Μειώθηκε μετά το 2010 και πόσο, το κύρος και η επιρροή της χώρας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης;Επιθυμούν οι έλληνες πολίτες μια ενεργή εξωτερική πολιτική που να μην περιορίζεται στα «συνήθη» ζητήματα (Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Κυπριακό, Σκοπιανό κ. λ. π) και σε ποιό βαθμό την απασχολούν παγκόσμια προβλήματα (Αφγανιστάν, Συρία, Υποσαχάρια Αφρική κ. λ. π.);Πρέπει η Ελλάδα να συνεχίσει να υποστηρίζει σταθερά την ένταξη της Τουρκίας στην Ε. Ε και κατά πόσο η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της γειτονικής χώρας αποτελεί απειλή για αυτήν;
Πόσο σημαντική είναι η επίλυση του Κυπριακού για τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και πόσο πιθανό θεωρείται ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας την επόμενη πενταετία και με ποιο επίκεντρο κρίσης;
Σε αυτά και σε περισσότερα ερωτήματα κλήθηκαν να απαντήσουν ακαδημαϊκοί, επιχειρηματίες, διπλωμάτες, πολιτικοί, στρατιωτικοί και δημοσιογράφοι, που συνιστούν την "επίσημη" και την "άτυπη" ελίτ της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (δηλ. oμάδες του ελληνικού πληθυσμού που λόγω της επαγγελματικής τους ιδιότητας, εμπλέκονται με έναν τρόπο στη διαδικασία χάραξης της), σε έρευνα με τίτλο: " National Role and Foreign Policy: A Descriptive Study of Greek Elites" Perceptions towards Turkey, που διενεργήθηκε από το ελληνικό παρατηρητήριο του London School of Economics (LSE), από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο του 2014.
"Τρείς ήταν οι θεματικές ενότητες που απασχόλησαν τους ερωτηθέντες. Η πρώτη αφορούσε την αποσαφήνιση του τρόπου με τον οποίο η "ελίτ" της εξωτερικής πολιτικής αντιλαμβάνεται τη θέση της Ελλάδας στο γεωπολιτικό χάρτη, καθώς και τις δυνατότητές της να επηρεάζει τόσο τις περιφερειακές εξελίξεις, όσο και την παγκόσμια πολιτική και η δεύτερη εστίασε στη Τουρκία και εξέτασε ιδιαίτερα τις αντιλήψεις των ερωτηθέντων ελλήνων για την εξωτερική και εσωτερική πολιτική της γειτονικής χώρας, αλλά και το ρόλο της στη διεθνή σκακιέρα των πολιτικών εξελίξεων. Το θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν το θέμα της τρίτης ομάδας του ερωτηματολογίου, όπου οι εκπρόσωποι των έξι κατηγοριών κλήθηκαν να αξιολογήσουν το σημερινό επίπεδο των σχέσεων μεταξύ των δυο γειτονικών χωρών, τις "απειλές ή τις "ευκαιρίες" που παρουσιάζονται από τη χώρα, αλλά και το βαθμό στον οποίο η τρέχουσα σχέση έχει επηρεαστεί από την παρατεταμένη οικονομική κρίση της Ελλάδας.", εξηγεί ο ένας από τους δύο υπεύθυνους για την έρευνα, ο Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο "Kadir Has" της Κωνσταντινούπολης Κώστας Υφαντής. Ο άλλος είναι ο Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο "Kadir Has" της Κωνσταντινούπολης Δημήτρης Τριανταφύλλου.
Ανομοιογένεια αλλά και σύγκλιση απόψεων…
Η Ελλάδα μπορεί να είναι μια μικρή χώρα ( σύμφωνα με το 57,1% των ερωτηθέντων), αλλά διαθέτει μια δυσανάλογα μεγάλη ικανότητα να επηρεάζει αποτελεσματικά τις διεθνείς εξελίξεις ( κατά το 59,8%) και μπορεί να διαδραματίσει μια σειρά από πιο σημαντικούς και πιο ενεργούς ρόλους, με πρώτον αυτόν του "περιφερειακού ηγέτη". Συνολικά οι ερωτηθέντες συμφωνούν σε ποσοστό 73%, στο ότι η Ελλάδα αποτελεί μια "θετική" μονάδα του διεθνούς συστήματος με την έννοια ότι τηρεί τις διεθνείς δεσμεύσεις της, υπερασπίζεται και προωθεί τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Η πλειοψηφία των διπλωματών (65,4%) και των πολιτικών (52%), υποστηρίζουν επίσης ότι η αντίληψη διεθνώς για τον ρόλο της χώρας έχει «κάπως» επηρεαστεί, ενώ το 71,7% των ακαδημαϊκών, το ίδιο ποσοστό των αξιωματικών, αλλά και το 65% των δημοσιογράφων, καθώς και το 63,3% των επιχειρηματιών δείχνουν ότι η οικονομική κρίση έπληξε το κύρος της («πάρα πολύ» ως «πολύ») και την εξέθεσε στο διεθνές περιβάλλον.
"Αναφορικά με την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν μια έντονη δυσπιστία και μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη για τη γειτονική χώρα ως "απειλή", η οποία δείχνει να είναι το αποτέλεσμα της ακτιβίστικης εξωτερικής πολιτικής της, αλλά και της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και της αύξησης του κύρους της σε μια εποχή που η Ελλάδα, λόγω κρίσης, υφίσταται σημαντική στασιμότητα σε διεθνές επίπεδο, αν όχι οπισθοδρόμηση.", λέει ο Καθηγητής Δημήτρης Τριανταφύλλου.
Οι ερωτηθέντες επίσης συγκλίνουν στην παραδοχή ότι η Τουρκία, παρότι διατηρεί ενισχυμένους δεσμούς με τις Η. Π. Α (68,5% το πιστεύει), απομακρύνεται από τη Δύση και επαναπροσδιορίζει τη θέση και το ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Σχετικά με το ερώτημα αν η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας την τελευταία δεκαετία έχει ενισχύσει την διαδικασία εκδημοκρατισμού της, οι ερωτηθέντες διχογνωμούν (41,5% είναι θετικοί και 37,9% αρνητικοί), παρότι αναγνωρίζουν (κατά 67,6% ) κάποιες αλλαγές στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, που οφείλονται στις θρησκευτικές πεποιθήσεις του τούρκου Πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και της κυβέρνησης του. "Την ίδια στιγμή, μέσω του ερωτηματολογίου, εκφράζεται μια αδιαφορία σχετικά με τις στρατηγικές της γειτονικής χώρας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, αντίδραση που δεν δικαιολογείται σε περιόδους που η σχέση της Τουρκίας με το Ισραήλ και το Ιράν επιδεινώνονται, ενώ την ίδια στιγμή οι σχέσεις του Ισραήλ με την Κύπρο και την Ελλάδα αναβαθμίζονται", συμπληρώνει ο Καθηγητής Τριανταφύλλου.
Στο επίπεδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η ελληνική "ελίτ" συμφωνεί με την στρατηγική προσέγγισης με την Τουρκία που εφαρμόζει από το 1999 η Ελλάδα, αν και δεν συναινεί στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε. Ε , γεγονός που οφείλεται στην έλλειψη εμπιστοσύνης, καθώς η κουλτούρα της σύγκρουσης και του ανταγωνισμού δεν αλλάζει εύκολα. Είναι ενδιαφέρον ωστόσο το γεγονός ότι η ανάπτυξη της τουρκικής οικονομικής δύναμης δεν θεωρείται απειλή για τους Έλληνες ( ένα 40% των ερωτηθέντων υποστηρίζει πως η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας δεν είναι αντιφατική προς τα ελληνικά συμφέροντα, ενώ σε μια παρόμοια ερώτηση σχετικά με το εάν τουρκικές επενδύσεις στην Ελλάδα συνιστούν απειλή για τα ελληνικά συμφέροντα, και ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποκλειστεί, περισσότερο από το 60% των ερωτηθέντων υπέδειξε ότι «διαφωνεί πλήρως» ή «μάλλον διαφωνεί»). Επίσης μια κρίση με την Τουρκία δεν θεωρείται πιθανή για την επόμενη πενταετία (και αν συμβεί θα έχει κατά 59,4% επίκεντρο το Αιγαίο), αν και η συντριπτική πλειοψηφία (πάνω από το 70%) θεωρεί ότι η επίλυση του Κυπριακού αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων. "Αυτό δείχνει και μια ισχυρή προσήλωση στις ρίζες της σύγκρουσης (ιστορικά Κύπρος υπήρξε ο καταλύτης για τις ελληνοτουρκικές κρίσεις σε διάφορες χρονικές στιγμές, όπως του 1955, της περιόδου 1959-1960, του 1974, κ. λ. π).
Από τις απαντήσεις του τελευταίου ερωτήματος που ζητά από τους ερωτηθέντες να αναφέρουν ποιό θέμα, κατά τη γνώμη τους, μπορεί να αποτελέσει αιτία για μια μελλοντική κρίση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, εντύπωση προκαλεί πως η Κύπρος δεν επιλέγεται ούτε από τους αξιωματικούς, αλλά ούτε και από τους δημοσιογράφους ως επίκεντρο κρίσης.", συμπληρώνει ο Καθηγητής Υφαντής.
Οι απόψεις της ελληνικής "ελίτ"…
Σε γενικές γραμμές, οι διπλωμάτες αξιολογούν πολύ θετικά το ρόλο και τις δυνατότητες της Ελλάδας στη διεθνή πολιτική, είναι μάλλον διχασμένοι στην εκτίμηση ότι η Ελλάδα είναι ένα «μικρό» έθνος, αλλά όλοι συμφωνούν στο ότι ο ρόλος της ως "περιφερειακής ηγετικής δύναμης" έχει "κλονιστεί" από την οικονομική κρίση. Οι ίδιοι είναι πολύ δύσπιστοι ως προς τη διαδικασία του τουρκικού εκδημοκρατισμού και καχύποπτοι ως προς το «Δόγμα Νταβούτογλου».
Η ομάδα διχάζεται (με περισσότερες τις αρνητικές απαντήσεις) στο αν θα πρέπει η Ελλάδα να υποστηρίξει σταθερά την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ στη πλειοψηφία της, συμφωνεί με την στρατηγική προσέγγισης που εφαρμόζει από το 1999 η χώρα με τη Τουρκία. Ωστόσο, οι διπλωμάτες είναι μια από τις ομάδες που θεωρούν ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να εμπιστεύεται την Τουρκία και κατατάσσει τη ελληνοτουρκική σχέση σε ένα μεσαίο επίπεδο ( "ούτε καλή, ούτε κακή").
Προβλέψιμοι ως προς την αρνητική προδιάθεσή τους απέναντι στην Τουρκία είναι οι στρατιωτικοί, οι οποίοι ως ομάδα είναι αρκετά ομοιογενής. Η γειτονική χώρα θεωρείται από την πλειοψηφία των στρατιωτικών ως ένας πολύπλοκος και αναξιόπιστος γείτονας, και κατά 55% διαφωνεί με την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και με τη στήριξη αυτής της ένταξης από την Ελλάδα.
Ωστόσο, το ερώτημα που φαίνεται ότι έχει διχάσει την ομάδα είναι αν η εξωτερική πολιτική της χώρας υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει πραγματικά αλλάξει. Οι στρατιωτικοί διαφοροποιούνται σε σύγκριση με άλλες ομάδες εξαιτίας της διαφωνίας τους με την στρατηγική επαναπροσέγγισης της Τουρκίας που υιοθέτησε η Ελλάδα μετά το 1999, αλλά και λόγω της πεποίθησής τους ότι η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας δεν είναι επωφελής για την Ελλάδα.
Στους Πολιτικούς, το διαφορετικό ιδεολογικό υπόβαθρο δίνει περιθώρια για διαφορετικές αντιλήψεις και ερμηνείες των γεγονότων και των καταστάσεων, παρότι στο παρελθόν τα κόμματα έχουν καταλήξει σε συμφωνίες σε σχέση με τον προσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και των προνομίων της χώρας. Το γενικό συμπέρασμα για αυτήν την ομάδα είναι μια αόριστη ομοιομορφία στις απαντήσεις των περισσότερων ερωτήσεων (του τύπου "ούτε συμφωνώ, ούτε διαφωνώ"). Οι πολιτικοί δίνουν αρκετά διαφορετικές απαντήσεις στα ερωτήματα που σχετίζονται με την Ελλάδα και την ικανότητά της να επηρεάσει τη διεθνή πολιτική, αλλά όλοι συναινούν στο ότι ο" περιφερειακός ηγετικός ρόλος" της χώρας τέθηκε σε κίνδυνο (σε διάφορους βαθμούς) από την οικονομική κρίση.
Αναφορικά με την Τουρκία είναι σαφές ότι η ελληνική πολιτική συμφωνεί με την ένταξη της στην ΕΕ, αν και μια σημαντική μειονότητα (36%) διαφωνεί, ενώ η ομάδα των πολιτικών δείχνει αξιοσημείωτη ομοιογένεια ως προς την κατανόηση του «Δόγματος Νταβούτογλου».
Στο ζήτημα της εμπιστοσύνης, η αντίληψη της απειλής που απορρέει από τις δράσεις της Τουρκίας κρίνεται ως μέτρια και ως προς την εκτίμηση αναμονής μιας κρίσης μεταξύ των δύο χωρών στο εγγύς μέλλον, οι πολιτικοί διαφοροποιούνται, αν και τείνουν να συμφωνούν στο ότι στην περίπτωση που συμβεί θερμό επεισόδιο θα σχετίζεται με το Αιγαίο (οριοθέτηση, ΑΟΖ, ενέργεια κλπ).
Τι λένε οι δημοσιογράφοι ….
Οι δημοσιογράφοι αποτελούν την ομάδα με τη λιγότερη συνοχή στις απαντήσεις και όπως δείχνουν τα αποτελέσματα της έρευνας, οι διαφορές σε αρκετές από αυτές είναι σημαντικές, όπως σημαντική είναι και η σύγκλιση των απόψεων σε ορισμένα θέματα.
Όσον αφορά την Ελλάδα, η ελίτ των μέσων μαζικής ενημέρωσης αμφιβάλλει αν μπορεί να επηρεάσει τη διεθνή πολιτική, είτε μέσω συμμαχιών, ή με την ποιότητα των ιδεών της.
Σχετικά με την Τουρκία, οι δημοσιογράφοι δεν αποκλίνουν στις απόψεις τους πολύ από τις άλλες ομάδες, αν και οι διχάζονται σχετικά με το θέμα της ένταξης της στην Ε. Ε, καθώς και με τα περισσότερα από τα ζητήματα που αφορούν τόσο στην εσωτερική πολιτική της Τουρκίας, όσο και στον προσανατολισμό της εξωτερικής της πολιτικής. Για παράδειγμα, το 44% συμφωνεί και το 30% διαφωνεί με το αν η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας μπορεί να επιταχύνει τη διαδικασία εκδημοκρατισμού του της, ενώ το 47,5% συμφωνεί και άλλο τόσο διαφωνεί με την άποψη ότι η Τουρκία μπορεί να καταστεί γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η ελίτ των ΜΜΕ αποτελεί τη δεύτερη ομάδα (μετά από τους ακαδημαϊκούς) που στηρίζει τη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά απρόθυμη να αποδεχτεί τη θέση ότι η Ελλάδα θα πρέπει να εμπιστεύεται την Τουρκία, αν και η αντίληψή της περί απειλής από τη γειτονική χώρα, είναι σε αρκετά χαμηλό επίπεδο σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ομάδες. Είναι πάντως, αξιοσημείωτο το γεγονός πως οι δημοσιογράφοι δεν θεωρούν απίθανη μια κρίση μέσα στην επόμενη πενταετία, γεγονός που αν συμβεί θα έχει το Αιγαίο ως εστιακό σημείο.
Η άποψη των ακαδημαϊκών και των επιχειρηματιών…
Οι επιχειρηματίες είναι η μόνη ομάδα της οποίας οι αρνητικές απαντήσεις είναι περισσότερες από τις θετικές (60% έναντι 40%). Παρότι η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα, μέσω της συνολικής βελτίωσης της οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών τα τελευταία 15 χρόνια , έχει ωφεληθεί, θα περίμενε κάποιος ότι θα υποστήριζε την περαιτέρω προσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών και ότι θα ήταν πιο θετικά προδιατεθειμένη απέναντι στην Τουρκία.
Οι περισσότεροι Έλληνες επιχειρηματίες έχουν μια πολύ θετική άποψη (85% ) για τις δυνατότητες της Ελλάδας και για την αποτελεσματική συμβολή της στην διεθνή πολιτική. Αναφορικά με την Τουρκία, οι επιχειρηματίες διστάζουν να την εμπιστευτούν, ωστόσο δεν την αντιλαμβάνονται ως απειλή, και, επιπλέον, υποστηρίζουν την άποψη ότι η οικονομική ανάπτυξη της θα μπορούσε να ωφελήσει και την Ελλάδα. Οι Τουρκικές άμεσες επενδύσεις στη Ελλάδα (πχ. Τουρισμός) δεν αποτελούν, κατά τη γνώμη των επιχειρηματιών, απειλή για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και δεν θα πρέπει να εμποδιστούν, ενώ οι ίδιοι βλέπουν μάλλον ως απίθανη μια ελληνοτουρκική κρίση μέσα στην επόμενη πενταετία.
Όσον αφορά το σημαντικό ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα έχει καταλυτικό ρόλο για το ελληνοτουρκικό εμπόριο, οι επιχειρηματίες εντελώς απροσδόκητα, φαίνεται, να αντιτίθενται σε μια τέτοια εξέλιξη με ποσοστό 53,4% που υποδηλώνει ότι «διαφωνούν απόλυτα» ή «μάλλον διαφωνούν ».
Η ακαδημαϊκή ελίτ αντιπροσωπεύει μια πολύ ξεχωριστή ομάδα με σημαντικές διαφορές απόψεων σε σχέση με τις υπόλοιπες και παρουσιάζει και μια σημαντική συνοχή στις θέσεις της.
Η ομάδα διατηρεί μακράν, την πιο θετική στάση απέναντι στην Τουρκία και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ έρχεται σε σαφή αντίθεση με τις απαντήσεις των στρατιωτικών. Οι ακαδημαϊκοί συμφωνούν, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα, στο ότι η Τουρκία πρέπει να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση ( 50% «συμφωνώ απόλυτα» και «μάλλον συμφωνώ»), όπως επίσης συναινούν στην εκτίμησή οτι έχει αλλάξει η τουρκική εξωτερική πολιτική υπό τον R.T. Erdogan. Την ίδια ώρα, σχεδόν τρείς στους τέσσερις πανεπιστημιακούς θεωρούν το "Δόγμα Νταβούτογλου" ως μια προσπάθεια δημιουργίας μιας σφαίρας επιρροής της Τουρκίας (την ίδια στιγμή ένα ποσοστό 17%, το υψηλότερο μεταξύ των ομάδων της ελίτ, το αντιλαμβάνεται ως «μηδενικό πρόβλημα» αναφορικά με την εξωτερική πολιτική των γειτόνων).
Η ομάδα των ακαδημαϊκών είναι η μοναδική που εκτιμά μια σημαντι
κή βελτίωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και κατά 81,1% περιγράφει την τρέχουσα κατάσταση μεταξύ των δύο χωρών θετική. Επιπλέον, σχεδόν τρεις στους τέσσερις ακαδημαϊκούς (71,7%) υποστηρίζει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει την υποψηφιότητα της Τουρκίας στην ΕΕ., ενώ θεωρεί μια επερχόμενη κρίση ως τη λιγότερο πιθανή εξέλιξη, ωστόσο, συγκλίνει με τις άλλες ομάδες στην άποψη πως αν ένα τέτοιο γεγονός συμβεί, θα συνδέεται με το Αιγαίο.
Δείτε ολόκληρη την έρευνα στο PDF
Η ΕΚΘΕΣΗ
ΗΜΕΡΗΣΙΑ
ΗΜΕΡΗΣΙΑ