Δρ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ*
Τις τελευταίες εβδομάδες μέρος της
δημόσιας συζήτησης έχει επικεντρωθεί στις ελληνορωσικές σχέσεις. Πώς θα
κινηθεί η νέα κυβέρνηση; Θα επιδιώξει να λάβει δάνειο από τη Μόσχα; Θα
ανατρέψει τους υφιστάμενους συσχετισμούς; Θα χρησιμοποιηθεί η Ρωσία ως
διαπραγματευτικό χαρτί; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που αναζητούν
απαντήσεις. Ορισμένοι δε κύκλοι του εξωτερικού έφθασαν στο σημείο να
μας νουθετήσουν, υπογραμμίζοντας πως η αλληλεγγύη που ζητούμε
προϋποθέτει ταύτιση με τους εταίρους μας.
Ας δούμε, λοιπόν, τα πραγματικά δεδομένα, αφού σημειώσουμε πως οι ελληνορωσικές σχέσεις δεν υπήρξαν ποτέ μέχρι σήμερα στρατηγικές.
Μπορούμε να καταφύγουμε στη Ρωσία αν προκύψει αδυναμία κάλυψης μιας εκ των επόμενων δόσεων;
Μόνο ως έσχατη λύση και συνδυαστικά με άλλους. Αν οπωσδήποτε θέλουμε να διευρύνουμε τον αριθμό των πιστωτών μας, υπάρχουν περισσότερο αξιόπιστες και με μεγαλύτερες δυνατότητες χώρες, όπως η Κίνα. Ομως, μη λησμονούμε τα πολιτικά και θεσμικά εμπόδια που όσο βρισκόμαστε εκτός αγορών είναι σχεδόν ανυπέρβλητα. Σημειώνεται, πάντως, πως η εξαγορά ελληνικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά αποτελεί μια καθ’ όλα νόμιμη και αποδεκτή διαδικασία. Πέραν τούτου, με τα μακροοικονομικά δεδομένα της ρωσικής οικονομίας ζοφερά, τυχόν προσφυγή σε δανεισμό από τη Μόσχα έχει βραχυχρόνιο και παροδικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί σοβαρή μακροπρόθεσμη εναλλακτική. Αλλωστε, τα ανταλλάγματα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι βέβαιο ότι θα υπερέβαιναν κατά πολύ όσα επιθυμούμε να προσφέρουμε.
Είναι διατεθειμένη η Αθήνα να αναθεωρήσει τη θέση της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς; Η πρόσφατη αντίθεσή της με τη συνήθη ευρωπαϊκή πρακτική τυπικής διανομής εγγράφων και κατόπιν επικύρωσης μιας «ενιαίας» θέσης χωρίς διάλογο και συναίνεση των κρατών-μελών γιατί να προδιαθέτει για ανατροπή; Μήπως η άποψη περί ανάγκης εξομάλυνσης της κατάστασης μεταξύ Δύσης - Ρωσίας δεν απηχεί αρκετά εκ των κρατών-μελών της Ε.Ε.; Το πλαίσιο μέσα στο οποίο καλούμαστε να κινηθούμε επιτάσσει την εξεύρεση μιας εκλεπτυσμένης ισορροπίας, όπου από τη μια θα διευρύνουμε το πεδίο των συμμαχιών μας και παράλληλα τα περιθώρια διαπραγματευτικών μας ελιγμών, και από την άλλη δεν θα διαταράσσουμε τους δεσμούς μας με παραδοσιακούς εταίρους, των οποίων η συμβολή στην επίλυση σειράς ζητημάτων εθνικής προτεραιότητας είναι κρίσιμη.
Εδώ πρέπει να αντιστρέψουμε το επιχείρημα ότι η εμβάθυνση της σχέσης μας με τη Μόσχα συνεπάγεται απoκοπή από Ε.Ε. και ΝΑΤΟ. Με τη συμμετοχή μας σε ένα μπλοκ ευρωπαϊκών κρατών με κοινές θέσεις στον τρόπο αντιμετώπισης της Ρωσίας αποφεύγουμε την περιθωριοποίηση. Με την προσεκτική -χωρίς εξάρσεις και εκβιαστικά υπονοούμενα- προσέγγιση με το Κρεμλίνο (όπως πράττουν διαχρονικά πολλοί εκ των συμμάχων μας) δείχνουμε ότι σε συγκεκριμένες θεματικές τα συμφέροντά μας μπορούν και πρέπει να συμπληρώνονται με δυνάμεις εκτός Δύσης, χωρίς να απειλείται η ενότητα της τελευταίας. Ειδικότερα, η συμπερίληψη της Κίνας, με την οποία η οικονομική συνεργασία έχει ωριμάσει, κρινόμενη ως πετυχημένη και εδραιωμένη, θα αποκλιμακώσει τις πιέσεις και θα αποδυναμώσει την αίσθηση μονοδιάστατης αλλαγής προσανατολισμού προς τη Ρωσία.
Καθότι η επίτευξη οριστικής συμφωνίας με τους δανειστές θα κριθεί το προσεχές διάστημα (και με τα νεύρα τεντωμένα), το ρίσκο διασύνδεσης του ρωσικού παράγοντα με την εν εξελίξει διαπραγμάτευση είναι πρόωρο, άτοπο και αχρείαστο. Μπορεί να στείλει λάθος μηνύματα ως προς τις προθέσεις μας την πλέον ακατάλληλη στιγμή, να γίνει προϊόν εκμετάλλευσης ώστε τυχόν αρνητική τροπή να αποδοθεί στη δυστροπία μας, αλλά και να «κάψει» ένα μελλοντικά χρήσιμο αντίβαρο. Αν κινηθούμε με οπορτουνίστικη διάθεση συγκυριακής αναδιάταξης των ισορροπιών, διακινδυνεύουμε να απογοητεύσουμε αλλήλους, αφού οι μεν θα μας δαιμονοποιήσουν ως τη χώρα που προκειμένου να ισχυροποιηθεί ανασύρει σπασμωδικά σχέσεις με διεθνώς απομονωμένους και προσωρινά «ανεπιθύμητους», οι δε θα μας κατηγορήσουν ότι τους χρησιμοποιήσαμε για αντιπερισπασμό, εντούτοις διστάζουμε να ολοκληρώσουμε τη στροφή προς την πλευρά τους. Και στα δύο σενάρια, θα εμφανιστούμε ως αναξιόπιστοι εταίροι, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη αμφοτέρων. Ενώ και το αρνητικό momentum λόγω Ουκρανίας δεν διευκολύνει αναιρέσεις στις οποίες μπορεί να χρεωθούν σκοπιμότητες που απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα. Αρα, ο κίνδυνος είναι η ταυτόχρονη αποστασιοποίηση από νυν και δυνητικούς συμμάχους, χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, με το ουσιαστικό διακύβευμα για αυτούς να ξεπερνά κατά πολύ την Ελλάδα. Ούτως ή άλλως, η διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής συνεργασιών και συμπράξεων απαιτεί σχέδιο, συνέπεια, προσήλωση και ασφαλώς χρόνο.
Συνεπώς, η πολιτική διάσταση των διαβουλεύσεων δεν μπορεί παρά να περιστραφεί γύρω από ένα και μόνο σημείο: την πάση θυσία διατήρηση μιας μίνιμουμ περιφερειακής σταθερότητας με άξονα την Ελλάδα στο εύθραυστο τόξο που εκτείνεται από την Ανατολική Μεσόγειο στη ΝΑ Ευρώπη και εν συνεχεία τη Μαύρη Θάλασσα. Και για αυτό οφείλουν όλοι να καταβάλουν το αναλογούν τίμημα!
*Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Έντυπη
Ας δούμε, λοιπόν, τα πραγματικά δεδομένα, αφού σημειώσουμε πως οι ελληνορωσικές σχέσεις δεν υπήρξαν ποτέ μέχρι σήμερα στρατηγικές.
Μπορούμε να καταφύγουμε στη Ρωσία αν προκύψει αδυναμία κάλυψης μιας εκ των επόμενων δόσεων;
Μόνο ως έσχατη λύση και συνδυαστικά με άλλους. Αν οπωσδήποτε θέλουμε να διευρύνουμε τον αριθμό των πιστωτών μας, υπάρχουν περισσότερο αξιόπιστες και με μεγαλύτερες δυνατότητες χώρες, όπως η Κίνα. Ομως, μη λησμονούμε τα πολιτικά και θεσμικά εμπόδια που όσο βρισκόμαστε εκτός αγορών είναι σχεδόν ανυπέρβλητα. Σημειώνεται, πάντως, πως η εξαγορά ελληνικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά αποτελεί μια καθ’ όλα νόμιμη και αποδεκτή διαδικασία. Πέραν τούτου, με τα μακροοικονομικά δεδομένα της ρωσικής οικονομίας ζοφερά, τυχόν προσφυγή σε δανεισμό από τη Μόσχα έχει βραχυχρόνιο και παροδικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί σοβαρή μακροπρόθεσμη εναλλακτική. Αλλωστε, τα ανταλλάγματα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι βέβαιο ότι θα υπερέβαιναν κατά πολύ όσα επιθυμούμε να προσφέρουμε.
Είναι διατεθειμένη η Αθήνα να αναθεωρήσει τη θέση της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς; Η πρόσφατη αντίθεσή της με τη συνήθη ευρωπαϊκή πρακτική τυπικής διανομής εγγράφων και κατόπιν επικύρωσης μιας «ενιαίας» θέσης χωρίς διάλογο και συναίνεση των κρατών-μελών γιατί να προδιαθέτει για ανατροπή; Μήπως η άποψη περί ανάγκης εξομάλυνσης της κατάστασης μεταξύ Δύσης - Ρωσίας δεν απηχεί αρκετά εκ των κρατών-μελών της Ε.Ε.; Το πλαίσιο μέσα στο οποίο καλούμαστε να κινηθούμε επιτάσσει την εξεύρεση μιας εκλεπτυσμένης ισορροπίας, όπου από τη μια θα διευρύνουμε το πεδίο των συμμαχιών μας και παράλληλα τα περιθώρια διαπραγματευτικών μας ελιγμών, και από την άλλη δεν θα διαταράσσουμε τους δεσμούς μας με παραδοσιακούς εταίρους, των οποίων η συμβολή στην επίλυση σειράς ζητημάτων εθνικής προτεραιότητας είναι κρίσιμη.
Εδώ πρέπει να αντιστρέψουμε το επιχείρημα ότι η εμβάθυνση της σχέσης μας με τη Μόσχα συνεπάγεται απoκοπή από Ε.Ε. και ΝΑΤΟ. Με τη συμμετοχή μας σε ένα μπλοκ ευρωπαϊκών κρατών με κοινές θέσεις στον τρόπο αντιμετώπισης της Ρωσίας αποφεύγουμε την περιθωριοποίηση. Με την προσεκτική -χωρίς εξάρσεις και εκβιαστικά υπονοούμενα- προσέγγιση με το Κρεμλίνο (όπως πράττουν διαχρονικά πολλοί εκ των συμμάχων μας) δείχνουμε ότι σε συγκεκριμένες θεματικές τα συμφέροντά μας μπορούν και πρέπει να συμπληρώνονται με δυνάμεις εκτός Δύσης, χωρίς να απειλείται η ενότητα της τελευταίας. Ειδικότερα, η συμπερίληψη της Κίνας, με την οποία η οικονομική συνεργασία έχει ωριμάσει, κρινόμενη ως πετυχημένη και εδραιωμένη, θα αποκλιμακώσει τις πιέσεις και θα αποδυναμώσει την αίσθηση μονοδιάστατης αλλαγής προσανατολισμού προς τη Ρωσία.
Καθότι η επίτευξη οριστικής συμφωνίας με τους δανειστές θα κριθεί το προσεχές διάστημα (και με τα νεύρα τεντωμένα), το ρίσκο διασύνδεσης του ρωσικού παράγοντα με την εν εξελίξει διαπραγμάτευση είναι πρόωρο, άτοπο και αχρείαστο. Μπορεί να στείλει λάθος μηνύματα ως προς τις προθέσεις μας την πλέον ακατάλληλη στιγμή, να γίνει προϊόν εκμετάλλευσης ώστε τυχόν αρνητική τροπή να αποδοθεί στη δυστροπία μας, αλλά και να «κάψει» ένα μελλοντικά χρήσιμο αντίβαρο. Αν κινηθούμε με οπορτουνίστικη διάθεση συγκυριακής αναδιάταξης των ισορροπιών, διακινδυνεύουμε να απογοητεύσουμε αλλήλους, αφού οι μεν θα μας δαιμονοποιήσουν ως τη χώρα που προκειμένου να ισχυροποιηθεί ανασύρει σπασμωδικά σχέσεις με διεθνώς απομονωμένους και προσωρινά «ανεπιθύμητους», οι δε θα μας κατηγορήσουν ότι τους χρησιμοποιήσαμε για αντιπερισπασμό, εντούτοις διστάζουμε να ολοκληρώσουμε τη στροφή προς την πλευρά τους. Και στα δύο σενάρια, θα εμφανιστούμε ως αναξιόπιστοι εταίροι, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη αμφοτέρων. Ενώ και το αρνητικό momentum λόγω Ουκρανίας δεν διευκολύνει αναιρέσεις στις οποίες μπορεί να χρεωθούν σκοπιμότητες που απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα. Αρα, ο κίνδυνος είναι η ταυτόχρονη αποστασιοποίηση από νυν και δυνητικούς συμμάχους, χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, με το ουσιαστικό διακύβευμα για αυτούς να ξεπερνά κατά πολύ την Ελλάδα. Ούτως ή άλλως, η διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής συνεργασιών και συμπράξεων απαιτεί σχέδιο, συνέπεια, προσήλωση και ασφαλώς χρόνο.
Συνεπώς, η πολιτική διάσταση των διαβουλεύσεων δεν μπορεί παρά να περιστραφεί γύρω από ένα και μόνο σημείο: την πάση θυσία διατήρηση μιας μίνιμουμ περιφερειακής σταθερότητας με άξονα την Ελλάδα στο εύθραυστο τόξο που εκτείνεται από την Ανατολική Μεσόγειο στη ΝΑ Ευρώπη και εν συνεχεία τη Μαύρη Θάλασσα. Και για αυτό οφείλουν όλοι να καταβάλουν το αναλογούν τίμημα!
*Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.