ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Μέχρι το βράδυ της περασμένης Τετάρτης,
η κυβέρνηση Ομπάμα εμφανιζόταν έτοιμη να στείλει σύγχρονα όπλα στο
Κίεβο, γεγονός που απειλούσε να οδηγήσει σε δραματική κλιμάκωση τον
ουκρανικό εμφύλιο πόλεμο, με αμεσότερη ανάμειξη της Ρωσίας και
απρόβλεπτες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Το ενδεχόμενο αυτό
αποσοβήθηκε προσωρινά με τη νέα συμφωνία για κατάπαυση του πυρός που
επετεύχθη στο Μινσκ, κατά την περιπετειώδη σύνοδο των ηγετών Ρωσίας,
Ουκρανίας, Γαλλίας και Γερμανίας. Τίποτα δεν εγγυάται ότι η νέα συμφωνία
θα έχει καλύτερη τύχη από την προηγούμενη εκεχειρία, που συμφωνήθηκε
τον Σεπτέμβριο, για να αποδειχθεί μόνο ένα διάλειμμα μέχρι τον επόμενο
γύρο της σύγκρουσης. Σε κάθε περίπτωση, η Ε.Ε. υπό την ηγεσία του
γαλλογερμανικού ζεύγους εμφανίστηκε να σώζει τις γέφυρες της ειρήνης
στις «δώδεκα παρά πέντε», απέναντι σε μια Αμερική που διακινδύνευε τη
ρήξη.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτή η προσφιλής στα ευρωπαϊκά μίντια εκδοχή ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα. Στην Αμερική πολλοί αμφιβάλλουν κατά πόσον ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν όντως διατεθειμένος να στείλει όπλα στο Κίεβο, πιθανολογώντας ότι επρόκειτο μόνο για ψυχολογικό πόλεμο εναντίον του Πούτιν. Το ίδιο φαίνεται να πιστεύουν και οι Ρώσοι, τουλάχιστον αν κρίνουμε από σχόλιο του ειδησεογραφικού πρακτορείου RIA Novosti, κατά το οποίο Αμερικανοί και Ευρωπαίοι έπαιζαν το γνωστό παιχνίδι «ο κακός και ο καλός αστυνομικός» απέναντι στο Κρεμλίνο. Γεγονός παραμένει ότι Ευρωπαίοι, Ρώσοι και Ουκρανοί είχαν πολύ ισχυρότερους λόγους να επείγονται για την κατάπαυση του πυρός από ό,τι οι Αμερικανοί. Αλλη μια φορά, «it’s the economy, stupid»!
Ας αρχίσουμε από τη Ρωσία. Είναι αλήθεια ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν πήγε στο Μινσκ με ατού τη δυναμική προώθηση των ρωσόφωνων αυτονομιστών στο πεδίο της μάχης τον τελευταίο μήνα. Δεν μπορούσε όμως να αγνοήσει την ανησυχητική αιμορραγία της ρωσικής οικονομίας, εν μέρει λόγω των δυτικών κυρώσεων, κυρίως όμως λόγω της κατακρήμνισης της τιμής του πετρελαίου (-60% από τον Ιούνιο), το οποίο καλύπτει το 45% των κρατικών εσόδων. Στάσιμη το 2014, η οικονομία της Ρωσίας προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά 4% το 2015, ενώ οι τράπεζές της βρίσκονται σε επισφαλή κατάσταση.
Τα παραπάνω, ωστόσο, δεν δικαιολογούν την υπόθεση περί ενός στριμωγμένου, έτοιμου να συνθηκολογήσει Πούτιν, που υποστηρίζουν ορισμένοι αναλυτές. Με το ρωσικό χρέος μόλις στο 12% του ΑΕΠ και τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας στα 389 δισ. δολάρια, η οικονομία της χώρας εμφανίζεται αρκετά ανθεκτική. Αυτό υποδεικνύει και το γεγονός ότι, παρά τη δραματική υποτίμηση του ρουβλίου, ο πληθωρισμός συγκρατείται στο ανεκτό 11%. Με το 50% του ΑΕΠ να προέρχεται από δημόσιες επιχειρήσεις, το κράτος διαθέτει σημαντικότατους μοχλούς παρέμβασης και ελέγχου.
Αντίθετα με τον Πούτιν, ο Ποροσένκο προσήλθε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έχοντας περιέλθει σε δεινότατη θέση, όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και οικονομικά. Το ουκρανικό ΑΕΠ έπεσε κατά 8% μέσα σε 14 μήνες, η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε κατά 26% και το εθνικό νόμισμα, η γρίβνα, έχασε το 30% της αξίας της μέσα σε μία (μία!) μόλις ημέρα. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας εξανεμίστηκαν στο όριο των 6,4 δισ. δολαρίων, κάτι που δεν επαρκεί καλά καλά για τις εισαγωγές ενός μήνα. Ενα βήμα από το χείλος της κατάρρευσης, η Ουκρανία προσέφυγε ικέτις στο ΔΝΤ για να εξασφαλίσει επείγον δάνειο 15 δισ. δολαρίων –που μπορεί να επεκταθεί στα 50 δισ.– με δρακόντειους όρους.
Εξαντλημένος από τις κακουχίες του πολέμου και την οικονομική καταβαράθρωση, ο ουκρανικός πληθυσμός αξιώνει σε ποσοστό 79%, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, ειρήνευση και συνδιαλλαγή με τη Ρωσία, όπου η δημοτικότητα του Πούτιν παραμένει ακλόνητη στο 85%.
Αλλά και για την Ε.Ε. το κόστος της ουκρανικής κρίσης γίνεται ολοένα και βαρύτερο. Η Γαλλία, που αναγκάστηκε να παγώσει την παράδοση δύο ελικοπτεροφόρων πολεμικών πλοίων Mistral, προϋπολογισμού ενός δισ. ευρώ, στη Ρωσία, πιέζει για μια ομαλοποίηση που θα επιτρέψει την άρση των κυρώσεων. Ανάλογες πιέσεις ασκούνται από την Ιταλία, την Αυστρία και άλλες χώρες που διατηρούν στενούς ενεργειακούς και εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Αλλά και η γερμανική κυβέρνηση πιέζεται από την ισχυρή βιομηχανία της, καθώς 6.500 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα και κινδύνους.
Αντιθέτως, οι ΗΠΑ δεν υφίστανται σχεδόν καμία οικονομική συνέπεια από την αναστάτωση στο ρωσοουκρανικό μέτωπο, αντίθετα οι εισαγωγές της στη Ρωσία αυξήθηκαν, παρά τη ραγδαία υποτίμηση του ρουβλίου έναντι του δολαρίου. Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους είναι εκείνοι που καλούνται να επωμιστούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μερίδιο του κόστους για να συντηρούν στο Κίεβο την κυβέρνηση του αμιγώς φιλοαμερικανού πρωθυπουργού Αρσένι Γιατσένιουκ. Με αυτά τα δεδομένα, είναι πιθανό οι διαφοροποιήσεις μεταξύ Ομπάμα από τη μία πλευρά και Μέρκελ- Ολάντ από την άλλη να εκφράζουν κάτι περισσότερο από το κλασικό στρατήγημα του καλού και του κακού αστυνομικού...
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτή η προσφιλής στα ευρωπαϊκά μίντια εκδοχή ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα. Στην Αμερική πολλοί αμφιβάλλουν κατά πόσον ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν όντως διατεθειμένος να στείλει όπλα στο Κίεβο, πιθανολογώντας ότι επρόκειτο μόνο για ψυχολογικό πόλεμο εναντίον του Πούτιν. Το ίδιο φαίνεται να πιστεύουν και οι Ρώσοι, τουλάχιστον αν κρίνουμε από σχόλιο του ειδησεογραφικού πρακτορείου RIA Novosti, κατά το οποίο Αμερικανοί και Ευρωπαίοι έπαιζαν το γνωστό παιχνίδι «ο κακός και ο καλός αστυνομικός» απέναντι στο Κρεμλίνο. Γεγονός παραμένει ότι Ευρωπαίοι, Ρώσοι και Ουκρανοί είχαν πολύ ισχυρότερους λόγους να επείγονται για την κατάπαυση του πυρός από ό,τι οι Αμερικανοί. Αλλη μια φορά, «it’s the economy, stupid»!
Ας αρχίσουμε από τη Ρωσία. Είναι αλήθεια ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν πήγε στο Μινσκ με ατού τη δυναμική προώθηση των ρωσόφωνων αυτονομιστών στο πεδίο της μάχης τον τελευταίο μήνα. Δεν μπορούσε όμως να αγνοήσει την ανησυχητική αιμορραγία της ρωσικής οικονομίας, εν μέρει λόγω των δυτικών κυρώσεων, κυρίως όμως λόγω της κατακρήμνισης της τιμής του πετρελαίου (-60% από τον Ιούνιο), το οποίο καλύπτει το 45% των κρατικών εσόδων. Στάσιμη το 2014, η οικονομία της Ρωσίας προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά 4% το 2015, ενώ οι τράπεζές της βρίσκονται σε επισφαλή κατάσταση.
Τα παραπάνω, ωστόσο, δεν δικαιολογούν την υπόθεση περί ενός στριμωγμένου, έτοιμου να συνθηκολογήσει Πούτιν, που υποστηρίζουν ορισμένοι αναλυτές. Με το ρωσικό χρέος μόλις στο 12% του ΑΕΠ και τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας στα 389 δισ. δολάρια, η οικονομία της χώρας εμφανίζεται αρκετά ανθεκτική. Αυτό υποδεικνύει και το γεγονός ότι, παρά τη δραματική υποτίμηση του ρουβλίου, ο πληθωρισμός συγκρατείται στο ανεκτό 11%. Με το 50% του ΑΕΠ να προέρχεται από δημόσιες επιχειρήσεις, το κράτος διαθέτει σημαντικότατους μοχλούς παρέμβασης και ελέγχου.
Αντίθετα με τον Πούτιν, ο Ποροσένκο προσήλθε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έχοντας περιέλθει σε δεινότατη θέση, όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και οικονομικά. Το ουκρανικό ΑΕΠ έπεσε κατά 8% μέσα σε 14 μήνες, η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε κατά 26% και το εθνικό νόμισμα, η γρίβνα, έχασε το 30% της αξίας της μέσα σε μία (μία!) μόλις ημέρα. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας εξανεμίστηκαν στο όριο των 6,4 δισ. δολαρίων, κάτι που δεν επαρκεί καλά καλά για τις εισαγωγές ενός μήνα. Ενα βήμα από το χείλος της κατάρρευσης, η Ουκρανία προσέφυγε ικέτις στο ΔΝΤ για να εξασφαλίσει επείγον δάνειο 15 δισ. δολαρίων –που μπορεί να επεκταθεί στα 50 δισ.– με δρακόντειους όρους.
Εξαντλημένος από τις κακουχίες του πολέμου και την οικονομική καταβαράθρωση, ο ουκρανικός πληθυσμός αξιώνει σε ποσοστό 79%, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, ειρήνευση και συνδιαλλαγή με τη Ρωσία, όπου η δημοτικότητα του Πούτιν παραμένει ακλόνητη στο 85%.
Αλλά και για την Ε.Ε. το κόστος της ουκρανικής κρίσης γίνεται ολοένα και βαρύτερο. Η Γαλλία, που αναγκάστηκε να παγώσει την παράδοση δύο ελικοπτεροφόρων πολεμικών πλοίων Mistral, προϋπολογισμού ενός δισ. ευρώ, στη Ρωσία, πιέζει για μια ομαλοποίηση που θα επιτρέψει την άρση των κυρώσεων. Ανάλογες πιέσεις ασκούνται από την Ιταλία, την Αυστρία και άλλες χώρες που διατηρούν στενούς ενεργειακούς και εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Αλλά και η γερμανική κυβέρνηση πιέζεται από την ισχυρή βιομηχανία της, καθώς 6.500 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα και κινδύνους.
Αντιθέτως, οι ΗΠΑ δεν υφίστανται σχεδόν καμία οικονομική συνέπεια από την αναστάτωση στο ρωσοουκρανικό μέτωπο, αντίθετα οι εισαγωγές της στη Ρωσία αυξήθηκαν, παρά τη ραγδαία υποτίμηση του ρουβλίου έναντι του δολαρίου. Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους είναι εκείνοι που καλούνται να επωμιστούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μερίδιο του κόστους για να συντηρούν στο Κίεβο την κυβέρνηση του αμιγώς φιλοαμερικανού πρωθυπουργού Αρσένι Γιατσένιουκ. Με αυτά τα δεδομένα, είναι πιθανό οι διαφοροποιήσεις μεταξύ Ομπάμα από τη μία πλευρά και Μέρκελ- Ολάντ από την άλλη να εκφράζουν κάτι περισσότερο από το κλασικό στρατήγημα του καλού και του κακού αστυνομικού...