Έχει γίνει πολύς λόγος για τον προσανατολισμό της χώρας, τη σχέση μας με τους εταίρους, την κρίση αλληλεγγύης, το έλλειμμα δημοκρατίας ανάμεσα στο «Βορρά και το Νότο»,την τύχη της διαπραγμάτευσης, την πορεία της χώρας προς την τελική έκβαση της συμφωνίας με τους δανειστές κ.ο.κ.Αυτή η συζήτηση όσο και να μοιάζει σχετικά καινούρια με αφορμή την είσοδο αλλά και την αναγκαία έξοδο της χώρας από την “εποχή των μνημονίων” δεν είναι κανούρια όσο φαίνεται. Αποτελεί τη συνέχεια μιας παλαιάς συζήτησης επαναφέροντας επί τάπητος τα κρίσιμα ζητήματα ταυτότητας και αυτογνωσίας του ελληνικού λαού.Και αυτά επανέρχονται στο προσκήνιο κάθε φορά που κλονίζονται οι ισορροπίες της χώρας μας με τους εταίρους στην Ευρωπαϊκή επικράτεια με συνέπεια να αναζωπυρώνονται τα ίδια στερεοτυπικά σχήματα: «είμαστε έθνος ανάδελφον», «ανήκουμε εις τη Δύσιν» «είμαστε σταυροδρόμι πολιτισμών», «είμαστε τα σύνορα της Ευρώπης», «είμαστε η πατρίδα της δημοκρατίας», «δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης», «η Ελλάδα δεν είναι οικόπεδο» κ.ο.κ. Είναι σαφές πως κάθε σχήμα από τα τόσα που υπάρχουν καλείται να υπηρετήσει τη συγκεκριμένη σκοπιμότητά του και κατόπιν αυτού επιστρέφει στη συλλογική λήθη μέχρι να χρησιμοποιηθεί ξανά και ανάλογα με την περίσταση.
Τα ερώτηματα όμως παραμένουν. «Πού εδράζεται η χρόνια κακοδαιμονία μας»; «Πώς διαμορφώνεται αυτή η θολή και αντιφατική αυτοεικόνα μας»; «Γιατί δεν «φύγαμε ποτέ» από την Ευρώπη που όσο και αν μας έχει πληγώσει άλλο τόσο μας κρατά κοντά της;» «Πώς φτάσαμε στο χείλος του γκρεμού και ποιο το δικό μας μερίδιο ευθύνης;» «Ποια Ευρώπη επιτέλους θέλουμε; «των εργαζομένων ;», «των αγορών;», «της φτώχειας και του αποκλεισμού;», «της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής ;»…
Οι θεωρητικές εκδοχές και οι ασκήσεις ρητορικής δίνουν και παίρνουν. Για ό,τι έχει συμβεί, φταίνε: «οι τέσσερις αιώνες τουρκοκρατίας», «η έλλειψη ενός γνήσιου διαφωτισμού» «το μοντέλο της νόθας αστικοποίησης», «οι κυβερνήσεις της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης» «ο διεθνής ιμπεριαλισμός και οι προστάτιδες δυνάμεις». Φταίνε «οι δικτατορίες», «ο εμφύλιος πόλεμος και το πολιτισμικό τραύμα που μάς κληροδότησε», «η έλλειψη κοινωνικών συμβολαίων», «η ανεπαρκής μας παιδεία», «η δοτή και καχεκτική μας δημοκρατία», «η απουσία σοβαρής εθνικής αστικής τάξης», «η παγκοσμιοποίηση, ο ιμπεριαλισμός και η αποικιοκρατία»…
Είναι σαφές πως ίχνη «ιστορικής αλήθειας» ή «θεωριών συνωμοσίας» μπορεί ο καθένας να αναγνωρίσει σε όλες τις εκδοχές που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, ανάλογα πάντα και από το ιδεολογικό πρίσμα μέσα από το οποίο προσεγγίζει την πραγματικότητα. Το ερώτημα όμως παραμένει; Θα αναμετρηθούμε με αυτήν την αντιφατική συνείδηση ώστε να αποκτήσουμε κάποτε τη δύναμη να αποτινάξουμε τα συμπλέγματα κατωτερότητας, να οργανωθούμε ως συλλογικό υποκείμενο και από την άλλην να επανακτήσουμε εκείνο το κεφάλαιο της χαμένης εθνικής αυτογνωσίας. Θα κατανοήσουμε επιτέλους αυτό «πολιτισμικό αμάλγαμα» των πολλών, ετερόκλητων και ταυτόχρονα αντιφατικών μας ταυτοτήτων, δεδομένων και δυνατοτήτων με στόχο να αναμετρηθούμε επιτέλους με τον ίδιο μας «το συλλογικό εαυτό»; Θα βγούμε επιτέλους από αυτό το τούνελ με όρους εθνικής αξιοπρέπειας χαράσσοντας την προοπτική ενός αναπτυξιακού οράματος για τον τόπο και τους ανθρώπους του;
Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας, η ιστορική και πολιτισμική της κληρονομία, ο εθνικός της πλούτος, το ανθρώπινό της δυναμικό όχι μόνο υστερούν, αντίθετα υπερβαίνουν κατά πολύ τους διεθνείς μέσους όρους. Και αυτό οι Ευρωπαίοι και οι «διεθνείς παίκτες» το γνωρίζουν βαθιά μέσα τους. Εκτός των άλλων, «η ελληνική ιδιαιτερότητα» αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί θεμέλιο λίθο τόσο του Ευρωπαϊκού κεκτημένου όσο και της Ευρωπαϊκής προοπτικής.Οι «47 σελίδες» της ελληνικής κυβέρνησης προς τους θεσμούς συγκροτούν από μόνες τους ένα αναπόφευκτα “σκληρό κείμενο” που απαιτεί θυσίες και χρόνια υπομονής.
Ταυτόχρονα όμως, αποτελούν και την τελευταία «κόκκινη γραμμή» όχι μόνο της Ελλάδας απέναντι στους διανειστές της αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης, αν η ίδια θέλει να τιμήσει το παρελθόν της και κυρίως να διαμορφώσει τους όρους μιας αισιόδοξης προοπτικής για το μέλλον των λαών της. Είναι σαφές πως η μάχη που δίνεται όλους αυτούς τους μήνες, γίνεται με άνισους όρους σε με μια Ευρώπη που αποδεικνύεται δέσμια της γερμανικής εμμονής στη λιτότητα, τη δημοσιονομική πειθαρχία και τον οικονομικό καταναγκασμό που επιβάλλουν οι δανειστές. Στη δεδομένη συγκυρία, σε μια διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα που τα πάντα είναι υπό αίρεση, η Ευρώπη οφείλει να ξανασκεφτεί τον προσανατολισμό της και να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με «το ανοικτό και ανολοκλήρωτο project της νεωτερικότητας και του διαφωτισμού».
Ας κοιτάξουμε γύρω μας. Η παλινόρθωση της ακροδεξιάς, του εθνικισμού και του αντιευρωπαϊσμού περιμένει αδηφάγα στη γωνία της Ιστορίας: «Εθνικό Μέτωπο» (Λεπέν) στη Γαλλία, «Κόμμα Ανεξαρτησίας» (Φάρατζ) στο Ηνωμένο Βασίλειο, το νεοναζιστικό κόμμα «Jobbik» στην Ουγγαρία, «Κίνημα 5 Αστέρων» (Γκρίλο) και «Λέγκα του Βορρά» (Σαλβίνι) στην Ιταλία, «Κόμμα των Ελευθέρων» (Στράχε) στην Αυστρία, … συνθέτουν το σκοτεινό ψηφιδωτό μιας δυναμικής, που αν δεν αποδυναμωθεί άμεσα, η Ευρώπη και οι λαοί της θα πληρώσουν ακριβά τη λιτότητα, τη λαιμαργία των αγορών, τον πολιτικό νεοσυντηρητισμό και κυρίως την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Το παράδειγμα της Ελλάδας αυτό ακριβώς είναι αναγκαίο να υπενθυμίσει στην άνιση Ευρώπη : ούτε την αγνωμοσύνη, ούτε την ελεημοσύνη αλλά την αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη που αξίζει ο κάθε της λαός.
Του Νίκου Φωτόπουλου
Επίκουρου Καθηγητή Κοινωνιολογίας
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας