Συντάκτης: Πέπη Ρηγοπούλου
Στο έργο που έχει διεθνώς αποκληθεί «ελληνική τραγωδία» το λεξιλόγιο του δυσνόητου και του ακατανόητου παίζει έναν σημαντικό ρόλο. Εδώ και πέντε χρόνια τα σπρεντ, τα φαντ, οι οίκοι αξιολόγησης και η τρόικα εισέβαλαν στη δημοσιογραφική γλώσσα τροφοδοτώντας ως σκοτεινοί χρησμοί έναν φόβο δίχως έλεος που έτεινε να ευνουχίσει πολιτικά και κοινωνικά έναν ολόκληρο λαό.Ο λαός αυτός, ο ελληνικός, απέδειξε ωστόσο πως είναι προσβεβλημένος από το μίασμα της πολιτικής ανυπακοής. Πιστός σε μια μακρά παράδοση δημοκρατικής ανταρσίας, ζωντάνεψε με την κατάληψη του Συντάγματος και τις άλλες αντίστοιχες δράσεις του, μια απειλή επιδημίας για την Ευρώπη του Νότου και όχι μόνο και μετέτρεψε ένα κόμμα τού 3 ή του 5% σε κυβέρνηση, καθιστώντας την το φάντασμα που απειλεί τη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων.
Ωστόσο η ευρηματικότητα των εταίρων δεν έχει «κόκκινες γραμμές». Νέα ονόματα/φόβητρα προστίθενται συνεχώς στα παλιά, που αποδείχθηκαν ανεπαρκή σκιάχτρα, ενώ η εμμονή σε κάποια άλλα έχει καταντήσει ψυχαναγκασμός. Κάποιοι «κύκλοι των Βρυξελλών και του Βερολίνου», κάποιοι άλλοι από τα πολιτικά και τα τεχνικά «κλιμάκια», επισείουν διαρκώς τον κίνδυνο «μόλυνσης» της ευρωζώνης από ένα Grexit, ενώ από τις μαραθώνιες συνεδριάσεις, των οποίων το ακριβές περιεχόμενο δεν θα μάθουμε ποτέ, όροι-χαμαιλέοντες αναλαμβάνουν τον ρόλο του τρομοκράτη στο επικοινωνιακό επίπεδο.
Η ελληνική κοινωνία βομβαρδίζεται ανελέητα από αυτούς μέσα σε μια ατμόσφαιρα σκοτσέζικου ντους, όπου το πρωί αγαλλόμαστε για την επικείμενη συμφωνία που δεν θα υπερβαίνει τις «κόκκινες γραμμές» -δηλαδή το όριο επιβίωσης των Ελληνίδων και των Ελλήνων- και το βράδυ πληροφορούμαστε σε διάφορους τόνους ότι βρισκόμαστε σε πλήρες αδιέξοδο.Σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι αυτοκτονίες και οι θάνατοι συνεχίζονται με αυξανόμενους ρυθμούς, αλλά συγχρόνως επιμένει το αίτημα για αξιοπρέπεια και αντίσταση.
Η αλήθεια είναι ότι οι διαπραγματεύσεις συνεχίζουν -όταν δεν διακόπτονται- να πορεύονται σε συνθήκες πλήρους ανισότητας. Από τη μια οι «χρεοφειλέτες», που εναλλάσσουν τον ωμό σαρκασμό, την απειλή και τον εκβιασμό με κάποιες σιβυλλικές ευσπλαχνικές, «φιλάνθρωπες», ρεαλιστικές κ.λπ. δηλώσεις.
Από την άλλη ο λαός μας που ξέρει ή μάλλον διαισθάνεται ότι ενόσω οι εκπρόσωποί του διαπραγματεύονται, οι εταίροι κάνουν τα πάντα για να σφίξουν την οικονομική θηλιά γύρω από τον λαιμό του, μάθημα προς όσους τυχόν αυταπατώνται ότι η αξιοπρέπεια και η αντίσταση είναι ανθρώπινα δικαιώματα. Τη στιγμή αυτή μόνον άλλο ένα κράτος της ευρωζώνης, το κυπριακό, δέχεται αντίστοιχο εκβιασμό με την προσθήκη ότι εκεί η οικονομική απειλή συνδυάζεται με τον Αττίλα και την πίεση ολοκλήρωσης της κατοχής από το νέο «σχέδιο Ανάν».
«Κάνε ό,τι μπορείς για να τελειώνουμε, να πάψει αυτή η αγωνία ενός ακήρυχτου πολέμου, συμβιβάσου έστω και άνευ όρων, μήπως τα πράγματα γίνουν χειρότερα». Αυτή είναι η θηλιά που σφίγγει γύρω από τον λαό μας, που, παρά το σκοτάδι ή το ημίφως στο οποίο είναι βυθισμένος, δείχνει, ας του το αναγνωρίσουμε, σημαντική ψυχραιμία.Ομως έχει έρθει η ώρα για μια αποφασιστική και σοβαρή πολιτική και επικοινωνιακή στροφή των κυβερνώντων, αυτών που από όποια θέση χειρίζονται τις τύχες μας, στον λαό αυτό. Δεν νομίζω ότι αυτό που προέχει είναι σήμερα κάποια «εθνική κυβέρνηση συνασπισμού» που θα φέρει πίσω αυτούς που οι Ελληνες απαξίωσαν λόγω των μέχρι τώρα πολιτικών τους με την ψήφο τους.
Αν χρειαζόμαστε κάτι, είναι όχι μια άλλη κυβέρνηση, αλλά μια ενήμερη, υπεύθυνη και γι’ αυτό ενεργά αντιστεκόμενη κοινωνία. Αυτή έφερε τους σημερινούς κυβερνώντες στη θέση που κατέχουν. Και σ’ αυτήν, σε μια κοινωνία εθνικής σωτηρίας, οφείλουν τώρα εκείνοι να στραφούν για να αντέξουμε. Και θα αντέξουμε.
Στο έργο που έχει διεθνώς αποκληθεί «ελληνική τραγωδία» το λεξιλόγιο του δυσνόητου και του ακατανόητου παίζει έναν σημαντικό ρόλο. Εδώ και πέντε χρόνια τα σπρεντ, τα φαντ, οι οίκοι αξιολόγησης και η τρόικα εισέβαλαν στη δημοσιογραφική γλώσσα τροφοδοτώντας ως σκοτεινοί χρησμοί έναν φόβο δίχως έλεος που έτεινε να ευνουχίσει πολιτικά και κοινωνικά έναν ολόκληρο λαό.Ο λαός αυτός, ο ελληνικός, απέδειξε ωστόσο πως είναι προσβεβλημένος από το μίασμα της πολιτικής ανυπακοής. Πιστός σε μια μακρά παράδοση δημοκρατικής ανταρσίας, ζωντάνεψε με την κατάληψη του Συντάγματος και τις άλλες αντίστοιχες δράσεις του, μια απειλή επιδημίας για την Ευρώπη του Νότου και όχι μόνο και μετέτρεψε ένα κόμμα τού 3 ή του 5% σε κυβέρνηση, καθιστώντας την το φάντασμα που απειλεί τη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων.
Ωστόσο η ευρηματικότητα των εταίρων δεν έχει «κόκκινες γραμμές». Νέα ονόματα/φόβητρα προστίθενται συνεχώς στα παλιά, που αποδείχθηκαν ανεπαρκή σκιάχτρα, ενώ η εμμονή σε κάποια άλλα έχει καταντήσει ψυχαναγκασμός. Κάποιοι «κύκλοι των Βρυξελλών και του Βερολίνου», κάποιοι άλλοι από τα πολιτικά και τα τεχνικά «κλιμάκια», επισείουν διαρκώς τον κίνδυνο «μόλυνσης» της ευρωζώνης από ένα Grexit, ενώ από τις μαραθώνιες συνεδριάσεις, των οποίων το ακριβές περιεχόμενο δεν θα μάθουμε ποτέ, όροι-χαμαιλέοντες αναλαμβάνουν τον ρόλο του τρομοκράτη στο επικοινωνιακό επίπεδο.
Η ελληνική κοινωνία βομβαρδίζεται ανελέητα από αυτούς μέσα σε μια ατμόσφαιρα σκοτσέζικου ντους, όπου το πρωί αγαλλόμαστε για την επικείμενη συμφωνία που δεν θα υπερβαίνει τις «κόκκινες γραμμές» -δηλαδή το όριο επιβίωσης των Ελληνίδων και των Ελλήνων- και το βράδυ πληροφορούμαστε σε διάφορους τόνους ότι βρισκόμαστε σε πλήρες αδιέξοδο.Σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι αυτοκτονίες και οι θάνατοι συνεχίζονται με αυξανόμενους ρυθμούς, αλλά συγχρόνως επιμένει το αίτημα για αξιοπρέπεια και αντίσταση.
Η αλήθεια είναι ότι οι διαπραγματεύσεις συνεχίζουν -όταν δεν διακόπτονται- να πορεύονται σε συνθήκες πλήρους ανισότητας. Από τη μια οι «χρεοφειλέτες», που εναλλάσσουν τον ωμό σαρκασμό, την απειλή και τον εκβιασμό με κάποιες σιβυλλικές ευσπλαχνικές, «φιλάνθρωπες», ρεαλιστικές κ.λπ. δηλώσεις.
Από την άλλη ο λαός μας που ξέρει ή μάλλον διαισθάνεται ότι ενόσω οι εκπρόσωποί του διαπραγματεύονται, οι εταίροι κάνουν τα πάντα για να σφίξουν την οικονομική θηλιά γύρω από τον λαιμό του, μάθημα προς όσους τυχόν αυταπατώνται ότι η αξιοπρέπεια και η αντίσταση είναι ανθρώπινα δικαιώματα. Τη στιγμή αυτή μόνον άλλο ένα κράτος της ευρωζώνης, το κυπριακό, δέχεται αντίστοιχο εκβιασμό με την προσθήκη ότι εκεί η οικονομική απειλή συνδυάζεται με τον Αττίλα και την πίεση ολοκλήρωσης της κατοχής από το νέο «σχέδιο Ανάν».
«Κάνε ό,τι μπορείς για να τελειώνουμε, να πάψει αυτή η αγωνία ενός ακήρυχτου πολέμου, συμβιβάσου έστω και άνευ όρων, μήπως τα πράγματα γίνουν χειρότερα». Αυτή είναι η θηλιά που σφίγγει γύρω από τον λαό μας, που, παρά το σκοτάδι ή το ημίφως στο οποίο είναι βυθισμένος, δείχνει, ας του το αναγνωρίσουμε, σημαντική ψυχραιμία.Ομως έχει έρθει η ώρα για μια αποφασιστική και σοβαρή πολιτική και επικοινωνιακή στροφή των κυβερνώντων, αυτών που από όποια θέση χειρίζονται τις τύχες μας, στον λαό αυτό. Δεν νομίζω ότι αυτό που προέχει είναι σήμερα κάποια «εθνική κυβέρνηση συνασπισμού» που θα φέρει πίσω αυτούς που οι Ελληνες απαξίωσαν λόγω των μέχρι τώρα πολιτικών τους με την ψήφο τους.
Αν χρειαζόμαστε κάτι, είναι όχι μια άλλη κυβέρνηση, αλλά μια ενήμερη, υπεύθυνη και γι’ αυτό ενεργά αντιστεκόμενη κοινωνία. Αυτή έφερε τους σημερινούς κυβερνώντες στη θέση που κατέχουν. Και σ’ αυτήν, σε μια κοινωνία εθνικής σωτηρίας, οφείλουν τώρα εκείνοι να στραφούν για να αντέξουμε. Και θα αντέξουμε.