Του Χρήστου Ιακώβου*
Το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών επηρεάζει δύο καυτά, γεωπολιτικής φύσεως, ζητήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία αυτή την περίοδο. Το πρώτο είναι ο τρόπος που θα καθορίσει η Άγκυρα τη σχέση της με τους Κούρδους, τόσο εντός Τουρκίας όσο και εκτός (Συρία και Ιράκ). Το δεύτερο αφορά το βαθμό συμμετοχής της στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας.Ό,τι τεκταίνεται σήμερα στην Τουρκία έχει ιδιαίτερη σημασία σε πολλά επίπεδα. Από γεωπολιτικής πλευράς, ενώ αποδυναμώνεται η κυριαρχία της χαρισματικής προσωπικότητας του Ερντογάν, επί της οποίας οικοδομήθηκε η νέα τουρκική εξωτερική πολιτική του στρατηγικού βάθους, η Τουρκία βρίσκεται περιτριγυρισμένη από διενέξεις και καθηλωμένη από επιλογές που δεν υλοποιούνται στο βαθμό, που ο ίδιος ο Ερντογάν να μένει ικανοποιημένος.
Συγκεκριμένως, στα νότια και νοτιοανατολικά της χώρας βρίσκονται σε εξέλιξη οι εμφύλιοι πόλεμοι στη Συρία και στο Ιράκ, με αβέβαιη την επιτυχία των τουρκικών πολιτικών. Βορείως, στην άλλη πλευρά της Μαύρης Θάλασσας, βρίσκεται σε εξέλιξη ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος ενδυναμώνει γεωστρατηγικώς τη Ρωσία, σε μία περιοχή όπου οι Τούρκοι έχουν πολλαπλά συμφέροντα. Βορειοανατολικώς της Τουρκίας υπάρχει μια συνεχής χαμηλής έντασης διαμάχη μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, όπως επίσης και εύθραυστη ανακωχή στη Γεωργία.
Στα δυτικά βρίσκεται η Ελλάδα αντιμέτωπη με ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την επίλυση της οικονομικής της κρίσης, η εξέλιξη της οποίας μπορεί να προκαλέσει γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδος προς τη Ρωσία. Ο Τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, ο πιο στενός εσωκομματικός συνεργάτης του Ερντογάν και εμπνευστής της πολιτικής του στρατηγικού βάθους είχε διακηρύξει μια πολιτική μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες. Ωστόσο σήμερα συμβαίνει το αντίθετο.
Η Τουρκία στην εποχή των κεμαλικών ήταν προσεκτική ώστε να μην σύρεται στις διενέξεις της περιοχής γιατί αυτό θα έθετε σοβαρά προβλήματα για την ασφάλεια και την εδαφική της ακεραιότητα. Αντιθέτως, η Τουρκία του Ερντογάν σύρθηκε πολιτικώς και διπλωματικώς στις νότιες διενέξεις, αποφεύγοντας μέχρι τώρα την άμεση στρατιωτική ανάμειξη.
Επειδή εντείνονται αυτές οι εμπόλεμες διενέξεις, ειδικώς νοτίως της χώρας, αυξάνεται το ενδεχόμενο να πληγούν και τα τουρκικά σύνορα, λόγω της περιφερειακής διάστασης που λαμβάνει το κουρδικό ζήτημα στη Μέση Ανατολή, προκαλώντας την εμπλοκή της Τουρκίας. Η Τουρκία δεν πρόκειται να αποφύγει την εμπλοκή της στις περιοχές νοτίως της χώρας. Το πώς θα εμπλακεί και το τι θα κάνει δεν αφορά μόνο τη Συρία και το Ιράκ αλλά γεωστρατηγικώς ενδιαφέρει το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ και, ιδιαιτέρως, τις ΗΠΑ. Συνεπώς το θέμα γίνεται γεωστρατηγικώς πολύπλοκο.
Μετά τις εκλογές, η πρόκληση για την Τουρκία συνίσταται στο ότι ένας αποδυναμωμένος Ερντογάν ή ένας από τους πιθανούς διαδόχους του, δεν θα διαθέτει το βάρος για τη διατήρηση των ισορροπιών στο εσωτερικό της χώρας, την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η προσπάθεια διεύρυνσης του περιφερειακού ρόλου της χώρας.
Από το 2011, η Τουρκία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια για την ανατροπή του προέδρου Άσαντ. Τα 510-μιλίων τουρκικά σύνορα με τη Συρία δεν έκλεισαν ποτέ για τις ισλαμικές ένοπλες ομάδες, περιλαμβανομένου και του Ισλαμικού Κράτους. Η επιθετική πολιτική απέναντι στο καθεστώς του Άσαντ είναι αποκλειστικώς έμπνευσης του Ερντογάν και του κόμματός του. Τα άλλα τρία κύρια πολιτικά κόμματα στην Τουρκία αντιτάχθηκαν.
Επιπλέον, το κουρδικό Κόμμα της Δημοκρατίας των Λαών, του οποίου η επιτυχία ήταν το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό των εκλογών και το οποίο ταυτίζεται με τα πολιτικά αιτήματα των 2.200.000 Κούρδων της Συρίας, δημιουργεί εντός της Τουρκίας ένα συγκροτημένο πολιτικό μέτωπο που εκτείνεται έξω από τα σύνορα του τουρκικού κράτους. Το κόμμα αυτό έχει τις προοπτικές να λάβει γεωπολιτική διάσταση, εκφράζοντας στη Δύση τα αιτήματα όλων των Κούρδων της Μέσης Ανατολής.
Ένας μετεκλογικός συνασπισμός ή ακόμη κυβέρνηση μειοψηφίας είναι βέβαιο ότι θα καθιστά ασθενέστερη από ό, τι ήταν πριν την τουρκική πολιτική στη Συρία, και ως εκ τούτου πιο αδύναμη να ξεκινήσει επιδρομές κατά του καθεστώτος Άσαντ ή ακόμη να υποστηρίξει τους ισλαμιστές αντάρτες, προκειμένου να επιταχύνει καθεστωτική αλλαγή εκεί.
Πριν από τις εκλογές, η Τουρκία έμοιαζε περισσότερο με μονοκομματικό κράτος το οποίο ταυτιζόταν με τον προσωπικό αυταρχισμό του Ερντογάν και με μεθόδους όπως ο πρόσφατος βομβαρδισμός των γραφείων του κουρδικού κόμματος. Ο Ερντογάν θα επιδιώξει να κάνει την υστάτη αντεπίθεση για να διεκδικήσει εκ νέου το χαμένο έδαφος και να αποκατασταθεί η πολιτική του κυριαρχία, η οποία τραυματίστηκε καθοριστικώς μετά από 13 χρόνια εξουσίας. Το πεδίο της Συρίας δεν φαίνεται να είναι ευνοϊκό. Αυτό που του μένει είναι πουλήσει εθνικισμό εντείνοντας το αντικουρδικό μένος εντός και εκτός Τουρκίας. Ο Ερντογάν θέλει να εξαγοράσει λίγο χρόνο προτού πάει σε πρόωρες εκλογές. Έχει δε και το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική κυβέρνηση που θα μπορούσε ενδεχομένως να σχηματιστεί μεταξύ των τριών κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Η εικόνα όμως του Ερντογάν, αλλά και του κόμματός του, ως μια ασταμάτητη δύναμη σε διαρκή άνοδο έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα και συνεπώς αυτό έχει επιπτώσεις στην ανολοκλήρωτη εξωτερική πολιτική που εγκαινίασε. Απ’ εδώ και πέρα η Τουρκία θα είναι πιο αδύναμη και η νέα φάση πολιτικοποίησης του κουρδικού θα τη βυθίζει ολοένα και περισσότερο στην εσωστρέφεια και στην ανασφάλεια, σε μία περίοδο κατά την οποία έχει δρομολογηθεί η επαναχάραξη συνόρων στη Μέση Ανατολή. Πιστεύω, ότι με τη δυναμική που αναπτύσσει το κουρδικό, ως περιφερειακό πλέον πρόβλημα, η Τουρκία δεν πρόκειται να εξαιρεθεί αυτής της διαδικασίας.
*Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών επηρεάζει δύο καυτά, γεωπολιτικής φύσεως, ζητήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία αυτή την περίοδο. Το πρώτο είναι ο τρόπος που θα καθορίσει η Άγκυρα τη σχέση της με τους Κούρδους, τόσο εντός Τουρκίας όσο και εκτός (Συρία και Ιράκ). Το δεύτερο αφορά το βαθμό συμμετοχής της στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας.Ό,τι τεκταίνεται σήμερα στην Τουρκία έχει ιδιαίτερη σημασία σε πολλά επίπεδα. Από γεωπολιτικής πλευράς, ενώ αποδυναμώνεται η κυριαρχία της χαρισματικής προσωπικότητας του Ερντογάν, επί της οποίας οικοδομήθηκε η νέα τουρκική εξωτερική πολιτική του στρατηγικού βάθους, η Τουρκία βρίσκεται περιτριγυρισμένη από διενέξεις και καθηλωμένη από επιλογές που δεν υλοποιούνται στο βαθμό, που ο ίδιος ο Ερντογάν να μένει ικανοποιημένος.
Συγκεκριμένως, στα νότια και νοτιοανατολικά της χώρας βρίσκονται σε εξέλιξη οι εμφύλιοι πόλεμοι στη Συρία και στο Ιράκ, με αβέβαιη την επιτυχία των τουρκικών πολιτικών. Βορείως, στην άλλη πλευρά της Μαύρης Θάλασσας, βρίσκεται σε εξέλιξη ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος ενδυναμώνει γεωστρατηγικώς τη Ρωσία, σε μία περιοχή όπου οι Τούρκοι έχουν πολλαπλά συμφέροντα. Βορειοανατολικώς της Τουρκίας υπάρχει μια συνεχής χαμηλής έντασης διαμάχη μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, όπως επίσης και εύθραυστη ανακωχή στη Γεωργία.
Στα δυτικά βρίσκεται η Ελλάδα αντιμέτωπη με ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την επίλυση της οικονομικής της κρίσης, η εξέλιξη της οποίας μπορεί να προκαλέσει γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδος προς τη Ρωσία. Ο Τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, ο πιο στενός εσωκομματικός συνεργάτης του Ερντογάν και εμπνευστής της πολιτικής του στρατηγικού βάθους είχε διακηρύξει μια πολιτική μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες. Ωστόσο σήμερα συμβαίνει το αντίθετο.
Η Τουρκία στην εποχή των κεμαλικών ήταν προσεκτική ώστε να μην σύρεται στις διενέξεις της περιοχής γιατί αυτό θα έθετε σοβαρά προβλήματα για την ασφάλεια και την εδαφική της ακεραιότητα. Αντιθέτως, η Τουρκία του Ερντογάν σύρθηκε πολιτικώς και διπλωματικώς στις νότιες διενέξεις, αποφεύγοντας μέχρι τώρα την άμεση στρατιωτική ανάμειξη.
Επειδή εντείνονται αυτές οι εμπόλεμες διενέξεις, ειδικώς νοτίως της χώρας, αυξάνεται το ενδεχόμενο να πληγούν και τα τουρκικά σύνορα, λόγω της περιφερειακής διάστασης που λαμβάνει το κουρδικό ζήτημα στη Μέση Ανατολή, προκαλώντας την εμπλοκή της Τουρκίας. Η Τουρκία δεν πρόκειται να αποφύγει την εμπλοκή της στις περιοχές νοτίως της χώρας. Το πώς θα εμπλακεί και το τι θα κάνει δεν αφορά μόνο τη Συρία και το Ιράκ αλλά γεωστρατηγικώς ενδιαφέρει το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ και, ιδιαιτέρως, τις ΗΠΑ. Συνεπώς το θέμα γίνεται γεωστρατηγικώς πολύπλοκο.
Μετά τις εκλογές, η πρόκληση για την Τουρκία συνίσταται στο ότι ένας αποδυναμωμένος Ερντογάν ή ένας από τους πιθανούς διαδόχους του, δεν θα διαθέτει το βάρος για τη διατήρηση των ισορροπιών στο εσωτερικό της χώρας, την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η προσπάθεια διεύρυνσης του περιφερειακού ρόλου της χώρας.
Από το 2011, η Τουρκία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια για την ανατροπή του προέδρου Άσαντ. Τα 510-μιλίων τουρκικά σύνορα με τη Συρία δεν έκλεισαν ποτέ για τις ισλαμικές ένοπλες ομάδες, περιλαμβανομένου και του Ισλαμικού Κράτους. Η επιθετική πολιτική απέναντι στο καθεστώς του Άσαντ είναι αποκλειστικώς έμπνευσης του Ερντογάν και του κόμματός του. Τα άλλα τρία κύρια πολιτικά κόμματα στην Τουρκία αντιτάχθηκαν.
Επιπλέον, το κουρδικό Κόμμα της Δημοκρατίας των Λαών, του οποίου η επιτυχία ήταν το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό των εκλογών και το οποίο ταυτίζεται με τα πολιτικά αιτήματα των 2.200.000 Κούρδων της Συρίας, δημιουργεί εντός της Τουρκίας ένα συγκροτημένο πολιτικό μέτωπο που εκτείνεται έξω από τα σύνορα του τουρκικού κράτους. Το κόμμα αυτό έχει τις προοπτικές να λάβει γεωπολιτική διάσταση, εκφράζοντας στη Δύση τα αιτήματα όλων των Κούρδων της Μέσης Ανατολής.
Ένας μετεκλογικός συνασπισμός ή ακόμη κυβέρνηση μειοψηφίας είναι βέβαιο ότι θα καθιστά ασθενέστερη από ό, τι ήταν πριν την τουρκική πολιτική στη Συρία, και ως εκ τούτου πιο αδύναμη να ξεκινήσει επιδρομές κατά του καθεστώτος Άσαντ ή ακόμη να υποστηρίξει τους ισλαμιστές αντάρτες, προκειμένου να επιταχύνει καθεστωτική αλλαγή εκεί.
Πριν από τις εκλογές, η Τουρκία έμοιαζε περισσότερο με μονοκομματικό κράτος το οποίο ταυτιζόταν με τον προσωπικό αυταρχισμό του Ερντογάν και με μεθόδους όπως ο πρόσφατος βομβαρδισμός των γραφείων του κουρδικού κόμματος. Ο Ερντογάν θα επιδιώξει να κάνει την υστάτη αντεπίθεση για να διεκδικήσει εκ νέου το χαμένο έδαφος και να αποκατασταθεί η πολιτική του κυριαρχία, η οποία τραυματίστηκε καθοριστικώς μετά από 13 χρόνια εξουσίας. Το πεδίο της Συρίας δεν φαίνεται να είναι ευνοϊκό. Αυτό που του μένει είναι πουλήσει εθνικισμό εντείνοντας το αντικουρδικό μένος εντός και εκτός Τουρκίας. Ο Ερντογάν θέλει να εξαγοράσει λίγο χρόνο προτού πάει σε πρόωρες εκλογές. Έχει δε και το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική κυβέρνηση που θα μπορούσε ενδεχομένως να σχηματιστεί μεταξύ των τριών κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Η εικόνα όμως του Ερντογάν, αλλά και του κόμματός του, ως μια ασταμάτητη δύναμη σε διαρκή άνοδο έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα και συνεπώς αυτό έχει επιπτώσεις στην ανολοκλήρωτη εξωτερική πολιτική που εγκαινίασε. Απ’ εδώ και πέρα η Τουρκία θα είναι πιο αδύναμη και η νέα φάση πολιτικοποίησης του κουρδικού θα τη βυθίζει ολοένα και περισσότερο στην εσωστρέφεια και στην ανασφάλεια, σε μία περίοδο κατά την οποία έχει δρομολογηθεί η επαναχάραξη συνόρων στη Μέση Ανατολή. Πιστεύω, ότι με τη δυναμική που αναπτύσσει το κουρδικό, ως περιφερειακό πλέον πρόβλημα, η Τουρκία δεν πρόκειται να εξαιρεθεί αυτής της διαδικασίας.
*Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών