Θα μπορούσε η απελευθερωμένη Ελλάδα
να αποφύγει την ένοπλη αντιπαράθεση τον Δεκέμβρη του '44; Επιχείρησε το
ΕΑΜ-ΕΛΑΣ -και κατά συνέπεια το ΚΚΕ, που αποτελούσε και τη μεγαλύτερη
δύναμη στον αντιστασιακό συνασπισμό- να ρίξει την κυβέρνηση και να
καταλάβει την εξουσία;
Μέχρι σήμερα τα ερωτήματα αυτά
αποτελούν αντικείμενο δημόσιας αντιπαράθεσης, παρ' ότι η πλειονότητα των
σύγχρονων ιστορικών συμφωνούν σε κάποια δεδομένα, όπως στη διαπίστωση
ότι από τη στιγμή που η Ελλάδα «δόθηκε» στους Βρετανούς από τον Στάλιν
κατά τη συνάντηση των ηγετών των συμμαχικών χωρών στη Μόσχα, οι Βρετανοί
θα κατέφευγαν σε κάθε δυνατό μέτρο για να καταστήσουν την κυριαρχία
τους αναμφισβήτητη. Ηδη ο Τσόρτσιλ είχε ξεκάθαρη άποψη για το διεθνές
μεταπολεμικό σκηνικό, όταν είχε εκμυστηρευθεί: «Η μοιρασιά που
συμφωνήσαμε στη Μόσχα (Οκτώβριος του '44) τον συμφέρει (τον Στάλιν). Θα
εγκαταλείψει τους δικούς του στην Ελλάδα στην τύχη τους για χάρη των
γενικότερων σχεδίων του...» (αναφορά Γ. Ιατρίδη στο «Επισκόπηση της
αγγλόφωνης ιστοριογραφίας»)
Οι Βρετανοί στην Κατοχή
Η επιρροή που ασκούσε η Βρετανία στα ελληνικά πράγματα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ολοκληρωτικός έλεγχος. Ο θεσμός που εγγυάτο αυτό τον έλεγχο ήταν η μοναρχία. Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα και την κατάρρευση του Μετώπου, οι Βρετανοί μετέφεραν στη Μέση Ανατολή τον μονάρχη, την κυβέρνησή του και τα στελέχη που θεωρούσαν ότι θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό ρόλο.
Η μεγάλη απειλή για τα βρετανικά συμφέροντα στην Ελλάδα υπήρξε η ανάδυση, μέσα στις συνθήκες της Κατοχής και στο κενό εξουσίας που αυτή δημιούργησε, ενός γιγάντιου αντιστασιακού κινήματος, που ανέτρεπε όλες τις παραδοσιακές, προπολεμικές δομές και σχέσεις. Τη στιγμή της Απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους ναζί, οι αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ θα μπορούσαν να θέσουν όλη τη χώρα υπό τη διακυβέρνηση της υπαρκτής Κυβέρνησης του Βουνού, της ΠΕΕΑ, υπό τον Αλέξανδρο Σβώλο, καταλαμβάνοντας έτσι ομαλά τη μετακατοχική εξουσία και δημιουργώντας τετελεσμένα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν εύκολα οι Βρετανοί και ο ελεγχόμενος απ' αυτούς Γεώργιος Παπανδρέου.
Η κύρια γραμμή στο ΚΚΕ εκείνη την κρίσιμη εποχή υπήρξε η πολιτική επιλογή της συνεννόησης και της συνδιαλλαγής με τις προπολεμικές δυνάμεις, με τις οποίες είχε έρθει σε συμφωνία στον Λίβανο και την Καζέρτα. Παρ' ότι η παραδοσιακή μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη δεν έλειπε από τους στοχασμούς της ηγεσίας, εν τούτοις η επιλογή της εκείνη τη στιγμή ήταν η δημοκρατική μετεξέλιξη της Ελλάδας και η οριστική απαλλαγή από τη μοναρχία.
Την αντίληψη της ρήξης και της στρατιωτικής σύγκρουσης εξέφρασε κυρίως ο Αρης Βελουχιώτης, ο οποίος στη σύσκεψη των καπεταναίων στη Λαμία είχε προτείνει την είσοδο του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, όπως ακριβώς είχε κάνει ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη, με πρωτοβουλία των επικεφαλής του στη Μακεδονία, Ευριπίδη Μπακιρτζή και Μάρκου Βαφειάδη. Η ηγεσία του ΚΚΕ απέρριψε την πρόταση του Βελουχιώτη και επέλεξε το δρόμο που είχαν ορίσει οι ίδιοι οι Βρετανοί.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου στο βιβλίο του «Δούρειος Ιππος» για το μεγάλο του αντίπαλο: «Ο Βελουχιώτης ήταν ο κατ' εξοχήν ανεγνωρισμένος και ο δυναμικός αρχηγός τού ΕΛΑΣ. (...) Το αδιαφιλονίκητο γόητρο του στις τάξεις του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ τον έφερεν ως τον ενδεχόμενο αντίπαλο του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, του οποίου δεν ήτο μέλος. Εξηρτάτο από αυτόν να αγνοήσει τις αποφάσεις του τελευταίου ή και να το ανατρέψει. Με τον Μάρκο στη Μακεδονία, τον Ορέστη στην Αττική, αλλά και μόνος, ήταν σε θέση να δώσει μία άλλη τροπή και εξέλιξη στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αντίθετη από αυτήν που ήταν στη σκέψη της ηγεσίας του ΚΚΕ...».
Παρ' όλες τις κατηγορίες των αντιπάλων του, το ΚΚΕ δεν είχε επιλέξει το δρόμο της σύγκρουσης και πολύ περισσότερο τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Την εκτίμηση αυτή είχε διατυπώσει από το 1945 ο Κρις Γουντχάουζ, ένας από τους καλύτερους γνώστες τόσο της βρετανικής πολιτικής όσο και της ελληνικής Αντίστασης. Ο Γουντχάουζ υποβαθμίζει στα κείμενά του την επιρροή ξένων κέντρων στη συμπεριφορά του ΚΚΕ. Θεωρεί ότι κινήθηκε προς την κατεύθυνση της στρατιωτικής σύγκρουσης, μόνο όταν οι Βρετανοί και οι ελληνικές αντικομμουνιστικές δυνάμεις απέκλεισαν κάθε άλλο δρόμο...
* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός http://kars1918.wordpress. com/
Οι Βρετανοί στην Κατοχή
Η επιρροή που ασκούσε η Βρετανία στα ελληνικά πράγματα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ολοκληρωτικός έλεγχος. Ο θεσμός που εγγυάτο αυτό τον έλεγχο ήταν η μοναρχία. Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα και την κατάρρευση του Μετώπου, οι Βρετανοί μετέφεραν στη Μέση Ανατολή τον μονάρχη, την κυβέρνησή του και τα στελέχη που θεωρούσαν ότι θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό ρόλο.
Η μεγάλη απειλή για τα βρετανικά συμφέροντα στην Ελλάδα υπήρξε η ανάδυση, μέσα στις συνθήκες της Κατοχής και στο κενό εξουσίας που αυτή δημιούργησε, ενός γιγάντιου αντιστασιακού κινήματος, που ανέτρεπε όλες τις παραδοσιακές, προπολεμικές δομές και σχέσεις. Τη στιγμή της Απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους ναζί, οι αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ θα μπορούσαν να θέσουν όλη τη χώρα υπό τη διακυβέρνηση της υπαρκτής Κυβέρνησης του Βουνού, της ΠΕΕΑ, υπό τον Αλέξανδρο Σβώλο, καταλαμβάνοντας έτσι ομαλά τη μετακατοχική εξουσία και δημιουργώντας τετελεσμένα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν εύκολα οι Βρετανοί και ο ελεγχόμενος απ' αυτούς Γεώργιος Παπανδρέου.
Η κύρια γραμμή στο ΚΚΕ εκείνη την κρίσιμη εποχή υπήρξε η πολιτική επιλογή της συνεννόησης και της συνδιαλλαγής με τις προπολεμικές δυνάμεις, με τις οποίες είχε έρθει σε συμφωνία στον Λίβανο και την Καζέρτα. Παρ' ότι η παραδοσιακή μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη δεν έλειπε από τους στοχασμούς της ηγεσίας, εν τούτοις η επιλογή της εκείνη τη στιγμή ήταν η δημοκρατική μετεξέλιξη της Ελλάδας και η οριστική απαλλαγή από τη μοναρχία.
Την αντίληψη της ρήξης και της στρατιωτικής σύγκρουσης εξέφρασε κυρίως ο Αρης Βελουχιώτης, ο οποίος στη σύσκεψη των καπεταναίων στη Λαμία είχε προτείνει την είσοδο του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, όπως ακριβώς είχε κάνει ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη, με πρωτοβουλία των επικεφαλής του στη Μακεδονία, Ευριπίδη Μπακιρτζή και Μάρκου Βαφειάδη. Η ηγεσία του ΚΚΕ απέρριψε την πρόταση του Βελουχιώτη και επέλεξε το δρόμο που είχαν ορίσει οι ίδιοι οι Βρετανοί.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου στο βιβλίο του «Δούρειος Ιππος» για το μεγάλο του αντίπαλο: «Ο Βελουχιώτης ήταν ο κατ' εξοχήν ανεγνωρισμένος και ο δυναμικός αρχηγός τού ΕΛΑΣ. (...) Το αδιαφιλονίκητο γόητρο του στις τάξεις του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ τον έφερεν ως τον ενδεχόμενο αντίπαλο του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, του οποίου δεν ήτο μέλος. Εξηρτάτο από αυτόν να αγνοήσει τις αποφάσεις του τελευταίου ή και να το ανατρέψει. Με τον Μάρκο στη Μακεδονία, τον Ορέστη στην Αττική, αλλά και μόνος, ήταν σε θέση να δώσει μία άλλη τροπή και εξέλιξη στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αντίθετη από αυτήν που ήταν στη σκέψη της ηγεσίας του ΚΚΕ...».
Παρ' όλες τις κατηγορίες των αντιπάλων του, το ΚΚΕ δεν είχε επιλέξει το δρόμο της σύγκρουσης και πολύ περισσότερο τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Την εκτίμηση αυτή είχε διατυπώσει από το 1945 ο Κρις Γουντχάουζ, ένας από τους καλύτερους γνώστες τόσο της βρετανικής πολιτικής όσο και της ελληνικής Αντίστασης. Ο Γουντχάουζ υποβαθμίζει στα κείμενά του την επιρροή ξένων κέντρων στη συμπεριφορά του ΚΚΕ. Θεωρεί ότι κινήθηκε προς την κατεύθυνση της στρατιωτικής σύγκρουσης, μόνο όταν οι Βρετανοί και οι ελληνικές αντικομμουνιστικές δυνάμεις απέκλεισαν κάθε άλλο δρόμο...
* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός http://kars1918.wordpress. com/