Η πρόσφατη επίσκεψη του Γερμανού
προέδρου Ιωακείμ Γκάουκ στην Τουρκία έμελλε στην κυριολεξία να φέρει τα
πάνω-κάτω διαταράσσοντας σοβαρά το κλίμα των γερμανοτουρκικών σχέσεων.
Αντί, όπως συνέβη μερικές εβδομάδες πριν στην Αθήνα, να επιβεβαιωθεί
αντίστοιχα ένα «καλό κλίμα» στις διμερείς σχέσεις, η κατάσταση ανάμεσα
στην Αγκυρα και το Βερολίνο επιδεινώθηκε στο χειρότερο δυνατό σημείο.
Μια τέτοιας έντασης επιδείνωση καταγράφηκε επίσημα με τις πρωτοφανείς σε ύφος δηλώσεις του Τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν, ο οποίος ξεπέρασε κάθε όριο: έφθασε να επικρίνει όχι μόνο έναν αρχηγό κράτους μεγάλης χώρας στη διάρκεια επίσημης επίσκεψης, αλλά προσέβαλε και προσωπικά τον υψηλό Γερμανό φιλοξενούμενό του. «Του ψιθύρισαν λόγια στη Γερμανία και μας τα λέει τώρα εδώ», δήλωσε σε ομιλία προς τους βουλευτές του κόμματός του φανερά ενοχλημένος. Κι αφού του συνέστησε άκομψα να μην αναμειγνύεται στα εσωτερικά της χώρας του, διότι ο Γκάουκ είχε εφράσει άποψη για την ελευθερία των μέσων και τη δικαιοσύνη στην Τουρκία, ο Ερντογάν χαρακτήρισε απαξιωτικά τον Γερμανό πρόεδρο ως «πάστορα». Ο Τούρκος πρωθυπουργός έμελλε έτσι να προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου πολιτικο-διπλωματική τρικυμία στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Γερμανία.
Για όσους παρακολουθούν την εξέλιξη των γερμανοτουρκικών σχέσεων τα τελευταία χρόνια, η όξυνση που σημειώθηκε στην Αγκυρα είχε μεν πρωτοφανή χαρακτηριστικά, αλλά αποτελούσε μια φυσιολογική κλιμάκωση καταστάσεων που επιβαρύνουν προ πολλού το διμερές κλίμα ανάμεσα στις δύο χώρες. Σε άρθρο του γράφοντος πριν από ένα χρόνο, αναφορικά με κάποιες «ασύμμετρες» εντάσεις στις γερμανοτουρκικές σχέσεις*, είχε επισημανθεί ήδη ο κίνδυνος ενός εκτροχιασμού ενόσω δεν επιχειρούνταν προληπτικές και διορθωτικές κινήσεις σε διάφορα κρίσιμα πεδία.
Η σταθερή άρνηση ενσωμάτωσης των Τούρκων στη γερμανική κοινωνία, στοιχείο που αποτέλεσε πάγια θέση της επίσημης τουρκικής πολιτικής στα τελευταία χρόνια, ενοχλεί σοβαρά το Βερολίνο, όπου καταβάλλονταν ανέκαθεν προσπάθειες αντιμετώπισης του θέματος μέσω συνομιλιών με εκπροσώπους των τουρκικών κοινοτήτων. Κι ενώ αυτές οι απόπειρες δεν οδηγούσαν εκ των πραγμάτων σε αλλαγή διαθέσεων των Τούρκων της Γερμανίας, ο Ερντογάν προκαλούσε ένα πλήρες ναυάγιο όλων των προσπαθειών, καθώς ήταν εκείνος που απέτρεπε τους συμπατριώτες του από κάθε ιδέα αφομοίωσής τους μέσα στους κόλπους της γερμανικής κοινωνίας. Υπήρξαν μάλιστα κι επίσημες καταγγελίες εναντίον του, ότι με τέτοιες δηλώσεις ενθαρρύνει ο ίδιος τον τουρκικό εθνικισμό και μάλιστα επί γερμανικού εδάφους.
Ο επισημαινόμενος τότε εκτροχιασμός επήλθε κατ' αυτάς θεαματικά με την άνευ προηγουμένου έκρηξη οργής του Τούρκου πρωθυπουργού σε βάρος του Γερμανού προέδρου, την ώρα μάλιστα που ο τελευταίος δεν είχε ολοκληρώσει την επίσημη επίσκεψή του στην Τουρκία. Μπορεί ασφαλώς να υποστηρίξει κανείς πως ο Ερντογάν είχε ήδη «πολλά μαζεμένα» και ίσως έχασε γι' αυτό τον έλεγχο των λεγόμενών του, προσβάλλοντας έτσι τον υψηλό φιλοξενούμενό του. Αλλά υπήρξαν όμως κι οι δηλώσεις του Ιωακείμ Γκάουκ επί τουρκικού εδάφους που έφεραν ήδη σε δύσκολη θέση την τουρκική κυβέρνηση, όταν ο Γερμανός Πρόεδρος προέβαινε μέσω αυτών σε μια οιονεί υιοθέτηση αντιπολιτευτικών επικρίσεων σε βάρος του πρωθυπουργού Ερντογάν. Τίθεται συνεπώς το ερώτημα του κατά πόσον ο Ιωακείμ Γκάουκ είχε εξουσιοδοτηθεί από το Βερολίνο να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα τον Ερντογάν για όσα κατά καιρούς είχε εκείνος δηλώσει εναντίον των γερμανικών αρχών και της κυβέρνησης Μέρκελ, με αφορμή ύποπτα ατυχήματα σε σπίτια τουρκικών οικογενειών καθώς και φόνους Τούρκων από μέλη νεοναζιστικών οργανώσεων.
Πέρα όμως από τις άμεσες επιπτώσεις και τη σοβαρότητα όλων των προηγουμένων, η εικόνα της Τουρκίας έχει υποστεί ήδη μια σοβαρή αλλοίωση στο εξωτερικό. Σε τούτο έχει συμβάλει αρκούντως με τη στάση του κι ο ίδιος ο Τούρκος πρωθυπουργός. Στη δυτική δημοσιότητα όμως επικρατεί τελευταία ένα κλίμα καχυποψίας απέναντι στην Τουρκία, το οποίο άρχισε να εκδηλώνεται αφότου ο Ερντογάν διέκοψε απότομα τη συνεργασία της χώρας του με το Ισραήλ. Τούτο βεβαίως ενισχύθηκε από εκτιμήσεις ορισμένων σχολιαστών που προέβλεπαν πιθανή συμπόρευση της Τουρκίας ακόμη και με το Ιράν. Τελευταία όμως, η εικόνα αυτή μεταβάλλεται σταδιακά και η προβληματική επί των εξελίξεων μετατοπίζεται σε άλλα πεδία. Ετσι εκτιμούν σ' ένα βαθμό κάποιοι, ότι ο Ερντογάν επιδιώκει να κερδίσει χρόνο έως ότου αναπροσαρμόσει την πορεία της Τουρκίας, αφού πρώτα εδραιώσει την εξουσία του με ένα είδος εκλεγόμενης δεσποτείας. Οπως δηλαδή αυτή ασκείται ήδη σε άλλα κεντροασιαστικά κράτη με επίσημη θρησκεία το ισλάμ. Μια τέτοια μορφή εξουσίας θα κατέτεινε σε μια μοντέρνα εκδοχή χαλιφάτου κι αυτό φυσικά προκαλεί τρόμο όχι μόνο στη Γερμανία αλλά πανευρωπαϊκά.
* Βλ. «Ασύμμετρες» γερμανοτουρκικές εντάσεις, «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», φ. 13 Απριλίου 2013.