από Σύνταξη
Tου Κώστα Λιβιεράτου*
Μπορούμε άραγε να φανταστούμε μια κατάσταση όπου πολιτισμός και κοινωνία, τέχνη και πολιτική, δημιουργοί και κοινό, μύθος, λόγος και πραγματικότητα θα ήταν αξεδιάλυτα συνυφασμένα σε μια ολοκληρωμένη εμπειρία, όπου η ιερή κατάνυξη και η αισθητική απόλαυση θα συντονίζονταν με την κοινωνική μεταβολή και την πολιτική αποτελεσματικότητα; Κάτι τέτοιο φαίνεται να συνέβη στην Αθήνα στο γύρισμα του 5ου π.Χ. αιώνα. Ήταν τότε που η παράδοση των μεγάλων αρχαϊκών μύθων και των βακχικών τελετουργιών μεταφέρθηκε αναπλασμένη από ποιητές σαν τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή σε μια νέα μορφή, την τραγωδία. Τούτη σφραγίστηκε από την ενεργή παρουσία του κοινού, ενός πρωτόγνωρου πλήθους με ριζοσπαστικές πολιτικές αξιώσεις. Πρόκειται για το φαινόμενο που ο Πλάτων ονόμασε επιτιμητικά θεατροκρατία (Νόμοι, 701α), εννοώντας κάτι μεταξύ δημοκρατίας και οχλοκρατίας και διαβλέποντας με οξυδέρκεια την ανατρεπτική δυναμική του απέναντι στους καθιερωμένους «νόμους» τόσο της μουσικής όσο και της πολιτείας.
Στη νεότερη εποχή, ο πρώτος που συνέλαβε την κοσμοϊστορική σημασία αυτής της αρχαίας μορφής και θέλησε να την προβάλει ενάντια στην καθιερωμένη πολιτιστική σκηνή της Ευρώπης ήταν ο Νίτσε. Εντοπίζοντας την προέλευση της τραγωδίας στον διθυραμβικό χορό των Σατύρων, υπογράμμισε τη βαθύτερη ενότητα αυτού του χορού με το κοινό που καθρεφτίζεται πάνω του και περιέγραψε την τεταμένη συνύπαρξη ανάμεσα σε δύο αντινομικά στοιχεία: το «απολλώνειο» ονειρικό πέπλο της αρμονίας, και της τάξης, στο οποίο στέκεται η εξατομικευμένη συνείδηση, και τη «διονυσιακή» εκστατική εμπειρία της ζωής που ρέει από κάτω του, ακατάλυτη και τρομακτική μέσα στις αέναες μεταμορφώσεις της πέρα από τα όρια της ατομικής ύπαρξης.
Στον εικοστό αιώνα, ο Κώστας Παπαϊωάννου έρχεται να ριζοσπαστικοποιήσει αυτή την προοπτική, σε μια σφαιρική επισκόπηση του Δυτικού πολιτισμού, θέτοντας την αθηναϊκή θεατροκρατία στον πυρήνα της επαναστατικής δυναμικής των μαζών. Μέσα από την τραγωδία, όπως λέει, η μάζα βίωνε, σαν διονυσιακός χορός, τους μεγάλους τραγικούς μύθους, κι αυτό της χάριζε την ψυχική πληρότητα που χρειαζόταν για να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις των καιρών. Η μάζα γινόταν τότε μια κοινότητα (Δήμος) ικανή να αντιμετωπίζει την ιστορία και την εξουσία σαν δραματικό πρόβλημα και να εμφανίζεται ως ενεργός συντελεστής, κι όχι απλός θεατής ή παθητικό όργανο, στο προσκήνιο της οργανωμένης κοινωνίας. Ταυτόχρονα περνούσε από τη λατρεία του Διονύσου σ’ εκείνη της Δίκης που, μέσα από την αναμέτρησή της με την Ύβρι, γινόταν συντακτική αρχή της αναδυόμενης δημοκρατίας.
Μας είναι πολύ δύσκολο, παρά τις εμπνευσμένες προσπάθειες των φιλοσόφων, να φανταστούμε, κι ακόμη περισσότερο να νιώσουμε σ’ όλο του το βάθος το ζήτημα της θεατροκρατίας, αυτή τη θεμελιακή πολιτισμική και πολιτική εμπειρία των αρχαίων Αθηναίων. Όσο δύσκολο θα ήταν ίσως και για κείνους να εννοήσουν μια νεωτερική σύμβαση σαν αυτή του κλασικιστικού ευρωπαϊκού θεάτρου, που κρατάει τις μάζες απέξω, το κοινό του ατομοποιημένο και παθητικό, τις σκοτεινές δυνάμεις των παθών και του θανάτου απωθημένες από τους κανόνες της πειθαρχίας και της λογικής, της ιεραρχίας και της ευπρέπειας. Ακόμη πιο ακατανόητη θα τους ήταν μια άλλη σύζευξη πολιτισμού και πολιτικής, χαρακτηριστική του σύγχρονου κόσμου: οι γιγαντιαίες πολιτικές, αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις ολοκληρωτικών καθεστώτων (το Συνέδριο του ναζιστικού κόμματος ή οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Βερολίνου, που κινηματογράφησε η Ρίφενσταλ), όπου οι μάζες οργανώνονται από τα πάνω κι ενσωματώνονται σ’ ένα τεχνολογικά εξελιγμένο μιλιταριστικό υπερθέαμα – αυτό που ο Μπένγιαμιν αποκάλεσε αισθητικοποίηση της πολιτικής, σε αντίθεση με την επιζητούμενη πολιτικοποίηση της τέχνης. Τέλος, ολότελα αδιανόητες κι εξωτικές θα ήταν στα μάτια τους οι ποικίλες μορφές μαζικής ενημέρωσης και διασκέδασης που δίνουν τον τόνο στις σημερινές μεταδημοκρατίες, από τα τηλεοπτικά τοκ-σόου και τα τηλεπαιχνίδια μέχρι τη Ντίσνεϋλαντ, όπου προγραμματίζεται συστηματικά η ανάμειξη και η ανταπόκριση του κοινού: μια ολόκληρη επικοινωνιακή σκηνοθεσία της συμμετοχής, σωστό «αντιθέατρο της επικοινωνίας», όπως λέει ο Μπωντριγιάρ.
Εκείνο που μας χωρίζει ανεπανόρθωτα από τους αρχαίους είναι ακριβώς η μακραίωνη διαδικασία «εκπολιτισμού» που εκτυλίχθηκε στη Δύση (πρώτα στο εσωτερικό της, προτού αρχίσει να εξάγεται) και της οποίας είμαστε όλοι, ώς ένα σημείο, προϊόντα και φερέφωνα. Εξαγγελμένη για πρώτη φορά στην πλατωνική πολιτεία, υιοθετημένη από το χριστιανισμό, η διαδικασία αυτή έφτασε με την Αναγέννηση και τον κλασικισμό να διαμορφώσει έναν σχηματικό και ψυχικά αφυδατωμένο ανθρώπινο τύπο υπό την αιγίδα του «αρχαίου στιλ» και της «καθαρής ελληνικής ομορφιάς».
Για να το πετύχει, χρειάστηκε να εξορίσει όσο ήταν δυνατό τα αρχέγονα «διονυσιακά» μοτίβα που διασώζονταν σ’ αυτή την παράδοση – τη ζωντανή παρουσία της κοινότητας, τη διάχυτη σωματικότητα, το καταλυτικό γέλιο, που δεν έπαψαν άλλωστε, όπως δείχνει ο Μπαχτίν, να τροφοδοτούν τα καρναβάλια και άλλα λαϊκά δρώμενα σε διάφορους τόπους κι εποχές.
Δεν μπορούμε να μηδενίσουμε το κοντέρ. Είναι πολύ αργά για να αντιστρέψουμε όλη αυτή τη διαδικασία και να ξαναβρούμε στην εικαζόμενη αφετηρία της την ψυχική πυκνότητα, την τραγική επίγνωση και την πολιτική δραστικότητα της αθηναϊκής θεατροκρατίας. Ακόμη και σε μια κοινωνία όπως η ελληνική, ατελώς εκσυγχρονισμένη κι ενσωματωμένη στη Δύση, χωρίς πολύ προτεσταντικό ήθος και καθολική ένοχη συνείδηση, με ζωντανά υπολείμματα ανατολικής παράδοσης και μεσογειακού τρόπου ζωής, μια σειρά καταλυτικές διαδικασίες έχουν κάνει τη δουλειά τους: εμφυλιοπολεμική κρατική καταστολή, μεταπολεμική καπιταλιστική ολοκλήρωση, εμπορευματοποίηση και καταναλωτισμός, έκρηξη των επικοινωνιών, βιοπολιτικός έλεγχος και υπερχρέωση έχουν υπονομεύσει τις όποιες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και αντιστάσεις, κατασκευάζοντας έναν τύπο εξημερωμένου εργαζόμενου ή άνεργου, καταναλωτή, τηλεθεατή και (σήμερα πλέον) χρεωμένου ανθρώπου που δύσκολα θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα κρίσιμα πολιτισμικά και πολιτικά διακυβεύματα των (μετα)μοντέρνων καιρών.
Ωστόσο αυτή η ραγδαία επισκόπηση είκοσι πέντε και πλέον αιώνων δεν είναι μάταιη. Από τις ταραγμένες, αμφίρροπες σχέσεις πολιτισμού και κοινωνίας, εκπολιτισμού και μαζών μπορούμε να αντλήσουμε υλικό για να κρατήσουμε ενεργή την αμφισβήτηση των στερεοτύπων που κλείνουν τον πολιτισμικό μας ορίζοντα και ζωντανή τη λαχτάρα για μια άλλη, πλουσιότερη ψυχική και αισθητηριακή εμπειρία, ανοιχτή τέλος την αναζήτηση για παραδοσιακές ή πειραματικές, mainstream ή εναλλακτικές, ευγενικές ή άγριες μορφές δημιουργικής δράσης, που δεν θ’ αφήνουν μάλιστα ανενόχλητες τις ρουτινιάρικες τελετουργίες της πολιτικής.
Αν έχει κάποιο νόημα αυτή η επίκληση στο φάντασμα της χαμένης θεατροκρατίας, ή καλύτερα στο στοιχειό της, είναι για να το ακολουθούμε όποτε εμφανίζεται, βρίσκοντας και χάνοντας τα ίχνη του εδώ κι εκεί – σ’ ένα μουσικό δράμα του Βάγκνερ ή ένα πολύτοπο του Ξενάκη, μια παράσταση του Théâtre du Soleil ή της Άννας Κοκκίνου, μια ηχογράφηση του Μάιλς Ντέιβις, του Μπομπ Ντύλαν ή του Νικ Κέιβ, μια συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου ή των Active Member, ή ακόμη, σ’ ένα ικαριώτικο πανηγύρι, ένα αντιρατσιστικό φεστιβάλ, μια αληθινή γιορτή για τις απολυμένες καθαρίστριες.
Κι αν πάλι τύχαινε να σκάσει μύτη το στοιχειό τη νύχτα της μεγάλης χαράς μας (αν είναι να ’ρθει κι αυτή), θα το κρατούσαμε νομίζω καλύτερα κοντά μας –θα κρατούσαμε, θέλω να πω, τη συγκίνηση– αν μετά το «People have the power», το επικό ροκ της ονειρεμένης μας νίκης, την ώρα που αδειάζει η πλατεία έπεφτε ένα ωραίο λαϊκό της χαρμολύπης, σαν το «Ζήτα μου ό,τι θες»…
* Ο Κώστας Λιβιεράτος είναι δοκιμιογράφος και επιμελητής βιβλίων, συνιδρυτής των εκδόσεων Αλεξάνδρεια και υπεύθυνος σεμιναρίων στην Εταιρεία Διαπολιτισμικών Σπουδών.
Μπορούμε άραγε να φανταστούμε μια κατάσταση όπου πολιτισμός και κοινωνία, τέχνη και πολιτική, δημιουργοί και κοινό, μύθος, λόγος και πραγματικότητα θα ήταν αξεδιάλυτα συνυφασμένα σε μια ολοκληρωμένη εμπειρία, όπου η ιερή κατάνυξη και η αισθητική απόλαυση θα συντονίζονταν με την κοινωνική μεταβολή και την πολιτική αποτελεσματικότητα; Κάτι τέτοιο φαίνεται να συνέβη στην Αθήνα στο γύρισμα του 5ου π.Χ. αιώνα. Ήταν τότε που η παράδοση των μεγάλων αρχαϊκών μύθων και των βακχικών τελετουργιών μεταφέρθηκε αναπλασμένη από ποιητές σαν τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή σε μια νέα μορφή, την τραγωδία. Τούτη σφραγίστηκε από την ενεργή παρουσία του κοινού, ενός πρωτόγνωρου πλήθους με ριζοσπαστικές πολιτικές αξιώσεις. Πρόκειται για το φαινόμενο που ο Πλάτων ονόμασε επιτιμητικά θεατροκρατία (Νόμοι, 701α), εννοώντας κάτι μεταξύ δημοκρατίας και οχλοκρατίας και διαβλέποντας με οξυδέρκεια την ανατρεπτική δυναμική του απέναντι στους καθιερωμένους «νόμους» τόσο της μουσικής όσο και της πολιτείας.
Στη νεότερη εποχή, ο πρώτος που συνέλαβε την κοσμοϊστορική σημασία αυτής της αρχαίας μορφής και θέλησε να την προβάλει ενάντια στην καθιερωμένη πολιτιστική σκηνή της Ευρώπης ήταν ο Νίτσε. Εντοπίζοντας την προέλευση της τραγωδίας στον διθυραμβικό χορό των Σατύρων, υπογράμμισε τη βαθύτερη ενότητα αυτού του χορού με το κοινό που καθρεφτίζεται πάνω του και περιέγραψε την τεταμένη συνύπαρξη ανάμεσα σε δύο αντινομικά στοιχεία: το «απολλώνειο» ονειρικό πέπλο της αρμονίας, και της τάξης, στο οποίο στέκεται η εξατομικευμένη συνείδηση, και τη «διονυσιακή» εκστατική εμπειρία της ζωής που ρέει από κάτω του, ακατάλυτη και τρομακτική μέσα στις αέναες μεταμορφώσεις της πέρα από τα όρια της ατομικής ύπαρξης.
Στον εικοστό αιώνα, ο Κώστας Παπαϊωάννου έρχεται να ριζοσπαστικοποιήσει αυτή την προοπτική, σε μια σφαιρική επισκόπηση του Δυτικού πολιτισμού, θέτοντας την αθηναϊκή θεατροκρατία στον πυρήνα της επαναστατικής δυναμικής των μαζών. Μέσα από την τραγωδία, όπως λέει, η μάζα βίωνε, σαν διονυσιακός χορός, τους μεγάλους τραγικούς μύθους, κι αυτό της χάριζε την ψυχική πληρότητα που χρειαζόταν για να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις των καιρών. Η μάζα γινόταν τότε μια κοινότητα (Δήμος) ικανή να αντιμετωπίζει την ιστορία και την εξουσία σαν δραματικό πρόβλημα και να εμφανίζεται ως ενεργός συντελεστής, κι όχι απλός θεατής ή παθητικό όργανο, στο προσκήνιο της οργανωμένης κοινωνίας. Ταυτόχρονα περνούσε από τη λατρεία του Διονύσου σ’ εκείνη της Δίκης που, μέσα από την αναμέτρησή της με την Ύβρι, γινόταν συντακτική αρχή της αναδυόμενης δημοκρατίας.
Μας είναι πολύ δύσκολο, παρά τις εμπνευσμένες προσπάθειες των φιλοσόφων, να φανταστούμε, κι ακόμη περισσότερο να νιώσουμε σ’ όλο του το βάθος το ζήτημα της θεατροκρατίας, αυτή τη θεμελιακή πολιτισμική και πολιτική εμπειρία των αρχαίων Αθηναίων. Όσο δύσκολο θα ήταν ίσως και για κείνους να εννοήσουν μια νεωτερική σύμβαση σαν αυτή του κλασικιστικού ευρωπαϊκού θεάτρου, που κρατάει τις μάζες απέξω, το κοινό του ατομοποιημένο και παθητικό, τις σκοτεινές δυνάμεις των παθών και του θανάτου απωθημένες από τους κανόνες της πειθαρχίας και της λογικής, της ιεραρχίας και της ευπρέπειας. Ακόμη πιο ακατανόητη θα τους ήταν μια άλλη σύζευξη πολιτισμού και πολιτικής, χαρακτηριστική του σύγχρονου κόσμου: οι γιγαντιαίες πολιτικές, αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις ολοκληρωτικών καθεστώτων (το Συνέδριο του ναζιστικού κόμματος ή οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Βερολίνου, που κινηματογράφησε η Ρίφενσταλ), όπου οι μάζες οργανώνονται από τα πάνω κι ενσωματώνονται σ’ ένα τεχνολογικά εξελιγμένο μιλιταριστικό υπερθέαμα – αυτό που ο Μπένγιαμιν αποκάλεσε αισθητικοποίηση της πολιτικής, σε αντίθεση με την επιζητούμενη πολιτικοποίηση της τέχνης. Τέλος, ολότελα αδιανόητες κι εξωτικές θα ήταν στα μάτια τους οι ποικίλες μορφές μαζικής ενημέρωσης και διασκέδασης που δίνουν τον τόνο στις σημερινές μεταδημοκρατίες, από τα τηλεοπτικά τοκ-σόου και τα τηλεπαιχνίδια μέχρι τη Ντίσνεϋλαντ, όπου προγραμματίζεται συστηματικά η ανάμειξη και η ανταπόκριση του κοινού: μια ολόκληρη επικοινωνιακή σκηνοθεσία της συμμετοχής, σωστό «αντιθέατρο της επικοινωνίας», όπως λέει ο Μπωντριγιάρ.
Εκείνο που μας χωρίζει ανεπανόρθωτα από τους αρχαίους είναι ακριβώς η μακραίωνη διαδικασία «εκπολιτισμού» που εκτυλίχθηκε στη Δύση (πρώτα στο εσωτερικό της, προτού αρχίσει να εξάγεται) και της οποίας είμαστε όλοι, ώς ένα σημείο, προϊόντα και φερέφωνα. Εξαγγελμένη για πρώτη φορά στην πλατωνική πολιτεία, υιοθετημένη από το χριστιανισμό, η διαδικασία αυτή έφτασε με την Αναγέννηση και τον κλασικισμό να διαμορφώσει έναν σχηματικό και ψυχικά αφυδατωμένο ανθρώπινο τύπο υπό την αιγίδα του «αρχαίου στιλ» και της «καθαρής ελληνικής ομορφιάς».
Για να το πετύχει, χρειάστηκε να εξορίσει όσο ήταν δυνατό τα αρχέγονα «διονυσιακά» μοτίβα που διασώζονταν σ’ αυτή την παράδοση – τη ζωντανή παρουσία της κοινότητας, τη διάχυτη σωματικότητα, το καταλυτικό γέλιο, που δεν έπαψαν άλλωστε, όπως δείχνει ο Μπαχτίν, να τροφοδοτούν τα καρναβάλια και άλλα λαϊκά δρώμενα σε διάφορους τόπους κι εποχές.
Δεν μπορούμε να μηδενίσουμε το κοντέρ. Είναι πολύ αργά για να αντιστρέψουμε όλη αυτή τη διαδικασία και να ξαναβρούμε στην εικαζόμενη αφετηρία της την ψυχική πυκνότητα, την τραγική επίγνωση και την πολιτική δραστικότητα της αθηναϊκής θεατροκρατίας. Ακόμη και σε μια κοινωνία όπως η ελληνική, ατελώς εκσυγχρονισμένη κι ενσωματωμένη στη Δύση, χωρίς πολύ προτεσταντικό ήθος και καθολική ένοχη συνείδηση, με ζωντανά υπολείμματα ανατολικής παράδοσης και μεσογειακού τρόπου ζωής, μια σειρά καταλυτικές διαδικασίες έχουν κάνει τη δουλειά τους: εμφυλιοπολεμική κρατική καταστολή, μεταπολεμική καπιταλιστική ολοκλήρωση, εμπορευματοποίηση και καταναλωτισμός, έκρηξη των επικοινωνιών, βιοπολιτικός έλεγχος και υπερχρέωση έχουν υπονομεύσει τις όποιες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και αντιστάσεις, κατασκευάζοντας έναν τύπο εξημερωμένου εργαζόμενου ή άνεργου, καταναλωτή, τηλεθεατή και (σήμερα πλέον) χρεωμένου ανθρώπου που δύσκολα θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα κρίσιμα πολιτισμικά και πολιτικά διακυβεύματα των (μετα)μοντέρνων καιρών.
Ωστόσο αυτή η ραγδαία επισκόπηση είκοσι πέντε και πλέον αιώνων δεν είναι μάταιη. Από τις ταραγμένες, αμφίρροπες σχέσεις πολιτισμού και κοινωνίας, εκπολιτισμού και μαζών μπορούμε να αντλήσουμε υλικό για να κρατήσουμε ενεργή την αμφισβήτηση των στερεοτύπων που κλείνουν τον πολιτισμικό μας ορίζοντα και ζωντανή τη λαχτάρα για μια άλλη, πλουσιότερη ψυχική και αισθητηριακή εμπειρία, ανοιχτή τέλος την αναζήτηση για παραδοσιακές ή πειραματικές, mainstream ή εναλλακτικές, ευγενικές ή άγριες μορφές δημιουργικής δράσης, που δεν θ’ αφήνουν μάλιστα ανενόχλητες τις ρουτινιάρικες τελετουργίες της πολιτικής.
Αν έχει κάποιο νόημα αυτή η επίκληση στο φάντασμα της χαμένης θεατροκρατίας, ή καλύτερα στο στοιχειό της, είναι για να το ακολουθούμε όποτε εμφανίζεται, βρίσκοντας και χάνοντας τα ίχνη του εδώ κι εκεί – σ’ ένα μουσικό δράμα του Βάγκνερ ή ένα πολύτοπο του Ξενάκη, μια παράσταση του Théâtre du Soleil ή της Άννας Κοκκίνου, μια ηχογράφηση του Μάιλς Ντέιβις, του Μπομπ Ντύλαν ή του Νικ Κέιβ, μια συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου ή των Active Member, ή ακόμη, σ’ ένα ικαριώτικο πανηγύρι, ένα αντιρατσιστικό φεστιβάλ, μια αληθινή γιορτή για τις απολυμένες καθαρίστριες.
Κι αν πάλι τύχαινε να σκάσει μύτη το στοιχειό τη νύχτα της μεγάλης χαράς μας (αν είναι να ’ρθει κι αυτή), θα το κρατούσαμε νομίζω καλύτερα κοντά μας –θα κρατούσαμε, θέλω να πω, τη συγκίνηση– αν μετά το «People have the power», το επικό ροκ της ονειρεμένης μας νίκης, την ώρα που αδειάζει η πλατεία έπεφτε ένα ωραίο λαϊκό της χαρμολύπης, σαν το «Ζήτα μου ό,τι θες»…
* Ο Κώστας Λιβιεράτος είναι δοκιμιογράφος και επιμελητής βιβλίων, συνιδρυτής των εκδόσεων Αλεξάνδρεια και υπεύθυνος σεμιναρίων στην Εταιρεία Διαπολιτισμικών Σπουδών.