Του Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη-Μια μικρή κρίση κατέστη για ακόμα μια φορά ανεξέλεγκτη, με απρόβλεπτες επιπτώσεις για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια
Η ουκρανική κρίση λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, όπως συμβαίνει
πολλές φορές σε ανάλογες περιπτώσεις, όταν ο πολιτικός διάλογος
υποκαθίσταται από την άσκηση στρατιωτικής βίας, οι διάφορες υπηρεσίες
-μυστικές ή φανερές- χρηματοδοτούν παιχνίδια πολέμου, επικοινωνιακού,
ψυχολογικού και κοινής γνώμης, με το στήσιμο χρηματοδοτούμενων
διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων των μαζών, υπέρ ή εναντίον κυβερνήσεων
και αξιωματούχων της πολιτικής.
Όταν λοιπόν όλα αυτά συμβαίνουν στο θέατρο των επιχειρήσεων και όπου ο λαός, η κοινή γνώμη και η δημοσιότητα χειραγωγούνται από εξωχώρια κέντρα καθοδήγησης και λήψης αποφάσεων και όταν το παρακράτος και οι παραστρατιωτικοί μηχανισμοί έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, τότε η σύγκρουση και η πολεμική σύρραξη, εντός και εκτός της επικράτειας, καθίστανται κλιμακούμενα ανεξέλεγκτες.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία είναι ένας δυνάμει ανοικτός εμφύλιος, ο οποίος απειλεί με διεύρυνση στο επίπεδο της χώρας με συμπερίληψη και νέων περιοχών της ανατολικής Ουκρανίας, αλλά και με περαιτέρω εμπλοκή νέων συμμετεχόντων, παραγόντων και συντελεστών της ένοπλης αντιπαράθεσης. Αυτό συνεπάγεται μια επέκταση του εσωτερικού πολέμου σε διάφορα επίπεδα, που συνήθως καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την ειρηνική διευθέτηση του προβλήματος, που αρχικά ανέκυψε και αφορούσε μόνο στην Κριμαία και που σήμερα απειλεί την υπόσταση του ίδιου του ουκρανικού κράτους.
Η σύγκρουση εκδηλώθηκε με την πτώση του Γιανουκόβιτς, η οποία προκλήθηκε από εξωγενείς παράγοντες, όπου, παρά το διεφθαρμένο της διοίκησής του, η υπόθεση ανήκε στην ίδια την ουκρανική κοινωνία και τους εκπροσώπους της, προκειμένου να τον αντικαταστήσει ομαλά και στο επίπεδο της δημοκρατικής νομιμότητας, δηλαδή όπως προβλέπει το κράτος δικαίου, η δημοκρατία και η ελεύθερη συμμετοχή των ατόμων στην πολιτική.
Τόσο η Ουκρανία όσο και οι άλλες χώρες-μέλη του πρώην σοβιετικού τύπου διακυβέρνησης, δεν κατείχαν το παιχνίδι της δημοκρατίας. Αυτό συνεπάγεται πως δεν είχαν και δεν έχουν παράδοση στο δημοκρατικό σύστημα πολιτικής και ως απότοκος αυτού τα πλείστα των καθεστώτων που αναδύθηκαν με την πτώση της ΕΣΣΔ, καθώς και η προκάτοχος του Γιανουκόβιτς, διακρίθηκαν και διακρίνονται για τη διαφθορά και την έλλειψη κράτους δικαίου στο πολιτικό τους σύστημα.
Εκείνο που έχει σημασία να αναδείξει κανείς, ενόψει των δραματικών εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα στην Ουκρανία, είναι το γεγονός ότι από ένα μεμονωμένο περιστατικό που θα μπορούσε να διευθετηθεί χωρίς πολεμικές αναμετρήσεις και εμφύλιο σπαραγμό εν τη γενέσει του, μέσω της έγκαιρης παρέμβασης μεγάλων δυνάμεων της Δύσης σε διάλογο με τη Μόσχα, αποτρέποντας, δηλαδή, την κλιμάκωση μέσα από προληπτικές κινήσεις και συμφωνίες σε επίπεδο μεγάλων δυνάμεων.
Η σημερινή κλιμάκωση και ανεξέλεγκτη επέκταση του πολέμου, ο οποίος -επαναλαμβάνουμε- όταν κλιμακώνεται τον έλεγχο της κατάστασης χάνουν οι πολιτικοί και τον παίρνουν οι στρατιωτικοί, οι οποίοι αποσκοπούν στη νίκη και όχι απαραιτήτως στην ειρηνική επίλυση του προβλήματος, δεν οδηγεί σε λύσεις που να διευθετούν το πρόβλημα μέσω της διπλωματίας, δηλαδή ειρηνικά, αλλά απειλούν τη μετατροπή της σύγκρουσης σε μια διευρυνόμενη στρατιωτική αναμέτρηση.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα μπορεί να προσεγγιστεί σε δύο επίπεδα: Το πρώτο επίπεδο αναφέρεται στο εσωτερικό της Ουκρανίας και στις επιρροές που δέχεται από τα εξωτερικά περιφερειακά πολιτικά κέντρα. Αυτό σημαίνει πως ο ρωσόφωνος πληθυσμός των ανατολικών περιοχών, επηρεαζόμενος ακόμα και ψυχολογικά από τη ρωσική στήριξη και ισχύ, έχει αποκτήσει μια δυναμική υπαγορευόμενη από το σύνδρομο της Κριμαίας. Το σύνδρομο της Κριμαίας χαρακτηρίζει μια δυναμική τάση αυτονόμησης της ανατολικής Ουκρανίας από το Κίεβο και σταδιακής διολισθούμενης προσκόλλησής της στη Ρωσική Ομοσπονδία. Αυτό είναι το πρώτο βήμα σταδιακής απόσχισής της από το ουκρανικό πολιτικό σύστημα.
Το δεύτερο επίπεδο είναι το διεθνές, που σημαίνει πως σε μια περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όπου η αλληλεξάρτηση είναι το βασικό στοιχείο που συνδέει τις οικονομίες και τις κοινωνίες στον 21ο αιώνα, η ουκρανική κρίση έρχεται να πλήξει κάθε δυνατότητα μεγαλύτερων συγκλίσεων και διεθνών συνεργασιών, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υπάρχει οποιοδήποτε ενδεχόμενο επιστροφής στην ψυχροπολεμική στρατιωτική αντιπαράθεσης τής προ του 1989/1991 περιόδου. Θα επηρεαστεί, δηλαδή, η παγκόσμια οικονομία επί τα χείρω, χωρίς να συγκρουστούν στρατιωτικά οι μεγάλες δυνάμεις μεταξύ τους. Όμως, παρά το γεγονός ότι οι Δυνάμεις δεν είναι σε θέση να συγκρουστούν στρατιωτικά, δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει το ενδεχόμενο συγκρούσεων των Μεγάλων Δυνάμεων σε επίπεδο δορυφόρων εντός της ουκρανικής επικράτειας.
Αυτό θα σήμαινε μια καταστροφική εξέλιξη για ολόκληρη την περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, στον βαθμό που κάνεις αυτήν τη στιγμή δεν μπορεί να προβλέψει ότι δεν θα έβρισκε απήχηση, εν είδει παραδείγματος, η ουκρανική κρίση σε άλλες περιοχές του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ηγεσίες τις πρώην ΕΣΣΔ συνήθιζαν να μετακινούν τον ρωσικό πληθυσμό σε διάφορες περιοχές της επικρατείας της, προκειμένου να έχουν καλύτερο έλεγχο των κρατιδίων που αποτελούσαν τη Σοβιετική Ομοσπονδία. Θα μπορούσε κανείς, συμπερασματικά, να διαπιστώσει πως μια μικρή κρίση κατέστη, για ακόμα μια φορά, ανεξέλεγκτη με απρόβλεπτες επιπτώσεις για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
Όταν λοιπόν όλα αυτά συμβαίνουν στο θέατρο των επιχειρήσεων και όπου ο λαός, η κοινή γνώμη και η δημοσιότητα χειραγωγούνται από εξωχώρια κέντρα καθοδήγησης και λήψης αποφάσεων και όταν το παρακράτος και οι παραστρατιωτικοί μηχανισμοί έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, τότε η σύγκρουση και η πολεμική σύρραξη, εντός και εκτός της επικράτειας, καθίστανται κλιμακούμενα ανεξέλεγκτες.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία είναι ένας δυνάμει ανοικτός εμφύλιος, ο οποίος απειλεί με διεύρυνση στο επίπεδο της χώρας με συμπερίληψη και νέων περιοχών της ανατολικής Ουκρανίας, αλλά και με περαιτέρω εμπλοκή νέων συμμετεχόντων, παραγόντων και συντελεστών της ένοπλης αντιπαράθεσης. Αυτό συνεπάγεται μια επέκταση του εσωτερικού πολέμου σε διάφορα επίπεδα, που συνήθως καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την ειρηνική διευθέτηση του προβλήματος, που αρχικά ανέκυψε και αφορούσε μόνο στην Κριμαία και που σήμερα απειλεί την υπόσταση του ίδιου του ουκρανικού κράτους.
Η σύγκρουση εκδηλώθηκε με την πτώση του Γιανουκόβιτς, η οποία προκλήθηκε από εξωγενείς παράγοντες, όπου, παρά το διεφθαρμένο της διοίκησής του, η υπόθεση ανήκε στην ίδια την ουκρανική κοινωνία και τους εκπροσώπους της, προκειμένου να τον αντικαταστήσει ομαλά και στο επίπεδο της δημοκρατικής νομιμότητας, δηλαδή όπως προβλέπει το κράτος δικαίου, η δημοκρατία και η ελεύθερη συμμετοχή των ατόμων στην πολιτική.
Τόσο η Ουκρανία όσο και οι άλλες χώρες-μέλη του πρώην σοβιετικού τύπου διακυβέρνησης, δεν κατείχαν το παιχνίδι της δημοκρατίας. Αυτό συνεπάγεται πως δεν είχαν και δεν έχουν παράδοση στο δημοκρατικό σύστημα πολιτικής και ως απότοκος αυτού τα πλείστα των καθεστώτων που αναδύθηκαν με την πτώση της ΕΣΣΔ, καθώς και η προκάτοχος του Γιανουκόβιτς, διακρίθηκαν και διακρίνονται για τη διαφθορά και την έλλειψη κράτους δικαίου στο πολιτικό τους σύστημα.
Εκείνο που έχει σημασία να αναδείξει κανείς, ενόψει των δραματικών εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα στην Ουκρανία, είναι το γεγονός ότι από ένα μεμονωμένο περιστατικό που θα μπορούσε να διευθετηθεί χωρίς πολεμικές αναμετρήσεις και εμφύλιο σπαραγμό εν τη γενέσει του, μέσω της έγκαιρης παρέμβασης μεγάλων δυνάμεων της Δύσης σε διάλογο με τη Μόσχα, αποτρέποντας, δηλαδή, την κλιμάκωση μέσα από προληπτικές κινήσεις και συμφωνίες σε επίπεδο μεγάλων δυνάμεων.
Η σημερινή κλιμάκωση και ανεξέλεγκτη επέκταση του πολέμου, ο οποίος -επαναλαμβάνουμε- όταν κλιμακώνεται τον έλεγχο της κατάστασης χάνουν οι πολιτικοί και τον παίρνουν οι στρατιωτικοί, οι οποίοι αποσκοπούν στη νίκη και όχι απαραιτήτως στην ειρηνική επίλυση του προβλήματος, δεν οδηγεί σε λύσεις που να διευθετούν το πρόβλημα μέσω της διπλωματίας, δηλαδή ειρηνικά, αλλά απειλούν τη μετατροπή της σύγκρουσης σε μια διευρυνόμενη στρατιωτική αναμέτρηση.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα μπορεί να προσεγγιστεί σε δύο επίπεδα: Το πρώτο επίπεδο αναφέρεται στο εσωτερικό της Ουκρανίας και στις επιρροές που δέχεται από τα εξωτερικά περιφερειακά πολιτικά κέντρα. Αυτό σημαίνει πως ο ρωσόφωνος πληθυσμός των ανατολικών περιοχών, επηρεαζόμενος ακόμα και ψυχολογικά από τη ρωσική στήριξη και ισχύ, έχει αποκτήσει μια δυναμική υπαγορευόμενη από το σύνδρομο της Κριμαίας. Το σύνδρομο της Κριμαίας χαρακτηρίζει μια δυναμική τάση αυτονόμησης της ανατολικής Ουκρανίας από το Κίεβο και σταδιακής διολισθούμενης προσκόλλησής της στη Ρωσική Ομοσπονδία. Αυτό είναι το πρώτο βήμα σταδιακής απόσχισής της από το ουκρανικό πολιτικό σύστημα.
Το δεύτερο επίπεδο είναι το διεθνές, που σημαίνει πως σε μια περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όπου η αλληλεξάρτηση είναι το βασικό στοιχείο που συνδέει τις οικονομίες και τις κοινωνίες στον 21ο αιώνα, η ουκρανική κρίση έρχεται να πλήξει κάθε δυνατότητα μεγαλύτερων συγκλίσεων και διεθνών συνεργασιών, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υπάρχει οποιοδήποτε ενδεχόμενο επιστροφής στην ψυχροπολεμική στρατιωτική αντιπαράθεσης τής προ του 1989/1991 περιόδου. Θα επηρεαστεί, δηλαδή, η παγκόσμια οικονομία επί τα χείρω, χωρίς να συγκρουστούν στρατιωτικά οι μεγάλες δυνάμεις μεταξύ τους. Όμως, παρά το γεγονός ότι οι Δυνάμεις δεν είναι σε θέση να συγκρουστούν στρατιωτικά, δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει το ενδεχόμενο συγκρούσεων των Μεγάλων Δυνάμεων σε επίπεδο δορυφόρων εντός της ουκρανικής επικράτειας.
Αυτό θα σήμαινε μια καταστροφική εξέλιξη για ολόκληρη την περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, στον βαθμό που κάνεις αυτήν τη στιγμή δεν μπορεί να προβλέψει ότι δεν θα έβρισκε απήχηση, εν είδει παραδείγματος, η ουκρανική κρίση σε άλλες περιοχές του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ηγεσίες τις πρώην ΕΣΣΔ συνήθιζαν να μετακινούν τον ρωσικό πληθυσμό σε διάφορες περιοχές της επικρατείας της, προκειμένου να έχουν καλύτερο έλεγχο των κρατιδίων που αποτελούσαν τη Σοβιετική Ομοσπονδία. Θα μπορούσε κανείς, συμπερασματικά, να διαπιστώσει πως μια μικρή κρίση κατέστη, για ακόμα μια φορά, ανεξέλεγκτη με απρόβλεπτες επιπτώσεις για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου