Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη
Το «Der Spiegel» εμφανίζει την Κύπρο να ακολουθεί την Ελλάδα σε ένα ενδεχόμενο Grexit
- Η Ελλάδα στο παιγνίδι της Τετάρτης αλλά και της επομένης στη Σύνοδο Κορυφής, παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ήταν μόνη απέναντι στους υπολοίπους, στάθηκε με μαχητική αξιοπρέπεια όρθια…
- Η ΑΛΛΗ πλευρά διαπιστώνει πως η Αθήνα δεν μπλοφάρει, αλλά επιμένει μέχρι τέλους και αυτό καθιστά τη νέα ελληνική κυβέρνηση αξιόπιστη, και άρα ικανή και ισχυρή στη μάχη της διαπραγμάτευσης
Το Eurogroup που έλαβε χώραν αυτήν την εβδομάδα προκάλεσε όχι μόνο μια
πρωτοφανή κινητοποίηση του διεθνούς ενδιαφέροντος για το ελληνικό
ζήτημα, αλλά η διαπραγμάτευση της Τετάρτης, καθώς και της επομένης στη
Σύνοδο Κορυφής, εξέπεμπε την αίσθηση ότι τα δύο στρατόπεδα εξαντλούσαν
τις τακτικές και στρατηγικές τους κινήσεις σε μία διάσταση σκακιστικού
παιγνίου, όπου τα περιθώρια ανά πάσα στιγμή της έκβασης της
αντιπαράθεσης έδειχναν να στενεύουν απελπιστικά.
Η Ελλάδα σε αυτό το παιγνίδι, παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ήταν μόνη απέναντι στους υπολοίπους, στάθηκε με μαχητική αξιοπρέπεια όρθια. Στο πλαίσιο αυτό είχαμε την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε και σε πρόσφατη αναφορά μας πως ενώ η Ελλάδα εμφανίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο στριμωγμένη προς στιγμήν, οι εταίροι της, θεσμικοί και μη, να θεωρούν υπερβολικές τις αξιώσεις της και μη ενταγμένες στους κλασικούς συμβατικούς κανόνες που διέπουν το ευρωπαϊκό σύστημα δικαίου και πολιτικής, διεξάγει τη διαπραγμάτευση με προσήλωση στη βασική της στοχοθεσία.
Πολλοί Ευρωπαίοι πολιτικοί, αλλά και η κοινή γνώμη αιφνιδιάστηκαν από την επίμονη και ανυποχώρητη διεκδίκηση της νέας ελληνικής κυβέρνησης για ικανοποίηση των όρων και προϋποθέσεων που, όπως δικαίως υποστηρίζει η Αθήνα, θα μπορέσουν να οδηγήσουν τη χώρα και την κοινωνία στην έξοδο από τη βαθιά κρίση, την εξαθλίωση και την ταπείνωση, μία στάση που καθιστά την Ελλάδα ικανή προς διαπραγμάτευση.
Η άλλη πλευρά διαπιστώνει πως η Αθήνα δεν μπλοφάρει, αλλά επιμένει μέχρι τέλους και αυτό καθιστά τη νέα ελληνική κυβέρνηση αξιόπιστη, και άρα ικανή και ισχυρή στη μάχη της διαπραγμάτευσης.
Υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες που συνηγορούν υπέρ των Αθηνών. Έτσι λοιπόν, εκτός από την εσωτερική νομιμοποίηση της ελληνικής κυβέρνησης που υφίσταται σε πολύ μεγάλο βαθμό υπέρ της Αθήνας στη διαπραγμάτευση των Βρυξελλών, καθώς και το διεθνές ευνοϊκό για την Αθήνα κλίμα σε ευρωπαϊκή και όχι μόνο κοινή γνώμη, υπάρχει ο γεωπολιτικός παράγων, ο οποίος αδιόρατα πλην όμως ισχυρά αποτρέπει τις Βρυξέλλες από το ενδεχόμενο ενός ελληνικού Grexit.
Αυτό σημαίνει πως οι ΗΠΑ ευλόγως τούτη την ώρα για λόγους γεωπολιτικούς υποστηρίζουν την Αθήνα, και μάλιστα σε όλους τους τόνους και σε διάφορα επίπεδα, αφού η μεγάλη σύγχρονη κρίση, που λαμβάνει μορφές πολεμικής κλιμάκωσης, λέγεται «Ουκρανία και διαμόρφωση συνθηκών ενός νέου Ψυχρού Πολέμου ΗΠΑ-Ρωσίας».
Η κυβέρνηση Τσίπρα στα μάτια των Αμερικανών είναι επίφοβη και επιρρεπής, παρά τον διακηρυγμένο ευρωπαϊκό της προσανατολισμό και τη δυτική της προσήλωση, να βρεθεί πολύ κοντά στη Μόσχα σε μια στιγμή σύγκρουσης των Αθηνών με τις Βρυξέλλες, μιας σύγκρουσης που θα οδηγούσε την Αθήνα εκτός Ευρωζώνης και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για τους αναλυτές της Ουάσιγκτον είναι σαφές πως η ελληνική Αριστερά, ανεξαρτήτως της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης, είχε πάντοτε μια μεταφυσική, πλην όμως ικανή να πραγματοποιηθεί ισχυρή προσέγγιση και προσανατολισμό προς τη Μόσχα, όχι μόνο στο ενδεχόμενο σύγκρουσής της με τη Δύση, αλλά ως αντίληψη μιας πολιτικής καλών και ουσιαστικών πολιτικών και οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία.
Οι ισχυροί ιστορικοί δεσμοί, από τον πολιτισμό και την πολιτική έως και την κατά καιρούς ανάπτυξη προοπτικών ευρύτερων γεωπολιτικών ενεργειακών συμμαχιών, δίνουν την αίσθηση της θέλησης των Αθηνών να θεωρεί τη Μόσχα ως εναλλακτική πολιτική προοπτική και δυνάμει σύμμαχό της σε περίπτωση οριστικής ρήξης με το ευρωπαϊκό και το δυτικό στρατόπεδο.
Τούτη την ώρα φυσικά όλα αυτά τα ενδεχόμενα μιας ελληνικής στροφής προς τη Μόσχα παραμένουν στο επίπεδο των ευφυών γεωπολιτικών και στρατηγικών ελιγμών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της πίεσης των Βρυξελλών, οι οποίες είναι υποχρεωμένες σήμερα να δουν την Αθήνα σε κάθε περίπτωση και έναντι παντός τιμήματος ως εταίρο, ο οποίος ήταν και θα παραμείνει εντός της Ευρωζώνης, ακριβώς γιατί το κόστος της εξόδου δεν είναι μόνο οικονομικό, δεν θα φέρει μόνο χιονοστιβάδα διεθνών οικονομικών κραδασμών ενδεχομένως, αλλά μετά βεβαιότητας θα οδηγήσει την Αθήνα σε μια ενεργό οικονομική, πολιτική και στρατηγική ευρύτερα προσέγγιση προς τη Μόσχα, με όλες τις επιπτώσεις για το δυτικό σύστημα ασφαλείας, σε μια περίοδο κατά την οποία οι ΗΠΑ, παρά την εκεχειρία που συμφωνήθηκε πρόσφατα στο Μινσκ, που ήταν και παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη, ετοιμάζονται για ενδεχόμενη στρατιωτική κλιμάκωση με εμπλοκή και των ιδίων στην απολύτως ακατανόητη και ανώφελη για όλους σύγκρουση στην Ουκρανία.
Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε πως ορθώς η ελληνική κυβέρνηση μαζί με άλλες ευρωπαϊκές χώρες θέτουν μεγάλα ερωτηματικά ως προς τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητα των λεγομένων μέτρων εις βάρος της Ρωσίας.
Όμως, επιστρέφοντας στη διαπραγμάτευση, θα λέγαμε πως η Αθήνα έχει μια μεγάλη ευκαιρία να αλλάξει το πλαίσιο της συμφωνίας με τους Ευρωπαίους εταίρους, χωρίς να προκαλεί και χωρίς να τεντώνει επικίνδυνα το σκοινί των απαιτήσεων, έτσι ώστε να λάβει όσα χρειάζεται η χώρα για να ανακάμψει και να επιστρέψει η ελληνική πολιτική στα διεθνή δρώμενα, όχι μόνο από θέση ισχύος και αξιοπρέπειας, αλλά και από μια στάση παραδείγματος έναντι των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, που παρακολουθούν τούτη την ώρα μια ελληνική μάχη υπέρ της αλλαγής των σχέσεων εξουσίας και κυριαρχίας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι ως πολιτικής, οικονομικής και ηθικής διάστασης.
Πέραν πάσης πολιτικής λογικής…
Η ΚΥΠΡΟΣ σύμφωνα με όλα όσα μεταδίδουν οι ανταποκριτές από τη Σύνοδο Κορυφής στήριξε, ως αναμενόταν, την ελληνική υπόθεση, ενώ οι αναφορές του γερμανικού περιοδικού «Der Spiegel» αυτής της εβδομάδας εμφανίζουν την Κύπρο να ακολουθεί την Ελλάδα σε ένα ενδεχόμενο Grexit. Κάτι τέτοιο θα ήταν πέραν πάσης πραγματικότητος και πολιτικής λογικής, καθώς η Κύπρος ακολουθεί πιστά και εφαρμόζει σε μεγάλο βαθμό -με μια υπακοή που εντυπωσιάζει ακόμη και τους γνώστες της κυπριακής πολιτικής κουλτούρας- το μνημόνιο και τις επιταγές της Τρόικας.
Όπως και στην περίπτωση της Ελλάδος, η σημερινή φάση των διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων με έμφαση όμως πάντοτε στο ουκρανικό ζήτημα, που εμπλέκει σταδιακά τις ΗΠΑ, δεν θα επέτρεπε την απώλεια της Κύπρου, που είναι γεωστρατηγικά εξαιρετικά κρίσιμη, καθώς αυτό θα έστελνε και την Κύπρο μαζί με την Ελλάδα στις αγκάλες της Ρωσίας. Η πεποίθησή μας είναι πως όλη αυτή η συζήτηση, καθώς και η κλιμάκωση της φημολογίας για «Grexit» συνιστούν κλασικούς ελιγμούς άσκησης πιέσεων των Βρυξελλών απέναντι στην Ελλάδα.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου