικά, πρέσβεις Βύρων Θεοδωρόπουλος και Ιωάννης Τζούνης) τότε η επίλυση των διαφορών του Αιγαίου επ' ωφελεία και των δύο χωρών, θα ήταν παιχνιδάκι.
Ο κ. Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας δύο βιβλίων για τη διένεξη του
Αιγαίου: «Ασπονδοι γείτονες. Ελλάδα -Τουρκία: Η διένεξη του Αιγαίου» (Ι.
Σιδέρης, 2007) και «The Greek-Turkish Conflict in the Aegean: Imagined
Enemies» (Palgrave/Macmillan, 2010).