Δαγκώνοντας το χέρι που δίνει
Ένα από τα συνήθη λάθη των σχολιαστών, απότοκο ίσως της έλλειψης βαθιάς παιδείας και αυτονομίας σκέψης, είναι η αδυναμία τους να απεγκλωβιστούν από τις δευτερεύουσες, αν και όχι ασήμαντες, πλευρές των εξελίξεων για να μπορέσουν να κατανοήσουν τη δυναμική των πραγμάτων.
Η αλήθεια δεν βρίσκεται στην επιφάνεια, κρύβεται βαθιά, έλεγε ο Γκαίτε. Ο Μοντεσκιέ προσέγγιζε τη σχέση δικαίου και νόμου με μεγαλύτερη σοβαρότητα από τις φασαριόζικες απόψεις ορισμένων διαμορφωτών της κοινής γνώμης, που επί ημέρες κατακεραυνώνουν τον ΣΥΡΙΖΑ για το εάν σέβεται τους κανόνες και τις συμφωνίες. "Δεν είναι κάτι δίκαιον επειδή είναι νόμος" έλεγε ο Μοντεσκιέ, "αλλά πρέπει να είναι νόμος επειδή είναι δίκαιον".

Με άλλα λόγια ο "νεωτεριστής" του Διαφωτισμού έθετε το θέμα της δικαιοσύνης στην ουσιαστική της βάση ότι ο νόμος πρέπει να στηρίζεται στο δίκαιο και όχι να επιβάλλει από τα πάνω το δικό του δίκαιο. Ο πραγματικός νόμος είναι για να προστατεύει τον ανίσχυρο από την κυριαρχία του ισχυρού.
Κατά περίεργο τρόπο, εκείνοι που όφειλαν να αναγνωρίσουν ότι οι συμφωνίες για την Ελλάδα όχι μόνο δεν ήταν αποδεκτές αλλά επιβλήθηκαν με τιμωρητικό τρόπο επιφέροντας καταστροφικά αποτελέσματα στη χώρα μας, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξουν, δεν ήταν οι φιλελεύθεροι αλλά οι αριστεροί. Τι στο καλό συνέβη εδώ; Η απάντηση είναι απλή.

Η μετάλλαξη των φιλελεύθερων πολιτικών έκανε τον λόγο τους συντηρητικό, μανιχαϊστικό, δογματικό, τιμωρητικό και τελικά αντιφιλελεύθερο, αφού τον αφυδάτωσε από την ουσία του, τη "σχέση δικαιοσύνης". Και εδώ έρχεται ο λόγος της Αριστεράς του 21ου αιώνα να προσδίδει ουσιαστικό περιεχόμενο στα προτάγματα της Γαλλικής Επανάστασης, που δεινοπαθούν υπό το βάρος των ακραίων οικονομικών πολιτικών.

Ουσιαστικό περιεχόμενο είναι η διεύρυνση και η κοινωνική τους λειτουργία ή, για να μιλήσουμε με όρους Μαρξ, το αντιστροφή τους προκειμένου να ξαναστηθούν στα πόδια τους. Από τη στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός εξοστρακίζει τον Λοκ και τον Τζέφερσον και την έννοια της αντίστασης στο άδικο ή ακόμη και τον Λίνκολν (αναγνωρίζουμε τις ελευθερίες των σκλάβων για να έχουν ελευθερίες οι ελεύθεροι), έρχεται η σύγχρονη Αριστερά για να ξαναμιλήσει για το δίκαιο προδίδοντάς του ουσιαστικό, κοινωνικό και τελικά εξισωτικό περιεχόμενο.

Η Αριστερά του 21ου αιώνα ξαναπροσδίδει ουσιαστικό περιεχόμενο και στα τρία προτάγματα που κληροδότησε η Γαλλική Επανάσταση: ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα ή αλληλεγγύη όπως θα την ονομάζαμε σήμερα.

Φτάνει όμως η φλυαρία περί δικαίου και Αριστεράς του 21ου αιώνα, αναγκαία δυστυχώς λόγω της εξαλλαγής του φιλελεύθερου πολιτικού λόγου, που κακοποιείται από τα ζόμπι του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, αλλά και του δογματικού δήθεν μαρξισμού, που έκανε κάποτε τον ίδιο τον Μαρξ να αναφωνήσει οργισμένος για την κακοποίηση της σκέψης του: "Εγώ πάντως δεν είμαι μαρξιστής"!

Στην πορεία για την ανακάλυψη της αλήθειας πρέπει να αμφιβάλλουμε για το καθετί, όσο μπορούμε περισσότερο, έλεγε ο ορθολογιστής Καρτέσιος. Για εκείνο, όμως, που δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε ή να μην καταλαβαίνουμε είναι ότι η δυναμική των πραγμάτων είναι συνήθως τόσο ισχυρή, ώστε δεν μπορεί να ανακοπεί, πλην ίσως πρόσκαιρα, όσο αντιστέκεται το παλιό ή το νέο δεν είναι όσο ρηξικέλευθο και καινοτόμο χρειάζεται. Η δυναμική των πραγμάτων δείχνει ότι η αλλαγή των συσχετισμών στην Ελλάδα θα επιφέρει ρωγμές στην τιμωρητική πολιτική που επιβλήθηκε από τους δανειστές και ότι οι συμφωνίες πιθανότατα θα αλλάξουν για να προσαρμοστούν στη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα.

Η κυοφορούμενη συμφωνία, ως δυναμικός - προωθητικός συμβιβασμός, θα έχει και τη σφραγίδα των νέων δυνάμεων. Ένας συμβιβασμός δεν είναι το τέλος του δρόμου, αλλά η αρχή ενός νέου αγώνα. Προσοχή όμως. Η διαπραγμάτευση δεν τελείωσε, τώρα μπαίνει σε κρίσιμη φάση, επομένως δεν χρειάζονται άσκοποι πανηγυρισμοί ούτε εφησυχασμός. Αυτός ο αγώνας δεν έχει τέλος, συνεχίζεται με επαγρύπνηση, ορθολογισμό και αποφασιστικότητα πάνω σε νέες καλύτερες βάσεις.

Σταύρος Καπάκος

ΥΓ.: Ο διευθυντής του ινστιτούτου Bruegel Γκ. Βολφ πιθανότατα σκιαγραφεί κύριες πλευρές της νέας συμφωνίας ("Καθημερινή", 12.2). Αναρωτιέμαι, όμως, πόσοι πολιτικοί και σχολιαστές στην Ελλάδα γνωρίζουν την επιρροή του Bruegel στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία.