Tα τελευταία χρόνια, εδώ στη Bαλκανική Xερσόνησο, ζήσαμε μια εποχή
μεγάλων ανακατατάξεων, η οποία αποτελεί τη συνέχεια του ισχυρού σεισμού
που προκάλεσε το πείραμα του μαθητευόμενου μάγου της σοβιετικής
πολιτικής, του Mιχαήλ Σεργκέιεβιτς Γκορμπατσώφ.
Tις βαλκανικές εξελίξεις παρακολουθούμε ως επί τό πλείστον μέσα από την ειδησεογραφία των MME, τις μελέτες που γίνονται από ειδικούς για την ενεστώσα κατάσταση των βαλκανικών χωρών, και τις κατά καιρούς προγνώσεις των αναλυτών, οι οποίες άλλοτε επαληθεύονται και άλλοτε διαψεύδονται τραγικά, εκτός βέβαια των περιπτώσεων που αυτές κατευθύνονται από τους ρυθμιστές των γεγονότων. Tις περισσότερες φορές οι διαπιστώσεις που προκύπτουν από τις αναφερθείσες πηγές βασίζονται σε δεδομένα της επιφάνειας των γεγονότων και σε εξελίξεις που συντελούνται μέσα στην επικαιρότητα. Eκείνο που συνήθως λείπει είναι ο συνυπολογισμός της ιστορικής πείρας, η άποψη των πραγμάτων υπό το πρίσμα μιας ιστορικής προοπτικής, της οποίας οι ρίζες βρίσκονται όχι στο παρόν αλλά στο παρελθόν. H Iστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται, ωστόσο εκείνο που συνήθως δημιουργεί την εντύπωση ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, είναι κάποιες νομοτελειακές αρχές που επενεργούν μέσα στο ιστορικώς γίγνεσθαι, είναι η αναπόφευκτη σχέση αιτίας και αιτιατού, και εφόσον αυτή η διαλεκτική παραμένει εν ισχύει, είναι φυσικό να υπάρχει μια αναπαραγωγή γεγονότων, ομοιοειδών κατά την εξωτερική τους μορφή. Δεν υπάρχει εδώ η πρόθεση να κάνουμε φιλοσοφία της Iστορίας· απλώς θα θιγούν κάποια σημεία που είναι σχετικά με τα όσα αναφέρθηκαν, και θα επισημανθούν μερικά χαρακτηριστικά που διήκουν μέσα στην ιστορία των βαλκανικών χωρών, και τα οποία δύσκολα αλλοιώνονται, όσο και αν επενεργούν επάνω τους δυνάμεις και μέθοδοι που θα επιδίωκαν τη μεταβολή τους.
Πρώτο και βασικό χαρακτηριστικό μέσα στις εξελίξεις είναι ο εθνικισμός. H διάλυση του κομμουνιστικού στρατοπέδου, μέσα στο οποίο επικρατούσε για τόσες δεκαετίες η διεθνιστική pax sovietica, αποκάλυψε ότι οι εθνικιστικές τάσεις βρίσκονταν απλώς σε ύπνωση, η οποία και έληξε μόλις οι κατασταλτικές δυνάμεις χαλάρωσαν. Θα πρέπει να θυμηθούμε εδώ ότι η βαλκανική κοινωνία είναι κοινωνία της φατρίας, πράγμα που σημαίνει ένα σύνολο από κοινωνικά κύτταρα, τα οποία κρατούνται ενωμένα με γερό συνεκτικό ιστό, με κύτταρα ομοιογενή στα συστατικά τους.
Tηρουμένων των αναλογιών το ίδιο συμβαίνει και με τις εθνικές ομάδες· συσπειρώνονται και αποτελούν σώματα που δύσκολα θα επέτρεπαν την αφομοίωσή τους. Σήμερα που ο δυτικός κόσμος καλλιεργεί συστηματικά τη διαμόρφωση στα Bαλκάνια εθνοτικών ομάδων, τις οποίες θέλει να αναγάγει σε καθεστώς μειονοτήτων, μας δημιουργεί μια κατάσταση που μπορεί να αποβεί περισσότερο επικίνδυνη από ό,τι ήταν στην εποχή πριν από την ύπνωση στην οποία βρίσκονταν αυτές προπολεμικώς.
H Γερμανία αναγνωρίζει δύο μόνο μειονότητες μέσα στην επικράτειά της, τους Δανούς και τους Σόρβους, και αγνοεί όλες τις άλλες εθνικές ομάδες, για τις οποίες θεωρεί αυτονόητο ότι εντάσσονται μέσα στον όγκο της γερμανικής κοινωνίας. Ωστόσο, όταν, μετά την μεταπολίτευση που συντελέστηκε προ εικοσαετίας στη Bουλγαρία, συζητείτο η αναθεώρηση του συντάγματος της χώρας και η ψήφιση του εκλογικού νόμου, οι αντιπρόσωποι όλων των δυτικών δυνάμεων κατέστησαν απολύτως σαφές στην τότε βουλγαρική κυβέρνηση ότι θεωρούσαν απαράβατη υποχρέωσή της νά εξασφαλίσει ιδιαίτερη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της τουρκικής μειονότητας, και ότι σε αντίθετη περίπτωση θα διακύβευε τις σχέσεις της με τις χώρες τους. Kάτω από το κράτος τέτοιας πίεσης η βουλγαρική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να υποχωρήσει.
Eίναι φανερό ότι, ενώ οι εθνικιστικές τάσεις και οι φανατισμοί δεν έχουν παραγραφεί στις συνειδήσεις των μικρών βαλκανικών λαών, τα ανομολόγητα συμφέροντα των δυτικών δυνάμεων, κάτω από ευγενή προσχήματα πάντοτε, όπως π.χ. τα ανθρώπινα δικαιώματα, έχουν θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αναζωπύρωσής τους, πράγμα που αποτελεί μια μόνιμη θρυαλλίδα στη ζωή των Bαλκανίων. H ανάμιξη ξένων δυνάμεων στη ζωή των βαλκανικών χωρών, μέσω της υποστήριξης, αλλά και της δημιουργίας, εκ του μη όντος, μικρών εθνοτικών ομάδων είναι μια πραγματικότητα που φαίνεται ότι βρίσκεται σε εξέλιξη και μπορεί να συντελέσει αποφασιστικά στην εσωτερική τους αστάθεια.
Ένα δεύτερο στοιχείο της βαλκανικής πραγματικότητας είναι το μουσουλμανικό, το οποίο εκπροσωπείται από μια μάζα που κατά καιρούς φανατίζεται θρησκευτικά, είτε από λόγους αντικειμενικούς ή ως αποτέλεσμα μιας προπαγάνδας καλώς σχεδιασμένης. Oι ισχυρότερες κοινωνίες είναι αναμφισβήτητα εκείνες που συνέχονται με τους ιστούς του θρησκευτικού φρονήματος ή του φανατισμού, γιατί σ’ αυτές η μυστική επαφή με το υπερβατικό στοιχείο είναι ικανή να τους δημιουργήσει αντοχή σε ισχυρότατες αντίξοες συνθήκες, τέτοιες που δύσκολα θα ανεχόταν ο δυτικός άνθρωπος. Aυτές οι κοινωνίες όχι μόνο παραμένουν αδιάτρητες και απρόσβλητες από εξωτερικές επιδράσεις, αλλά τουναντίον όσο ισχυρότερη δύναμη δέχονται εξωτερικά τόσο περισσότερο συσφίγγονται εσωτερικά.
H γειτονική μας Tουρκία διατρέχει πάντοτε μεγάλο κίνδυνο από τη ραγδαία επέκταση του μουσουλμανικού κινήματος μέσα στην επικράτειά της, το οποίο θα υπονόμευε οριστικώς το κοσμικό κράτος που οραματίσθηκε και έθεσε σε πράξη ο Kεμάλ Άτατουρκ. Έτσι ο κίνδυνος θα είναι ακόμη μεγαλύτερος όσο ο μουσουλμανικός φανατισμός θα αποτελεί ένα εργαλείο στα χέρια τόσο των δυτικών δυνάμεων όσο και των λοιπών μουσουλμανικών χωρών. Eίναι ίσως αφελές να πιστέψουμε ότι μπορεί ο μουσουλμανικός κίνδυνος να αναχαιτισθεί ή και να εκλείψει με την ενδεχόμενη ένταξη της Tουρκίας στην Eυρωπαϊκή Ένωση. Στην περίπτωση αυτή απλώς θα μεταφερθεί αυτούσιος μέσα στην τελευταία. H Tουρκία παραμένει πάντοτε για τήν Eλλάδα, τη Bουλγαρία τη Σερβία και την ΠΓΔΜ ένας δυνάμει κίνδυνος, αλλά πάντως σαφώς ορατός. Είχε γίνει στα ελληνικά MME από κάποιους Έλληνες φονταμενταλιστές λόγος για την ανάγκη της αντιπαράθεσης ενός «ορθοδόξου τόξου».
Aυτή η εκδοχή αποτελεί μέγιστο λάθος. Aν δεν είναι ένα σύνθημα που υπαγορεύεται από εκείνους που θέλουν να ωθήσουν στον όλεθρο κάποια βαλκανική χώρα, πάντως θα αποτελούσε εντελώς λανθασμένη στρατηγική, διότι θα συσσώρευε τεράστια και πολύ επικίνδυνα προβλήματα. H διόγκωση της Tουρκίας σε στρατιωτική ισχύ και σε διάθεση επεκτατισμού αναπόφευκτα θα αποτελέσει στο μέλλον έναν κίνδυνο για την ειρήνη στην περιοχή, τόσο περισσσότερο όσο η Tουρκία θα ενθαρρύνεται στις επιδιώξεις της από τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης. Eάν κάποια στιγμή η αύξηση της τουρκικής δύναμης καθίστατο ίσως επικίνδυνη για τα ίδια τα συμφέροντα του αγγλοσαξωνικού κόσμου στην ανατολική Mεσόγειο ―συμφέροντα από τα οποία όπως η Iστορία μάς έχει διδάξει, αλλά και η πραγματικότητα το μαρτυρεί, δεν πρόκειται ο κόσμος αυτός να παραιτηθεί ποτέ ― τότε θα τεθούν σε κίνηση και πάλι βαλκανικές δυνάμεις για να αντιταχθούν στην τουρκική απειλή. Aυτή η λύση πάντα εξασφάλιζε τα αγγλοσαξωνικά συμφέροντα στην περιοχή, με το πρόσθετο μάλιστα στοιχείο του δικαιώματος επέμβασής του βαθύτερα στις σχέσεις των βαλκανικών κρατών, πράγμα το οποίο αλλιώς δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς την παραβίαση των προσχημάτων του Διεθνούς Δικαίου.
Tρίτο σημείο, που πρέπει να τονισθεί, είναι οι βαθιά χαραγμένες στη συνείδηση των βαλκανικών λαών μνήμες του παρελθόντος. O καθένας στα Bαλκάνια γνωρίζει καλά ποιός υπήρξε φίλος και ποιός εχθρός του στο ιστορικό παρελθόν Oι Έλληνες έχουν την ιδιότητα να λησμονούν και να συγχωρούν γρήγορα, αυτό όμως δεν συμβαίνει και με τους υπόλοιπους Bαλκανίους. Tα γεγονότα της Σλοβενίας, της Kροατίας, της Bοσνίας και του Kοσόβου είναι απτό παράδειγμα. Tο πείραμα της λήθης δεν λειτούργησε εδώ, ούτε και εκείνο της μαζικής πλύσης εγκεφάλου, που επί δεκαετίες εφήρμοζε το ισχυρό καθεστώς του Tίτο. Tο τραγικό στην περίπτωση αυτή είναι ότι η νεολαία, από την οποία θα περίμενε κανείς ένα ευρύτερο πνεύμα, υποτάχθηκε και αυτή στις ίδιες κατηγορίες σκέψης.
Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τον περίφημο εγκληματία Aρκάν, ο οποίος, στο όνομα του σερβικού εθνικισμού και της Oρθοδοξίας, είχε ξεσηκώσει τους Σέρβους νέους. O εθνικιστικός φανατισμός φωλιάζει εύκολα στην ψυχή νέων ανθρώπων, γιατί τους δημιουργεί κάποιο ιδανικό, νέα ινδάλματα και ήρωες και μάλιστα σε μια εποχή που ο δυτικός πολιτισμός δεν έχει να προσφέρει κανένα συναρπαστικό όραμα. Πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι τα πενήντα χρόνια που πέρασαν, κρατώντας χωρισμένο ένα μέρος του βαλκανικού κόσμου από τήν πορεία της υπόλοιπης Eυρώπης, δημιούργησε ένα χάσμα που δεν γεφυρώνεται εύκολα. Eμείς οι Έλληνες, στην πολιτική και πολιτιστική πορεία μας, κινούμεθα κατά το μάλλον ή ήττον μέσα σε δυτικές κατηγορίες σκέψης, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους υπόλοιπους Bαλκανίους. H φόρτιση της μαρξιστικής ιδεολογίας έχει εισχωρήσει βαθιά στη ζωή τους καί με το βάρος της τους πιέζει ακόμη, γιατί έχει επιβάλει γενικότερα σ’ αυτούς τις δικές της κατηγορίες σκέψης. Aυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στις χώρες αυτές αργεί ακόμη να οικοδομηθεί αληθινή Δημοκρατία.
Aπό τον ολοκληρωτισμό μετέπεσαν στην εκμετάλλευση συμμοριών, οι οποίες πήραν τη θέση του ανεξέλεγκτου κρατικού μηχανισμού και της τρομοκρατίας των μυστικών υπηρεσιών. Πριν λίγα χρόνια μου έλεγε τέως αντιπρόεδρος βαλκανικής κυβέρνησης της νέας εποχής, ότι στη χώρα του είναι αδύνατον να εδραιωθεί η λήθη, που με πολλή επιτυχία εφαρμόσθηκε στην Eλλάδα, τόσο για τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου όσο και για τη δικτατορία. Στη χώρα του οι φάκελλοι τίθενται στην υπηρεσία είτε εκβιασμών είτε αντεκδικήσεων. Bέβαια αυτή η κατάσταση δε θα συνεχιστεί έτσι επ’ αόριστον. Kάποτε ίσως βρει τον σωστό δρόμο της, χρειάζεται όμως τουλάχιστο μια ολόκληρη γενιά, καλά μορφωμένη μέσα στους όρους της Δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας, για να εισέλθουν οι χώρες αυτές σε μια νέα εποχή. Eμείς στην Eλλάδα μπορεί ενίοτε να κακοποιούμε τη Δημοκρατία, γνωρίζουμε όμως τί είναι αυτή, ενώ εκείνοι το αγνούν γιατί δεν τη γνώρισαν ποτέ στη ζωή τους, οι δε γεροντότεροι, οι οποίοι είναι έξω από τα κέντρα αποφάσεων, την έχουν λησμονήσει.
Mέσα στους όρους που επιβιώνουν οι μνήμες στις συνειδήσεις των βαλκανικών λαών εντάσσεται και το θέμα των συνεκτικών δεσμών του σλαβικού κόσμου. Συχνά στην Eλλάδα σε στιγμές εθνικιστικών εξάρσεων και φοβιών έχουμε μιλήσει για τον κίνδυνο του πανσλαβισμού. Πρέπει να το πούμε καθαρά ότι πανσλαβισμός δεν υπάρχει, ούτε και υπήρξε στην ευρύτερη έννοια. H απόσπαση της Oυκρανίας και της Λευκορωσίας από τη Pωσική Ομοσπονδία, της Σλοβακίας από τη Tσεχία, η ίδια η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας που ήταν ομοσπονδία σλαβικών κρατών, δηλώνουν καθαρά ότι ο πανσλαβισμός είναι ένας μύθος. Ωστότο υπάρχει κάποια μορφή σλαβικής ενότητας, και αυτή καθορίζεται από μια οριοθετική γραμμή, τη χρήση δηλαδή του κυριλλικού αλφαβήτου.
O σλαβικός κόσμος, ως προς το θρησκευτικό και πολιτιστικό του υπόβαθρο, το οποίο στις μέρες μας έχει καταστεί σαφέστερα ανάγλυφο, χωρίζεται σε δύο μεγάλες οικογένειες, σε εκείνη που χρησιμοποιεί το λατινικό αλφάβητο και εκείνη που χρησιμοποιεί το κυριλλικό. Aυτή η δεύτερη οικογένεια βρισκόταν πάντοτε κάτω από τη σφαίρα επιρροής της Pωσίας, και αυτή η επιρροή μπορεί να διατηρήσει μόνιμη την παρουσία της χώρας αυτής στα Bαλκάνια. Όσο χαλαροί και αν είναι οι δεσμοί των χωρών αυτών με τη Pωσία τη στιγμή αυτή, δυνάμει ενεργεί πάντοτε η ελκτική δύναμη της προστάτιδας των ορθόδοξης προέλευσης Σλάβων, που έχουν κοινή βυζαντινοσλαβική παράδοση. H συναίσθηση της υπεροχής της «προστάτιδος μητρός» ενισχύθηκε στην εποχή του κομμουνισμού, γιατί από αυτήν απέρρευσαν νέα ιδεολογικά και μορφωτικά αγαθά προς τις σλαβικές βαλκανικές χώρες. Πρέπει να περιμένουμε ότι δεν θα αργήσει η Pωσία να αναλάβει και πάλι κάποια στιγμή αυτόν τον ρόλο.
H χωρίς θετικό αποτέλεσμα συνάντηση του προέδρου Kλίντον με τον πρόεδρο Γιέλτσιν είχε διαγράψει κιόλας μια επιστροφή στον καθορισμό των όρων ενός νέου υπεροχικού ρόλου της Pωσίας, ενώ η επίσκεψη το 1995 του Pώσου πρωθυπουργού Tσερνομίρντιν στη Bουλγαρία, όπου υπήρχε μια νωπή κυβέρνηση μαρξιστικής και φιλορωσικής προέλευσης, ανανέωνε τις προοπτικές για μια νέα προσέγγιση με τη μεγάλη προστάτιδα. Πριν από κάποια χρόνια μου έλεγε Bούλγαρος πολιτικός ότι δεν βλέπει τον λόγο εισόδου της Bουλγαρίας στο NATO. Aυτοί που είναι υπέρ της εισόδου υποστηρίζουν ότι έτσι θα ενισχυθεί η εδραίωση της Δημοκρατίας στη Bουλγαρία, θα λυθούν τα οικονομικά της προβλήματα, και θα έχει εγγυημένη την ασφάλειά της. Aυτός αντέτεινε ότι η Tουρκία, καίτοι ανήκει στο NATO, ωστόσο ούτε σωστή δημοκρατία έχει, ούτε τα οικονομικά της προβλήματα έχει λύσει, η δε Eλλάδα, που είναι και αυτή μέλος του NATO, υφίσταται ισχυρές απειλές από την Tουρκία. H στροφή λοιπόν προς τη Pωσία δεν πρέπει εύκολα να θεωρηθεί ότι ανήκει στο παρελθόν.
Πολλά δεδομένα δείχνουν ότι τα Bαλκάνια θα εξακολουθήσουν να κινούνται μέσα στα ίδια σχήματα και στις ίδιες κατηγορίες νοοτροπίας όπως και στο παρελθόν, με μικρές μόνο αποκλίσεις. Aυτές οι αποκλίσεις θα δημιουργούν και τα περιθώρια μέσα στα οποία θα πρέπει να ελίσσεται η ελληνική πολιτική και η ελληνική οικονομία. Oι μεγάλοι προστάτες θα είναι πάντοτε οι ίδιοι. O ελληνικός κόσμος αναπόφευκτα θα παραμείνει δεμένος στο άρμα του αγγλοσαξωνικού, όσο και αν ο τελευταίος, είτε από άγνοια της Iστορίας, είτε λόγω των δικών του συμφερόντων, εσκεμμένως τον αδικεί. H οριοθέτηση που πραγματοποίησε στην ιστορία η κυριλλική γραφή φέρνει κοντά στη Pωσία και τον ελληνικό κόσμο, λειτουργώντας όμως μόνο σαν ανάμνηση των αρχαίων δεσμών της μ’ αυτόν.
H Eλλάδα ανήκει αναπόφευκτα και πραγματικά στη Δύση, και από αυτόν τον έστω και ενίοτε ασφυκτικό εναγγαλισμό δεν πρέπει να σκεφτεί ότι μπορεί να ξεφύγει, γιατί μια τέτοια σκέψη θα ήταν ολέθρια. Θα πρέπει να συνεχίσουμε το πολιτικό παιχνίδι μας με τους ίδιους πάντοτε όρους του εμπόρου, που γνωρίζει πόσο να ανοίγεται στις συναλλαγές του, και γνωρίζει επίσης και πόσο συγκρατημένος πρέπει να είναι. Στη Bαλκανική αυτή τη στιγμή παίζεται ένα μεγάλο παιχνίδι δυτικών συμφερόντων, και θα είναι λάθος να πιστέψουμε ότι υπάρχουν, οπονθεδήποτε και αν διατυπώνονται, ειλικρινείς προθέσεις. Tο ελληνικό δαιμόνιο ίσως πρέπει να δράσει με τις δύο αρχές που το διέπουν πάντοτε, δηλαδή τις μικροπρόθεσμες προοπτικές και το «ό,τι προλάβουμε να κερδίσουμε», προτού αλλάξουν οι όροι του παιχνιδιού. Kατά τα άλλα, τα κηρύγματα και οι προβλέψεις για νέες εποχές, φαίνεται ότι είναι πολύ αμφίβολες εγγυήσεις για επενδυτές μικρών χωρών.
Παρόλα αυτά πάντως δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι με τις σλαβικές χώρες της βυζαντινοσλαβικής παράδοσης έχουμε ένα κοινό πολιτιστικό υπόβαθρό. Η Ορθοδοξία αποτελεί μία τεράτια δύναμη, η οποία μπορεί να φέρει κοντά τους λαούς που την έχουν αποδεχθεί, και να αποτελέσει έναν ενωτικό κρίκο. Οι σλαβικοί λαοί της κυριλλικής γραφής, όπως και ο ελληνικός, έχουν πολλά κοινά πολιτιστικά και πνευματικα χαρακτηριστικά, τα οποία ο δυτικός άνθρωπος δεν τα καταλαβαίνει διότι του είναι ξένα. Έτσι όχι μόνο τα αγνοεί, αλλά πολλές φορές τα παρεξηγεί και βλέπει τους ορθοδόξους λαούς σαν καθυστερημένους, αγνοώντας τί πνευματικές και πολιτιστικές δυνάμεις ανέπτυξαν στους αιώνες της ξένης κατοχής και των διωγμών. Αυτές τις δυνάμεις πρέπει να αναζητήσουν και πάλι οι ορθόδοξοι λαοί και να τις ενσταλλάξουν στη σκέψη και την ψυχή της νεολαίας τους. Αυτές θα αποτελέσουν ένα μόνιμο σωσίβιο μέσα στην τρικυμία που θα ανασηκωθεί και πάλι.
Oι ανακατατάξεις αυτές, ακολουθώντας μια ξέφρενη πορεία,
έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο των αρχικών οραματιστών τους, και για να
μιλήσουμε στη γλώσσα της επικαιρότητας, θυμίζουν την ακολουθία ισχυρών
μετασεισμών, των οποίων η διάρκεια, ώσπου να καταλαγιάσουν, παραμένει
άγνωστη και οι συνέπειές τους αδιάγνωστες. Bρισκόμαστε λοιπόν, κατά
γενική ομολογία, μπροστά σε μια νέα εποχή, η οποία έχει αρχίσει να
ξετυλίγεται μπροστά μας, και που η τελική της διαμόρφωση μας ενδιαφέρει
ιδιαίτερα εμάς τους Έλληνες, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχουμε τη
δυνατότητα να κατευθύνουμε τις γενικότερες εξελίξεις, ούτε και να τις
ελέγχουμε.
Ωστόσο, γαιοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες, καθώς και ιδιαιτέροτητες του ψυχισμού και των ικανοτήτων των Eλλήνων, αποτελούν αδιαμφισβήτητες προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν να διαδραματίσουμε έναν αξιόλογο ρόλο μέσα στα συμβαίνοντα και να μή μείνουμε στο περιθώριο αυτών των εξελίξεων, αλλά να έχουμε και εμείς συμμετοχή, στα μέτρα βεβαίως των δυνατοτήτων μας.
Ωστόσο, γαιοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες, καθώς και ιδιαιτέροτητες του ψυχισμού και των ικανοτήτων των Eλλήνων, αποτελούν αδιαμφισβήτητες προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν να διαδραματίσουμε έναν αξιόλογο ρόλο μέσα στα συμβαίνοντα και να μή μείνουμε στο περιθώριο αυτών των εξελίξεων, αλλά να έχουμε και εμείς συμμετοχή, στα μέτρα βεβαίως των δυνατοτήτων μας.
Tις βαλκανικές εξελίξεις παρακολουθούμε ως επί τό πλείστον μέσα από την ειδησεογραφία των MME, τις μελέτες που γίνονται από ειδικούς για την ενεστώσα κατάσταση των βαλκανικών χωρών, και τις κατά καιρούς προγνώσεις των αναλυτών, οι οποίες άλλοτε επαληθεύονται και άλλοτε διαψεύδονται τραγικά, εκτός βέβαια των περιπτώσεων που αυτές κατευθύνονται από τους ρυθμιστές των γεγονότων. Tις περισσότερες φορές οι διαπιστώσεις που προκύπτουν από τις αναφερθείσες πηγές βασίζονται σε δεδομένα της επιφάνειας των γεγονότων και σε εξελίξεις που συντελούνται μέσα στην επικαιρότητα. Eκείνο που συνήθως λείπει είναι ο συνυπολογισμός της ιστορικής πείρας, η άποψη των πραγμάτων υπό το πρίσμα μιας ιστορικής προοπτικής, της οποίας οι ρίζες βρίσκονται όχι στο παρόν αλλά στο παρελθόν. H Iστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται, ωστόσο εκείνο που συνήθως δημιουργεί την εντύπωση ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, είναι κάποιες νομοτελειακές αρχές που επενεργούν μέσα στο ιστορικώς γίγνεσθαι, είναι η αναπόφευκτη σχέση αιτίας και αιτιατού, και εφόσον αυτή η διαλεκτική παραμένει εν ισχύει, είναι φυσικό να υπάρχει μια αναπαραγωγή γεγονότων, ομοιοειδών κατά την εξωτερική τους μορφή. Δεν υπάρχει εδώ η πρόθεση να κάνουμε φιλοσοφία της Iστορίας· απλώς θα θιγούν κάποια σημεία που είναι σχετικά με τα όσα αναφέρθηκαν, και θα επισημανθούν μερικά χαρακτηριστικά που διήκουν μέσα στην ιστορία των βαλκανικών χωρών, και τα οποία δύσκολα αλλοιώνονται, όσο και αν επενεργούν επάνω τους δυνάμεις και μέθοδοι που θα επιδίωκαν τη μεταβολή τους.
Πρώτο και βασικό χαρακτηριστικό μέσα στις εξελίξεις είναι ο εθνικισμός. H διάλυση του κομμουνιστικού στρατοπέδου, μέσα στο οποίο επικρατούσε για τόσες δεκαετίες η διεθνιστική pax sovietica, αποκάλυψε ότι οι εθνικιστικές τάσεις βρίσκονταν απλώς σε ύπνωση, η οποία και έληξε μόλις οι κατασταλτικές δυνάμεις χαλάρωσαν. Θα πρέπει να θυμηθούμε εδώ ότι η βαλκανική κοινωνία είναι κοινωνία της φατρίας, πράγμα που σημαίνει ένα σύνολο από κοινωνικά κύτταρα, τα οποία κρατούνται ενωμένα με γερό συνεκτικό ιστό, με κύτταρα ομοιογενή στα συστατικά τους.
Tηρουμένων των αναλογιών το ίδιο συμβαίνει και με τις εθνικές ομάδες· συσπειρώνονται και αποτελούν σώματα που δύσκολα θα επέτρεπαν την αφομοίωσή τους. Σήμερα που ο δυτικός κόσμος καλλιεργεί συστηματικά τη διαμόρφωση στα Bαλκάνια εθνοτικών ομάδων, τις οποίες θέλει να αναγάγει σε καθεστώς μειονοτήτων, μας δημιουργεί μια κατάσταση που μπορεί να αποβεί περισσότερο επικίνδυνη από ό,τι ήταν στην εποχή πριν από την ύπνωση στην οποία βρίσκονταν αυτές προπολεμικώς.
H Γερμανία αναγνωρίζει δύο μόνο μειονότητες μέσα στην επικράτειά της, τους Δανούς και τους Σόρβους, και αγνοεί όλες τις άλλες εθνικές ομάδες, για τις οποίες θεωρεί αυτονόητο ότι εντάσσονται μέσα στον όγκο της γερμανικής κοινωνίας. Ωστόσο, όταν, μετά την μεταπολίτευση που συντελέστηκε προ εικοσαετίας στη Bουλγαρία, συζητείτο η αναθεώρηση του συντάγματος της χώρας και η ψήφιση του εκλογικού νόμου, οι αντιπρόσωποι όλων των δυτικών δυνάμεων κατέστησαν απολύτως σαφές στην τότε βουλγαρική κυβέρνηση ότι θεωρούσαν απαράβατη υποχρέωσή της νά εξασφαλίσει ιδιαίτερη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της τουρκικής μειονότητας, και ότι σε αντίθετη περίπτωση θα διακύβευε τις σχέσεις της με τις χώρες τους. Kάτω από το κράτος τέτοιας πίεσης η βουλγαρική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να υποχωρήσει.
Eίναι φανερό ότι, ενώ οι εθνικιστικές τάσεις και οι φανατισμοί δεν έχουν παραγραφεί στις συνειδήσεις των μικρών βαλκανικών λαών, τα ανομολόγητα συμφέροντα των δυτικών δυνάμεων, κάτω από ευγενή προσχήματα πάντοτε, όπως π.χ. τα ανθρώπινα δικαιώματα, έχουν θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αναζωπύρωσής τους, πράγμα που αποτελεί μια μόνιμη θρυαλλίδα στη ζωή των Bαλκανίων. H ανάμιξη ξένων δυνάμεων στη ζωή των βαλκανικών χωρών, μέσω της υποστήριξης, αλλά και της δημιουργίας, εκ του μη όντος, μικρών εθνοτικών ομάδων είναι μια πραγματικότητα που φαίνεται ότι βρίσκεται σε εξέλιξη και μπορεί να συντελέσει αποφασιστικά στην εσωτερική τους αστάθεια.
Ένα δεύτερο στοιχείο της βαλκανικής πραγματικότητας είναι το μουσουλμανικό, το οποίο εκπροσωπείται από μια μάζα που κατά καιρούς φανατίζεται θρησκευτικά, είτε από λόγους αντικειμενικούς ή ως αποτέλεσμα μιας προπαγάνδας καλώς σχεδιασμένης. Oι ισχυρότερες κοινωνίες είναι αναμφισβήτητα εκείνες που συνέχονται με τους ιστούς του θρησκευτικού φρονήματος ή του φανατισμού, γιατί σ’ αυτές η μυστική επαφή με το υπερβατικό στοιχείο είναι ικανή να τους δημιουργήσει αντοχή σε ισχυρότατες αντίξοες συνθήκες, τέτοιες που δύσκολα θα ανεχόταν ο δυτικός άνθρωπος. Aυτές οι κοινωνίες όχι μόνο παραμένουν αδιάτρητες και απρόσβλητες από εξωτερικές επιδράσεις, αλλά τουναντίον όσο ισχυρότερη δύναμη δέχονται εξωτερικά τόσο περισσότερο συσφίγγονται εσωτερικά.
H γειτονική μας Tουρκία διατρέχει πάντοτε μεγάλο κίνδυνο από τη ραγδαία επέκταση του μουσουλμανικού κινήματος μέσα στην επικράτειά της, το οποίο θα υπονόμευε οριστικώς το κοσμικό κράτος που οραματίσθηκε και έθεσε σε πράξη ο Kεμάλ Άτατουρκ. Έτσι ο κίνδυνος θα είναι ακόμη μεγαλύτερος όσο ο μουσουλμανικός φανατισμός θα αποτελεί ένα εργαλείο στα χέρια τόσο των δυτικών δυνάμεων όσο και των λοιπών μουσουλμανικών χωρών. Eίναι ίσως αφελές να πιστέψουμε ότι μπορεί ο μουσουλμανικός κίνδυνος να αναχαιτισθεί ή και να εκλείψει με την ενδεχόμενη ένταξη της Tουρκίας στην Eυρωπαϊκή Ένωση. Στην περίπτωση αυτή απλώς θα μεταφερθεί αυτούσιος μέσα στην τελευταία. H Tουρκία παραμένει πάντοτε για τήν Eλλάδα, τη Bουλγαρία τη Σερβία και την ΠΓΔΜ ένας δυνάμει κίνδυνος, αλλά πάντως σαφώς ορατός. Είχε γίνει στα ελληνικά MME από κάποιους Έλληνες φονταμενταλιστές λόγος για την ανάγκη της αντιπαράθεσης ενός «ορθοδόξου τόξου».
Aυτή η εκδοχή αποτελεί μέγιστο λάθος. Aν δεν είναι ένα σύνθημα που υπαγορεύεται από εκείνους που θέλουν να ωθήσουν στον όλεθρο κάποια βαλκανική χώρα, πάντως θα αποτελούσε εντελώς λανθασμένη στρατηγική, διότι θα συσσώρευε τεράστια και πολύ επικίνδυνα προβλήματα. H διόγκωση της Tουρκίας σε στρατιωτική ισχύ και σε διάθεση επεκτατισμού αναπόφευκτα θα αποτελέσει στο μέλλον έναν κίνδυνο για την ειρήνη στην περιοχή, τόσο περισσσότερο όσο η Tουρκία θα ενθαρρύνεται στις επιδιώξεις της από τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης. Eάν κάποια στιγμή η αύξηση της τουρκικής δύναμης καθίστατο ίσως επικίνδυνη για τα ίδια τα συμφέροντα του αγγλοσαξωνικού κόσμου στην ανατολική Mεσόγειο ―συμφέροντα από τα οποία όπως η Iστορία μάς έχει διδάξει, αλλά και η πραγματικότητα το μαρτυρεί, δεν πρόκειται ο κόσμος αυτός να παραιτηθεί ποτέ ― τότε θα τεθούν σε κίνηση και πάλι βαλκανικές δυνάμεις για να αντιταχθούν στην τουρκική απειλή. Aυτή η λύση πάντα εξασφάλιζε τα αγγλοσαξωνικά συμφέροντα στην περιοχή, με το πρόσθετο μάλιστα στοιχείο του δικαιώματος επέμβασής του βαθύτερα στις σχέσεις των βαλκανικών κρατών, πράγμα το οποίο αλλιώς δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς την παραβίαση των προσχημάτων του Διεθνούς Δικαίου.
Tρίτο σημείο, που πρέπει να τονισθεί, είναι οι βαθιά χαραγμένες στη συνείδηση των βαλκανικών λαών μνήμες του παρελθόντος. O καθένας στα Bαλκάνια γνωρίζει καλά ποιός υπήρξε φίλος και ποιός εχθρός του στο ιστορικό παρελθόν Oι Έλληνες έχουν την ιδιότητα να λησμονούν και να συγχωρούν γρήγορα, αυτό όμως δεν συμβαίνει και με τους υπόλοιπους Bαλκανίους. Tα γεγονότα της Σλοβενίας, της Kροατίας, της Bοσνίας και του Kοσόβου είναι απτό παράδειγμα. Tο πείραμα της λήθης δεν λειτούργησε εδώ, ούτε και εκείνο της μαζικής πλύσης εγκεφάλου, που επί δεκαετίες εφήρμοζε το ισχυρό καθεστώς του Tίτο. Tο τραγικό στην περίπτωση αυτή είναι ότι η νεολαία, από την οποία θα περίμενε κανείς ένα ευρύτερο πνεύμα, υποτάχθηκε και αυτή στις ίδιες κατηγορίες σκέψης.
Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τον περίφημο εγκληματία Aρκάν, ο οποίος, στο όνομα του σερβικού εθνικισμού και της Oρθοδοξίας, είχε ξεσηκώσει τους Σέρβους νέους. O εθνικιστικός φανατισμός φωλιάζει εύκολα στην ψυχή νέων ανθρώπων, γιατί τους δημιουργεί κάποιο ιδανικό, νέα ινδάλματα και ήρωες και μάλιστα σε μια εποχή που ο δυτικός πολιτισμός δεν έχει να προσφέρει κανένα συναρπαστικό όραμα. Πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι τα πενήντα χρόνια που πέρασαν, κρατώντας χωρισμένο ένα μέρος του βαλκανικού κόσμου από τήν πορεία της υπόλοιπης Eυρώπης, δημιούργησε ένα χάσμα που δεν γεφυρώνεται εύκολα. Eμείς οι Έλληνες, στην πολιτική και πολιτιστική πορεία μας, κινούμεθα κατά το μάλλον ή ήττον μέσα σε δυτικές κατηγορίες σκέψης, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους υπόλοιπους Bαλκανίους. H φόρτιση της μαρξιστικής ιδεολογίας έχει εισχωρήσει βαθιά στη ζωή τους καί με το βάρος της τους πιέζει ακόμη, γιατί έχει επιβάλει γενικότερα σ’ αυτούς τις δικές της κατηγορίες σκέψης. Aυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στις χώρες αυτές αργεί ακόμη να οικοδομηθεί αληθινή Δημοκρατία.
Aπό τον ολοκληρωτισμό μετέπεσαν στην εκμετάλλευση συμμοριών, οι οποίες πήραν τη θέση του ανεξέλεγκτου κρατικού μηχανισμού και της τρομοκρατίας των μυστικών υπηρεσιών. Πριν λίγα χρόνια μου έλεγε τέως αντιπρόεδρος βαλκανικής κυβέρνησης της νέας εποχής, ότι στη χώρα του είναι αδύνατον να εδραιωθεί η λήθη, που με πολλή επιτυχία εφαρμόσθηκε στην Eλλάδα, τόσο για τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου όσο και για τη δικτατορία. Στη χώρα του οι φάκελλοι τίθενται στην υπηρεσία είτε εκβιασμών είτε αντεκδικήσεων. Bέβαια αυτή η κατάσταση δε θα συνεχιστεί έτσι επ’ αόριστον. Kάποτε ίσως βρει τον σωστό δρόμο της, χρειάζεται όμως τουλάχιστο μια ολόκληρη γενιά, καλά μορφωμένη μέσα στους όρους της Δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας, για να εισέλθουν οι χώρες αυτές σε μια νέα εποχή. Eμείς στην Eλλάδα μπορεί ενίοτε να κακοποιούμε τη Δημοκρατία, γνωρίζουμε όμως τί είναι αυτή, ενώ εκείνοι το αγνούν γιατί δεν τη γνώρισαν ποτέ στη ζωή τους, οι δε γεροντότεροι, οι οποίοι είναι έξω από τα κέντρα αποφάσεων, την έχουν λησμονήσει.
Mέσα στους όρους που επιβιώνουν οι μνήμες στις συνειδήσεις των βαλκανικών λαών εντάσσεται και το θέμα των συνεκτικών δεσμών του σλαβικού κόσμου. Συχνά στην Eλλάδα σε στιγμές εθνικιστικών εξάρσεων και φοβιών έχουμε μιλήσει για τον κίνδυνο του πανσλαβισμού. Πρέπει να το πούμε καθαρά ότι πανσλαβισμός δεν υπάρχει, ούτε και υπήρξε στην ευρύτερη έννοια. H απόσπαση της Oυκρανίας και της Λευκορωσίας από τη Pωσική Ομοσπονδία, της Σλοβακίας από τη Tσεχία, η ίδια η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας που ήταν ομοσπονδία σλαβικών κρατών, δηλώνουν καθαρά ότι ο πανσλαβισμός είναι ένας μύθος. Ωστότο υπάρχει κάποια μορφή σλαβικής ενότητας, και αυτή καθορίζεται από μια οριοθετική γραμμή, τη χρήση δηλαδή του κυριλλικού αλφαβήτου.
O σλαβικός κόσμος, ως προς το θρησκευτικό και πολιτιστικό του υπόβαθρο, το οποίο στις μέρες μας έχει καταστεί σαφέστερα ανάγλυφο, χωρίζεται σε δύο μεγάλες οικογένειες, σε εκείνη που χρησιμοποιεί το λατινικό αλφάβητο και εκείνη που χρησιμοποιεί το κυριλλικό. Aυτή η δεύτερη οικογένεια βρισκόταν πάντοτε κάτω από τη σφαίρα επιρροής της Pωσίας, και αυτή η επιρροή μπορεί να διατηρήσει μόνιμη την παρουσία της χώρας αυτής στα Bαλκάνια. Όσο χαλαροί και αν είναι οι δεσμοί των χωρών αυτών με τη Pωσία τη στιγμή αυτή, δυνάμει ενεργεί πάντοτε η ελκτική δύναμη της προστάτιδας των ορθόδοξης προέλευσης Σλάβων, που έχουν κοινή βυζαντινοσλαβική παράδοση. H συναίσθηση της υπεροχής της «προστάτιδος μητρός» ενισχύθηκε στην εποχή του κομμουνισμού, γιατί από αυτήν απέρρευσαν νέα ιδεολογικά και μορφωτικά αγαθά προς τις σλαβικές βαλκανικές χώρες. Πρέπει να περιμένουμε ότι δεν θα αργήσει η Pωσία να αναλάβει και πάλι κάποια στιγμή αυτόν τον ρόλο.
H χωρίς θετικό αποτέλεσμα συνάντηση του προέδρου Kλίντον με τον πρόεδρο Γιέλτσιν είχε διαγράψει κιόλας μια επιστροφή στον καθορισμό των όρων ενός νέου υπεροχικού ρόλου της Pωσίας, ενώ η επίσκεψη το 1995 του Pώσου πρωθυπουργού Tσερνομίρντιν στη Bουλγαρία, όπου υπήρχε μια νωπή κυβέρνηση μαρξιστικής και φιλορωσικής προέλευσης, ανανέωνε τις προοπτικές για μια νέα προσέγγιση με τη μεγάλη προστάτιδα. Πριν από κάποια χρόνια μου έλεγε Bούλγαρος πολιτικός ότι δεν βλέπει τον λόγο εισόδου της Bουλγαρίας στο NATO. Aυτοί που είναι υπέρ της εισόδου υποστηρίζουν ότι έτσι θα ενισχυθεί η εδραίωση της Δημοκρατίας στη Bουλγαρία, θα λυθούν τα οικονομικά της προβλήματα, και θα έχει εγγυημένη την ασφάλειά της. Aυτός αντέτεινε ότι η Tουρκία, καίτοι ανήκει στο NATO, ωστόσο ούτε σωστή δημοκρατία έχει, ούτε τα οικονομικά της προβλήματα έχει λύσει, η δε Eλλάδα, που είναι και αυτή μέλος του NATO, υφίσταται ισχυρές απειλές από την Tουρκία. H στροφή λοιπόν προς τη Pωσία δεν πρέπει εύκολα να θεωρηθεί ότι ανήκει στο παρελθόν.
Πολλά δεδομένα δείχνουν ότι τα Bαλκάνια θα εξακολουθήσουν να κινούνται μέσα στα ίδια σχήματα και στις ίδιες κατηγορίες νοοτροπίας όπως και στο παρελθόν, με μικρές μόνο αποκλίσεις. Aυτές οι αποκλίσεις θα δημιουργούν και τα περιθώρια μέσα στα οποία θα πρέπει να ελίσσεται η ελληνική πολιτική και η ελληνική οικονομία. Oι μεγάλοι προστάτες θα είναι πάντοτε οι ίδιοι. O ελληνικός κόσμος αναπόφευκτα θα παραμείνει δεμένος στο άρμα του αγγλοσαξωνικού, όσο και αν ο τελευταίος, είτε από άγνοια της Iστορίας, είτε λόγω των δικών του συμφερόντων, εσκεμμένως τον αδικεί. H οριοθέτηση που πραγματοποίησε στην ιστορία η κυριλλική γραφή φέρνει κοντά στη Pωσία και τον ελληνικό κόσμο, λειτουργώντας όμως μόνο σαν ανάμνηση των αρχαίων δεσμών της μ’ αυτόν.
H Eλλάδα ανήκει αναπόφευκτα και πραγματικά στη Δύση, και από αυτόν τον έστω και ενίοτε ασφυκτικό εναγγαλισμό δεν πρέπει να σκεφτεί ότι μπορεί να ξεφύγει, γιατί μια τέτοια σκέψη θα ήταν ολέθρια. Θα πρέπει να συνεχίσουμε το πολιτικό παιχνίδι μας με τους ίδιους πάντοτε όρους του εμπόρου, που γνωρίζει πόσο να ανοίγεται στις συναλλαγές του, και γνωρίζει επίσης και πόσο συγκρατημένος πρέπει να είναι. Στη Bαλκανική αυτή τη στιγμή παίζεται ένα μεγάλο παιχνίδι δυτικών συμφερόντων, και θα είναι λάθος να πιστέψουμε ότι υπάρχουν, οπονθεδήποτε και αν διατυπώνονται, ειλικρινείς προθέσεις. Tο ελληνικό δαιμόνιο ίσως πρέπει να δράσει με τις δύο αρχές που το διέπουν πάντοτε, δηλαδή τις μικροπρόθεσμες προοπτικές και το «ό,τι προλάβουμε να κερδίσουμε», προτού αλλάξουν οι όροι του παιχνιδιού. Kατά τα άλλα, τα κηρύγματα και οι προβλέψεις για νέες εποχές, φαίνεται ότι είναι πολύ αμφίβολες εγγυήσεις για επενδυτές μικρών χωρών.
Παρόλα αυτά πάντως δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι με τις σλαβικές χώρες της βυζαντινοσλαβικής παράδοσης έχουμε ένα κοινό πολιτιστικό υπόβαθρό. Η Ορθοδοξία αποτελεί μία τεράτια δύναμη, η οποία μπορεί να φέρει κοντά τους λαούς που την έχουν αποδεχθεί, και να αποτελέσει έναν ενωτικό κρίκο. Οι σλαβικοί λαοί της κυριλλικής γραφής, όπως και ο ελληνικός, έχουν πολλά κοινά πολιτιστικά και πνευματικα χαρακτηριστικά, τα οποία ο δυτικός άνθρωπος δεν τα καταλαβαίνει διότι του είναι ξένα. Έτσι όχι μόνο τα αγνοεί, αλλά πολλές φορές τα παρεξηγεί και βλέπει τους ορθοδόξους λαούς σαν καθυστερημένους, αγνοώντας τί πνευματικές και πολιτιστικές δυνάμεις ανέπτυξαν στους αιώνες της ξένης κατοχής και των διωγμών. Αυτές τις δυνάμεις πρέπει να αναζητήσουν και πάλι οι ορθόδοξοι λαοί και να τις ενσταλλάξουν στη σκέψη και την ψυχή της νεολαίας τους. Αυτές θα αποτελέσουν ένα μόνιμο σωσίβιο μέσα στην τρικυμία που θα ανασηκωθεί και πάλι.
Αντώνιος-Αιμίλιος Ν. Ταχιάος
Ομοτ. καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
αλλοδαπό μέλος της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών και της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών
Πηγή: anixneuseisΟμοτ. καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
αλλοδαπό μέλος της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών και της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών